Μοναχικός καβαλάρης
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Έκατσε στην άσπρη πέτρα και με ανοιγμένες παλάμες σκέπασε το πρόσωπό του, για να μην βλέπουν τα μάτια του, τα χρώματα του δειλινού. Όταν πονάει η καρδιά κι οι ομορφιές της φύσης, άνοστες φαίνονται και αδιάφορες. Άλλωστε το φανταχτερό ηλιοβασίλεμα θα το διαδεχτεί το μαύρο σούρουπο. Το φως και το σκοτάδι, λένε ότι είναι αδέρφια!
Πιο πέρα στο πράσινο λιβάδι έβοσκε το καφετί άλογο, του αδικοχαμένου γιού του, του Γιάννου, με το άσπρο μπάλωμα στο μέτωπο. Μικρό πουλαράκι τους το έφεραν κάποιοι συγγενείς, από την Αμπελιά, ένα χωριό του κάμπου. Ήταν ανήμερα του Λαζάρου γι’ αυτό ο Γιάννος το ονόμασε Λαζαράκο! Ο Γιάννος τότε ήταν ακόμα λιανοπαίδι κι αμέσως δέθηκαν οι δυο τους, στη χούφτα του τον τάιζε, του σφύριζε μακρόσυρτα όταν έπινε το νερό του και τον πήγαινε βόλτες να μαθαίνει τα κατατόπια. Πρώτος το καβαλίκεψε κι αυτό δεν τσίνησε καθόλου, σαν τον γνώριζε από χρόνια.
Μαζί μεγάλωναν κι αντρείωναν, περίσσευε η λεβεντιά κι η περηφάνια. Ο Γιάννος σωστό παλληκαράκι φρόντιζε σχολαστικά τον φίλο και σύντροφό του, την πλούσια χαίτη, την ουρά, τη σέλα, στο χαλινάρι έβαζε μια χάντρα κι ένα φυλαχτό, τον καλίγωνε. «Βάζει τα πέταλα χρυσά, καρφιά μαλαματένια!» Όταν αργότερα πήγαινε στους γάμους ή στα πανηγύρια, όλοι θαύμαζαν το άλογό του. Με τα μάτια και τις κινήσεις του σώματος επικοινωνούσαν και καταλάβαινε απόλυτα ο ένας τον άλλο. Όταν μια φορά φιδιάστηκε το άλογο, ο Γιάννος έσκισε αμέσως το πουκάμισό του σε λωρίδες, για να δέσει το πονεμένο πόδι του.
Πατώντας στα εικοσιένα, άρχισαν τα προβλήματα με την υγεία του. Μια ζάλη του ερχόταν και με μιας σκοτείνιαζε ο ουρανός και η λεβέντικη κορμοστασιά του κατέρρεε, σαν τον καθρέφτη που γίνεται χίλια κομμάτια. Ύστερα από ώρα συνέρχονταν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Επιληψία είπε ο γιατρός. Η καρδιά του σκίστηκε, ο κόσμος του σείστηκε συθέμελα και δάκρυα έβρεχαν τα μάγουλά του.
«Έγειραν τα κλωνάρια μου, στη γης και μαραθήκαν
κι όσα πουλιά καθότανε, όλα μ’ απαρνηθήκαν…»
Μερικές φορές πάθαινε κρίση ενώ ήταν καβάλα κι έπεφτε καταγής, αλλά το άλογό του δεν έφευγε από κει, περίμενε πότε θα συνέλθει ο Γιάννος, για να συνεχίσουν μαζί!
Μια αποφράδα μέρα που κατέβηκε στο βαρκό, άφησε για λίγο το άλογό του να βοσκήσει κι αυτός έσκυψε να πιεί νερό σ’ έναν άμπλα. Εκεί ζαλίστηκε κι έπεσε με το κεφάλι στο νερό και πνίγηκε! Η είδηση άφησε σύξυλους τους δικούς του και όλους τους συγχωριανούς.
Τρία χρόνια πέρασαν από το αδόκητο χαμό του κι ο πατέρας του, που έκανε σχέδια και όνειρα γι’ αυτόν, παραμένει ακούρευτος, αξούριστος και μαυροφορεμένος. Με το πένθος στο αριστερό βραχίονα και μέσα στην καρδιά του. «Όσο βαρούν τα σίδερα, βαρούν τα μαύρα ρούχα…», που λέει το κρητικό τραγούδι. Σπάνια άνοιγε το στόμα του, «Στα βάσανα είμαι βασιλιάς και στις χαρές ζητιάνος», έλεγε.
«Σαν αρχινίσω να σας πω, τα ντέρτια μου τραγούδια,
θα μαραγκιάσουν τα κλαριά, θα στύψουν τα χορτάρια!»
Ο χαμός του Γιάννου είναι ένα αγκάθι στην καρδιά του. Γιατί Θεέ μου χαλάς τη σειρά, μουρμούρισε, δεν άξιζε να πάει έτσι! Ποια κατάρα με κυνηγάει!
Τα βουρκωμένα μάτια, ενός ηλικιωμένου ανθρώπου, είναι η σκληρότερη εικόνα.
Έφτυσε στη γη και σηκώθηκε αναστενάζοντας. Πλησίασε το άλογο, το κοίταξε από τα νύχια ως την κορφή, του χάιδεψε τη χαίτη κι άρχισε να του μιλάει…
-Δύσμοιρε Λαζαράκο, έχασες και συ το φίλο σου, τον καβαλάρη σου. Ποιος θα σε πηγαίνει τώρα για κρύο νερό στα πλατάνια, ποιος θα σε ταΐζει στη χούφτα του. Άιντε να πάμε στο κονάκι μας, πριν μας πάρει η νύχτα.
Τον έβαλε στο στάβλο, τον πάχνιασε λίγο σανό και τον καληνύχτισε μ’ ένα χάδι στα καπούλια.
Ο πικραμένος πατέρας, δεν επέτρεψε ποτέ σε κανέναν, να καβαλικέψει το άλογο του Γιάννου. Ήθελε να μένει με την εικόνα, πως έρχονταν ο γιός του καβάλα και τραγουδώντας.
Κάθε μέρα εύχεται να τον καλέσει η γενέθλια γη, να συναντήσει το Γιάννο. Μια παράξενη φωνή όμως του λέει, πέσε τώρα κοιμήσου, άλλος κρατάει τα κλειδιά του Παραδείσου…
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου