Ο
Μακρυγιάννης
στους
σημερινούς Έλληνες
[Ένα άγνωστο χειρόγραφο-Προφητικό σάλπισμα]
(του Νέστορα Μάτσα)
ΜΕ ΦΩΤΙΑ και πίστη γραμμένα τ’ Απομνημονεύματα του! Μ’ αίμα και πάθος γι’ αυτόν τον κατακαημένο τον τόπο που εχθροί και φίλοι, αιώνες τώρα, τον καρφώνουν στο σταυρό του μαρτυρίου. Μα περισσότερο τον καρφώνουν οι ίδιοι οι άνθρωποι του, αυτοί που θα έπρεπε να τα δίνουν όλα γι’ αυτόν και να γνιάζονται όχι για τα μικροσυμφέροντα τους αλλά για το καλό και την προκοπή αυτής της ματωμένης πατρίδας.
Με φωτιά και πίστη, λοιπόν, γραμμένα τ’ Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη! Κάθε τους σελίδα και μια υποθήκη για τους μεταγενέστερους. Κάθε τους λέξη κι ένα ατίμητο πετράδι Αρετής κι Ελευθερίας (Ποιος όμως θα τα μαζέψει τούτα τα πετράδια και θα τα μοιράσει στους νεότερους που τα χρειάζονται τόσο; Να τους τα δώσει έτσι καθώς τ’ άφησε πολύτιμη κληρονομιά στο Γένος ό ίδιος ό Μακρυγιάννης για να τα δουν και να γεμίσει από φως ή καρδιά τους;...). Μα όλα αυτά θεωρούνται πια παλιά και ξεπερασμένα!
Παλιά και ξεπερασμένη κι η Παράδοση, μ’ όλους τους θησαυρούς της: Τα δημοτικά μας τραγούδια που τραγουδάν το Γένος και την Ελευθερία, οι ιεροί αγώνες των προγόνων, η Χριστιανοσύνη που κράτησε ολόρθη τη Φυλή στους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς. Η εποχή μας κι οι άνθρωποι της, παριστάνουν τάχα τους προοδευτικούς, τα σάρωσαν όλα αυτά. Να βγουν από τη μέση, να ησυχάσουμε μια και καλή! Αρκετά μας κούρασαν στα σχολεία, τότε που τα μαθαίναμε ακόμη από κάποιον Αποστολικό δάσκαλο πού μέσα στην απλή καρδιά του ζούσε το Γένος! Τώρα στη θέση τους πρέπει να στηθούν άλλες «πίστεις» κι άλλοι θεοί που να εκφράζουν την άρνηση και την καταστροφή.
Ας φαντασθούμε όμως πως ανάμεσα στις άλλες ανεκτίμητες μαρτυρίες Ελευθερίας που μας άφησε ό Μακρυγιάννης, ήταν ακόμη μια: Καταγραμμένη σ’ ένα παλιό και κιτρινισμένο χειρόγραφο. Κι ας φαντασθούμε ακόμη ότι αυτό το χειρόγραφο, το παλιό και μισοκατεστραμμένο, το φύλαγε, χρόνια τώρα, ένας γέροντας Ρουμε-λιώτης, στο σπιτικό του έξω από το Κροκύλιο, το χωριό που καμαρώνει πως σ’ αυτό γεννήθηκε ό Μακρυγιάννης. Σε μια περιπλάνησή μας σε κείνα τ’ άγια μέρη που δόθηκαν τόσες μάχες για την Ελευθερία, ο γέροντας Ρουμελιώτης μας έδωσε αυτό το χειρόγραφο που το είχε από τον προππάπο του.
Τούτη η «μαρτυρία» ήταν ένα προφητικό κείμενο για τους Ρωμιούς των καιρών μας που όλο και περισσότερο απομακρύνονται από τα μηνύματα και την κληρονομιά που μας άφησαν οι αγνοί εκείνοι αγωνιστές της Ελευθερίας, τα πρωτοπαλλήκαρα του Γένους.
Να ποιος θα ήταν ο καημός του απροσκύνητου λιονταριού της Ρούμελης: Να μην ξαναγίνουν τα ίδια λάθη που δεν άφησαν τον τόπο να ορθοποδήσει και να πάει μπροστά όταν, έπειτα από πολύχρονες θυσίες, μπόρεσε να βγει απ’ το σκοτάδι της σκλαβιάς. Γιατί, καθώς ο ίδιος έγραψε σ’ εκείνο το αθάνατο μνημείο της Ρωμιοσύνης, τ’ Απομνη-μονεύματα του, «τα κακά όλο και αυξαίνουν σε τούτο το Κράτος. Πολλές καταχρήσεις γένονται». Για να προσθέσει σ’ άλλο σημείο: «Όλη η ψυχή μου σ’ αγωνία νύχτα μέρα αφού έβλεπα την κακή κυβέρνησιν και τον κίνδυνον της πατρίδας»...
Το όνειρο του Μακρυγιάννη
(Γι’ αυτόν «τον κίνδυνο» που αναφέρει με τη δική του τόσο γλαφυρή γλώσσα το πρωτοπαλλήκαρο της Ρούμελης είναι κι οι αράδες που ακολουθούν...
Έτσι όπως ό ίδιος, - όταν ήθελε να πει τις σοφές παραβολές του, - τις παρουσίαζε σα να είχε δει όνειρο... Ένα όνειρο για τα μελλούμενα και τούτο το κείμενο; Που αρχίζει με τα ίδια τα λόγια τού Μακρυγιάννη).
#
"Μια βραδιά έκανα την προσευχή μου πολύ λυπημένος δια την κατάστασιν της πατρίδας κι έπεσα και κοιμήθηκα. Βλέπω εις τον ύπνο μου ότι είχαν περάσει χρόνοι πολλοί κι η πατρίς, που τόσον ακριβά πληρώσαμε την ελευθερία της, είχε πάρει δρόμον στραβόν... Και πάλιν, όπως σήμερον όπου οι μεγάλες δυνάμεις τάχα δια το συμφέρον μας μάς βάζουν να αλληλοφαγωνόμεθα και πότε να γενόμαστε δούλοι του Αγγλο - Γάλλου και πότε της Ρούσσικης φατρίας, επικρατούσε η ιδία κατάστασης. Άλλα όριζαν οι φίλοι μας από εδώ κι άλλα όριζαν οι φίλοι μας από εκεί!. Κι απέναντι μας ό Τούρκος.
Σαν όρνιο. Με τα νύχια απλωμένα να καταξεσχίσει το ματωμένο κορμί της δόλιας της πατρίδας μας. Και ν’ αρπάξει για δια λόγου του τα καλύτερα της κομμάτια ν’ αυγατίσει τη δύναμή του. Και μαζί του οι άλλοι αλλόπιστοι. Να τον παραστέκουν και να του λεν:
- Τους Ρωμιούς να τους ξεγράψεις για να ησυχάζουμε μια και καλή από δαύτους. Πολύ τους έξυπνους μας καμώνονται κι όλο κάτι γυρεύουν. Τώρα που τρώγονται μεταξύ τους σαν τα σκυλιά τα λυσσάρικα, όρμα Μεμέτη και διάλυσέ τους!
Αυτό περίμενε κι ο Μεμέτης! Την ώρα που τα σκυλιά τρώγονται το ένα με τ’ άλλο κι αφήνουν αφύλαχτο το μαντρί, να ορμήξει αυτός και ν’ αρπάξει τα γιδοπρόβατα... Κι ως που να τα πάρουν μυρωδιά οι μουργόσκυλοι να έχει αδειάσει το μαντρί...
Στον ύπνο μου τα έβλεπα όλα τούτα κι ήταν σα να τα ‘βλεπα στο ξύπνιο του. Τόσο πολύ μού σφίγγονταν απ’ τη λύπηση η καρδιά και μου σκοτείνιαζεν ο νους. Προσπαθούσα να βγάλω φωνή μεγάλη και να πω:
-Νισάφι, πατριώτες αν και μια τόση δα σταλίτσα πονάτε κι αγαπάτε τούτον τον κατακαημένο τόπο! Νισάφι! Ως εδώ και μη παρέκει. Αρκετά τόσα χρόνια τρωγόσαστε μεταξύ σας και ρουφιανεύεστε ο ένας τον άλλον. Δε σας δώσαμε εμείς λεύτερη την πατρίδα για να την κάνετε εσείς πάλι σκλάβα με τη μικρομυαλιά και με την αλληλοφαγομάρα σας. Κι αν δε γνιάζεστε για τα τομάρια σας, γνιασθείτε τουλάχιστον για το παιδιά σας και για τα παιδιά των παιδιών σας. Αυτά σε τίποτα δε σας έφταιξαν για να πληρώ σουν ακριβά τα δικά σας τα τερτίπια.
Μα που να μ’ ακούσουν οι άμυαλοι! Αυτό που τους έγνιαζε μονάχα ήταν η καλοπέραση τους. Πως να φαν και να πιούνε όσο μπορούν περισσότερο. Πως να γλεντήσουν και ν’ αυγατίσουν το βιος τους κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Κι όσο εγώ στεκόμουν ανάμεσα τους και τους φώναζα πως κιντυνεύει ή πατρίς μας αυτοί έκαναν πως δε μ’ άκουγαν. Κι άλλοι με περνούσαν για τρελό και γελούσαν μαζί μου.
-Τι θέλει τούτος ο γέροντας και αλυχτάει; έλεγαν... Ας πάει από κει που ήρθε κι ας μας αφήκει ήσυχους.
Και μαζί τους ήταν και νέοι με παρδαλά ρούχα που χασκο-γελούσαν και φαίνονταν ότι διασκέδαζαν μ’ όσα γίνονταν... Τους είπα πως στο δικό μου τον καιρό τα παλληκάρια της ηλικίας
τους ζωνόνταν τ’ άρματα και πολεμούσαν για την ελευθερία της πατρίδος.
Εμείς γι’ άλλα πολεμούμε, μου αποκρίθηκαν κοροϊδεύοντας με. Κι αν δε μπορείς να το καταλάβεις, γέρο, καλύτερα να πας από κει που ήρθες.
Τους είπα με καμάρι μας και λύπηση μαζί πως τ’ όνομά μου είναι «Μακρυγιάννης».
-Και τι μας γνιάζει εμάς τ’ όνομά σου, απάντησαν. Μήτε σε ξέρουμε μήτε ποτέ μας σ’ ακούσαμε. Τράβα, λοιπόν κι άφησέ μας ήσυχους.
Κι άρχισαν να κουνάν κάτι πολύχρωμες παντιέρες που τους είχαν μοιράσει έξυπνα οι μεγάλοι «προστάτες» μας – π’ ανάθεμά
τους. Και φωνάζουν για το ένα και τ’ άλλο που δεν τα καταλάβαινα, αλλά να μη βρίσκουν λέξη να πουν για τη δόλια την πατρίδα που τη βαρούσαν όλοι οι αγέρηδες και την παραμόνευσαν
με το στόμα ανοιχτό οι λύκοι.
Καημός μ’ έπιασε. Καημός βαρύς κι ασήκωτος. Για δαύτους αγωνιστήκαμε όλοι εμείς οι θεόμουρλοι που χυθήκαμε στη φωτιά χωρίς μπαρούτι κι άρματα, μοναχά με την πίστη μας στο Θεό και την πατρίδα; Για δαύτους θυσιαστήκαμε και πολεμήσαμε μιαν ολάκερη αυτοκρατορία που γύρευε να μας αφανίσει από προσώπου γης; Βούρκωσα, Στάθηκα ανάμεσά τους και μ’ όση δύναμη είχα τους φώναζα:
-Γιά να ‘στε λεύτεροι, πρέπει να την τιμάτε τη λευτεριά σας. Σαν άγιο κόνισμα στο κονοστάσι. Και να τιμάτε κείνους που σας τη χάρισαν: Την παράδοση και το Γένος σας. Κανείς απ’ τους τρανούς και τους μεγάλους που σας δίνουν τούτα τα μπαϊράκια, που κρατάτε δεν γνιάζεται για μας και τον τόπο μας. Αν μοναχοί μας δεν φυλάξουμε το μαντρί μας, οι λύκοι θα μας ρημάξουν. Λύκοι από Δύση κι από Ανατολή.
Έγινε φασαρία μεγάλη... Δε μπόρεσα όμως τίποτε να καταλάβω
γιατί μέσα από το συρφετό βγήκαν κάποιοι άλλοι νέοι όχι σαν τους
πρώτους με τα παρδαλά ρούχα αλλά σεμνοί κι ωραίοι και τα ‘βαλαν με τους πρώτους. Φώναζαν πως καλά τους τα έλεγα κι αν ήθελαν να σωθεί ο τόπος πριν τον πάρει ο κατήφορος και τίποτα δεν θα τον σώζει πια, θα έπρεπε όλοι ν’ αλλάζουν μυαλά: Γκουβέρνο και πολίτες. Να παρατήσουν τα μεγαλεία και τις παλαβομάρες και να γνιαστούν για την Πατρίδα. Που βρίσκονταν σε μέγα κίνδυνο!
Μα εκείνη την ώρα ξύπνησα από την ταραχή μου... Και δεν ξέρω πια αν όσα είδα στον ύπνο μου ήταν φαντασία αλλόκοτη προάγγελμα για τους μελλόμενους καιρούς και τους μελλόμενους ανθρώπους; Για τον σημερινό άνθρωπο".
#
ΛΟΙΠΟΝ, αληθινό ή ψεύτικο τούτο το όνειρο του
Μακρυγιάννη, αληθινή ή ψεύτικη αυτή η γραφή, ένα μετράει… Πως η φωνή του
λιονταριού της Ρούμελης, όπως ακούγεται μέσα απ’ όλα τα γραφτά του αλλά και από
τον περήφανο βίο του, είναι μήνυμα και κάλεσμα για το σημερινό Έλληνα:
«Για να ‘μαστε
λέφτεροι πρέπει να την τιμάμε τη Λεφτεριά μας!»
…………………………………………………………………..
Σημείωση: Το άρθρο αυτό αν και γράφτηκε το 1984 από το Νέστορα Μάτσα, φαντάζει το ίδιο επίκαιρο σαν να γράφτηκε
σήμερα και τα λόγια του Μακρυγιάννη παραμένουν, δυστυχώς, το ίδιο προφητικά και
επίκαιρα για την πολύπαθη πατρίδα μας!
…………………………………………………………………………
Βιογραφικά στοιχεία για το Νέστορα Μάτσα
Ο Νέστορας Μάτσας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Ακολούθησε ελεύθερες σπουδές για
το θέατρο και τον κινηματογράφο στο Παρίσι και μάλιστα με υποτροφία της
Γαλλικής Κυβέρνησης. Είναι αδερφός του Αρτέμη Μάτσα, η ομοιότητά τους δε είναι εκπληκτική.
Από πολύ νωρίς (1951) έκανε την εμφάνισή
του στο χώρο των γραμμάτων με νουβέλες και διηγήματα στο περιοδικό Νέα Εστία. Η
πρώτη συλλογή διηγημάτων του αποτέλεσε και το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο
"Άνθρωποι των Χαμένων Παραδείσων" που κυκλοφόρησε το 1954. Ακολούθησαν έκτοτε πολλά βιβλία
όπως βιογραφίες, διηγήματα, μυθιστορήματα αλλά και παιδική λογοτεχνία. Μεταξύ
αυτών ξεχωρίζουν το "Κλειστοί ουρανοί", "Ο Μεσσίας",
"Το παραμύθι του Θεόφιλου" (με το οποίο και κατέκτησε το Α' κρατικό
βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας), "Χωρίς Αγάπη" (με το οποίο
έλαβε διεθνή έπαινο βραβείου Άντερσεν), "Στέγη από ουρανό: Σαρακατσάνικο
οδοιπορικό", "Το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια" (Βραβείο
Ακαδημίας Αθηνών), "Το δισάκι του ασκητή" κ.ά.
Παράλληλα ο Νέστορας Μάτσας
ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο και ιδιαίτερα με τη διάσωση του λαογραφικού
υλικού της Ελλάδος έχοντας στο ενεργητικό του άνω των 70 "ντοκιμαντέρ",
ελληνικού εθνογραφικού περιεχομένου, μεταξύ των οποίων και τρεις μεγάλου μήκους
ταινίες "Οι ρίζες του τόπου μας" με το οποίο και τιμήθηκε με Χρυσό
Μετάλλιο καθώς και Βραβείο Διεθνούς Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, "Το Α και το Ω:
Αρχαίος Ελληνικός Πολιτισμός" και "Αλέξανδρος ο Μέγας". Επίσης
θεωρείται ο πρώτος που εισήγαγε λαογραφικές εκπομπές στην ελληνική τηλεόραση.
Τιμήθηκε με πολλά τόσο λογοτεχνικά
βραβεία ελληνικά και ξένα όσο και κινηματογραφικά από τα οποία και ξεχωρίζουν
το μεγάλο βραβείο με ασημένιο κύπελλο του Ιταλικού υπουργείου παιδείας για το
εξαίρετο ντοκιμαντέρ: "Ο Οδυσσέας ζει πάντα - Ελληνικές θάλασσες",
επίσης το Μεγάλο Βραβείο με χρυσό Μετάλλιο του Διεθνούς Φεστιβάλ Τουριστικών
Ταινιών Μασσαλίας για το ντοκιμαντέρ "Η γιορτή δεν τελειώνει ποτέ",
καθώς και τιμητικό δίπλωμα του Φεστιβάλ Καννών 1970 για τη ταινία (μικρού μήκους) "Η άλλη σιωπή". Τέλος τιμητικό επίσης δίπλωμα
του Διεθνούς Φεστιβάλ Ρώμης για τα δύο ντοκιμαντέρ "Το παραμύθι του
Θεόφιλου" και "Το τάμα" 1971.
Η προσφορά του Νέστορα Μάτσα στην
ελληνική Λαογραφία υπήρξε αναμφισβήτητα μεγάλη και ίσως η μεγαλύτερη στο
καλλιτεχνικό αυτό είδος του ντοκιμαντέρ.(Στοιχεία από ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ)
Να
γιατί έχει τεράστια σημασία & αξιοπιστία το άρθρο που δημοσιεύουμε!
Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ»,
Μάρτιος 1984
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου