ΓΕΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΣ
του Αρχιμανδρίτη
Δαμασκηνού Θ. Ζαχαράκη
Ηγουμένου της Ιεράς
Μονής Αγάθωνος
Βαρύ τον ίσκιο άπλωσαν τα σύννεφα στην Οίτη
έσμιξε γη και ουρανός στου Γερμανού τη Σκήτη
Πενθοβαρούν τα σήμαντρα και οι καμπάνες κλαίνε
Πέθανε ο γερο-Γερμανός ο ιερός, ο
Θύτης
της Παναγιάς διακονητής ο άρχοντας της
Οίτης
των μοναστών ο σύμβουλος, ο φύλακας της Πίστης,
ο αγαπημένος των πουλιών, της φύσεως ο μύστης.
Έφυγε για τον ουρανό, ο Γέρων της αγάπης,
της μάνδρας του Αγάθωνα, ο άξιος εργάτης.
Συνάζονται των Χριστιανών τα ιερά τα πλήθη
με δάκρυα με στεναγμούς με πόνο μες στα στήθη
για ν’ αποτίσουνε τιμή το μέγα σεβασμό τους
να ασπασθούν το Γέροντα, να πουν το φχαριστώ τους.
Κλήρος αντάμα και λαός στο μέγα
μοναστήρι
να συντροφεύσουν το νεκρό στ’ άγιο
του κοιμητήρι.
Κατά αράδες
στέκονται αμίλητοι μπροστά του
σκύβουν να πάρουν
την ευχή καθένας στη σειρά του.
Όλη τη μέρα αράδιαζαν
και άλλα δεν τους φτάνει
φοβάται όποιος
μακρινός μήπως και δεν προκάνει.
Κυκλώσανε το
Γέροντα τους ύμνους να του πούνε
τις τόσες αξιοσύνες
του ξανά να θυμηθούνε
και μέχρι τα μεσάνυχτα
έρχονταν τα παιδιά του
να του ανάψουνε
κερί, να μείνουνε σιμά του.
Κοντά στα
ξημερώματα πριν φύγει το φεγγάρι
είδα μπροστά στο
φέρετρο τον καπετάνιο Άρη.
Πήγε και στα δικά
του αυτιά το θλιβερό μαντάτο
ήρθε και στέκει
αμίλητος με το κεφάλι κάτω.
Δίπλα του
παραστέκονταν όλοι οι καπεταναίοι
αυτοί που ήταν στα
βουνά γέροι μαζί και νέοι.
Σκύβει σεμνά ο
Αρχηγός στο μέτωπο φιλάει
τον Παπα-Ανυπόμονο
που τόσο αγαπάει.
Σήκω, του ψέλλισε
στ’ αυτί, όρθωσε το κορμί σου
και κάνε να ξαναϊδώ
εκείνη την ορμή σου
τη φοβερή σου
δύναμη το λαμπερό σου μάτι
το σβέλτο σου
σαλτάρισμα σαν ίππευες το άτι
την ατσαλένια σου
καρδιά ποιος τάχα δεν την ξέρει
την αραβίδα
κράταγες με το ‘να σου το χέρι
τ’ αδούλωτο σου φρόνημα, τους πατρικούς σου λόγους
βάλσαμο στους αγωνιστές, φωτιά στους δοσιλόγους.
Σήκω να πάμε στα
βουνά, μαζί μου να σε πάρω
πετάξου απάνω
γρήγορα ξεγέλασε το χάρο.
Πάμε στο
Γοργοπόταμο στο θρυλικό γεφύρι
να ζήσουμ’ άλλη μια
φορά κείνο το πανηγύρι.
Πάμε εκεί που μια
νυχτιά με τις ψυχές στο στόμα
μπαρουτοανακατέψαμε σίδερα, εχθρούς και χώμα.
Αυτά κρυφόλεγ’ ο
Αρχηγός με τον καλό παπά του
τα γένια του
μουσκέψανε τα πικροδάκρυά του.
Εβγήκε απ’ την
Εκκλησιά παρέα με τους άλλους
χαιρέτησαν και
τίμησαν Έναν απ’ τους μεγάλους!
Πηγή: «Σκαμνός-Στην
καρδιά της Ρούμελης»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης
Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου