TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Καραϊσκάκης & Παλαμάς

Καραϊσκάκης & Παλαμάς
(του Δημήτρη Σταμέλου)
«Ο  στρατάρχης της Ρούμελης θα μπορούσε να φαντάξει
σαν ένας κλώνος ίσα ολόισ’ από το δέντρο των Αχιλλέων»


Ο ποιητής ανυψώνει στους ημίθεους τον ήρωα, μα δεν προλαβαίνει να συνθέσει το έπος που ήθελε για τον Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης.
Ο Καραϊσκάκης υπήρξε για τον Παλαμά «του Γένους το Καμάρι», που είχε «κάτι τι το αρχαγγελικόν, εωσφορικόν, ταξιαρχικόν, αρχιστρατηγικόν». Θα τον αποκαλέσει "Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης", αλ­λά θα υπογραμμίσει, πέρα από τη γενναιότητα και το ήθος του και την ανθρώπινη διάσταση του, λέ­γοντας «ο Καραϊσκάκης υπήρξεν ό,τι είπεν ο μέγας Ναπολέων δια τον Γκαίτε: Ένας άνθρωπος!».
Στο μελέτημα μας αυτό θα καταγράψουμε το θαυμασμό του Παλαμά για τον Καραϊσκάκη, όπως εκφράζεται μέσα στο έργο του, αλλά και τον καη­μό του που δεν κατόρθωσε, δεν πρόλαβε, όπως λογάριαζε, να του αφιερώσει ένα πολύστιχο τρα­γούδι, όπως είχε εξομολογηθεί, σε μια συνέντευξη του, το 1923. «Ετοιμάζω το "Τραγούδι του Καραϊ­σκάκη". Αυτόν τον ήρωα τον θεωρώ προσωπικότη­τα ισχυρή και περίπλοκη, γεμάτη αντιθέσεις. Δεν ξέρω αν απάνω στο θέμα αυτό θα πω τον τελευ­ταίο λόγο εγώ. Αλλά απάνω στο πρόσωπο του Κα­ραϊσκάκη συγκεντρώνω τα όνειρα της φυλής μου».

Σε άλλη του συνέντευξη, την ίδια χρονιά, θα πει:
«Το επιστέγασμα στο οικοδόμημα του τραγου­διού μου θα είναι, με το θέλημα του Θεού, ο Καραϊ­σκάκης, η πιο μεγάλη ηρωική μορφή της Ρούμελης και της Ελλάδος όλης αντιπροσωπευτικός».

Δύο χρόνια νωρίτερα, σε άλλη του εξομολό­γηση, θα σημειώσει:
«Ελπίζω πολύ γρήγορα να ‘χω έτοιμο για τύπω­μα το Β' τόμο των "Βωμών", μια συλλογή μεγάλων ιδεολογικών ποιημάτων, με ανάμεσα τους το "Τρα­γούδι του Καραϊσκάκη", που είναι για μένα η μεγα­λύτερη φυσιογνωμία της επανάστασης. Είναι ο Καραϊσκάκης, ο πιο ποιητής - ήρως, και μπορεί να δώσει μεγάλες εμπνεύσεις σ' έναν ποιητή».

Ο Καραϊσκάκης απασχολούσε τον Παλαμά από τις αρχές του προπερασμένου αιώνα. «Μα ο τε­λευταίος Διγενής - έλεγε το 1907 - ο Καραϊσκά­κης- περιμένει τον Ψάλτη του», ενώ στο λόγο του στη «Φοιτητική Συντροφιά» (25 Μάρτη 1991), θα πει: «Ξέρουμε πως ο στρατάρχης της Ρούμελης θα μπορούσε να φάνταξει σαν ένας κλώνος ίσα ολόισ' από το δέντρο των Αχιλλέων».

Ο Άγγελος Σικελιανός που βρέθηκε πολύ κο­ντά του, ιδιαίτερα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, σημειώνει τη λαχτάρα του να γράψει, κι ανήμπο­ρος ακόμα, το «Τραγούδι του Καραϊσκάκη». Μέσα στους πόνους, «άξαφνα - λέει - τον επερνούσεν απροσδόκητα η ανησυχία κι η ταραχή της δημιουρ­γίας». Και συνεχίζει ο ποιητής του «Λυρικού Βίου».
«Ποια ωστόσο να 'τανε τα κινητά τα πιο βαθιά της ταραχής εκείνης; Όλοι όσοι πλησίασαν για και­ρό τον Παλαμά, ο Κατσίμπαλης, ο Τσάτσος κι άλ­λοι, ξέραμε από χρόνια πως στα σχέδια του ήτανε να γράψει ένα δεύτερο βιβλίο «Βωμών», όπου θα περιλάβαινε (γνωρίζουμε απ' τους τίτλους) το «Τραγούδι του Καραϊσκάκη», το «Δέξιππο», το «Μάρουλλο τον Ταρχανιώτη», τις «Σειρήνες» (Λόγια του Οδυσσέα) και τον «Ιωάννη Καλυβίτη».

Τι θα 'ταν το «τραγούδι του Καραϊσκάκη», το μαντεύουν όλοι. Το τραγούδι αυτό θα ζούσε από καιρό βαθιά του, κι ονειρεύονταν να το τελειώσει για τα εκατόχρονα του '21. Πώς θα 'ταν δυνατό η συνθετικότερη αυτή μορφή του Αγώνα μας, και γε­νικά η πιο συνθετική νεοελληνική αυτή μορφή, να μην το καίει ολόκληρο και να μη θέλει να της στή­σει ένα αδιάκοπο φλεγόμενο βωμό;

Συχνά άλλοτε, καθώς για τούτο μου 'λεγε κά­ποτε η κόρη του ποιητή, ξυπνούσεν έξαφνα, γιατί είχε δει στον ύπνο του τον ίδιο τον Καραϊσκάκη ολοζώντανο, γιομάτο κίνηση και φλόγα, ως να τον παρορμούσε για να γράψει.

Η πρώτη απόπειρα, και μοναδική ποιητική του σύνθεση για τον Καραϊσκάκη, βρίσκεται στα «Δε­κατετράστιχα» που κυκλοφόρησαν το 1919. Εκεί θα πει, σε δύο σονέτα:

Πόλεμος θα ‘ρχιζε. Στα ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός, το βουνό μαύρο. Ξαφνικά
το βουνό αστράφτει μέσ' στην υπνοφαντασιά μου,
σαν από φάσγανα γυμνά και φονικά.
Όσο κι αν έγερν' εμέ δείλια προς τα χάμου,
με μάτια πρόσμενα υψωμένα εκστατικά
τα πρώτα βόλια να σφυρίξουνε στ' αυτιά μου
κι ένιωθα κάτι σα φτερό στα σωθικά.
Και να! από του βουνού την κορωμένη ράχη
δε χύμηξε μουγγρίζοντας η αντάρα η μάχη.
Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσά­ροι
την κατεβαίνανε, και σ' όλους μέσα ποιος;
Ένας ξεχώριζε, του Γένους το καμάρι,
της Καλογριάς ο Γιος.

Ο ντουλαμάς απάνω του άλικος, πορφύρα,
σκήπτρο στο χέρι το βαθύ του απελατίκι,
στην άρρωστη του σάρκα της Φυλής η μοίρα
κονεύει πάντα αδάμαστη ψυχή και νίκη.
Μελαψός, όπου φέρνει τα μάτια του γύρα,
στον ήλιο της ορθό πυρό το αρματωλίκι,
στου αφανισμού να ρίξει τον καταποτήρα
την ύαινα τη Βουργάρα. Τούρκοι κ' εσάς, λύ­κοι!
 Προσπέφτω, προσκυνώ της δόξας του το θρό­νο
κ' αιστάνομαι ω! προσκυνητής πως μεγαλώνω.
Και είπα - Το λάγγεμα να πνίξω, και να κάψω
και τα βιβλία και κάθε αχνή σοφία στο φως σου,
κι από τραγούδι νέα φωτιά επική ν' ανάψω μ' εσέ,
Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης, Όμηρός σου.

Ο Παλαμάς θα μας δώσει και μιαν εντυπωσια­κή σκιαγραφία του Καραϊσκάκη, όπου δίνεται, πα­ραστατικά, η δράση του ήρωα, με τον αδρό και γοητευτικό λόγο του ποιητή:
«Κάτι μεγαλοπρεπώς μαύρον φέσι ως κόκκινον καλπάκι· μουστάκι ευθύ, σκληρόν, ως από ορείχαλκον μαλλιά απ' εδώ κι απ' εκεί χυτά εις τους ώμους η ρουμελιώτικη τραχύτης εις όλην της την έκτασιν κάτι τι αρχαγγελικόν, εωσφορικόν, ταξιαρχικόν, αρχιστρατηγικόν. Ο άγγελος και ο δαίμων, των οποίων εκαυχάτο ότι ήτο ο αρμονι­κός συνδυασμός, το ελεύθερον ζευγάρωμα.
Με δύο λέξεις, εκφραστικότερον, ο Καραϊ­σκάκης υπήρξεν ό,τι είπε ο μέγας Ναπολέων διά τον Γκαίτε: Ένας άνθρωπος!
Ο ελεύθερος έρως της Καλογριάς τον έφερεν εις τον κόσμον. Κλέφτης υπό τον Κατσαντώνην, μισθοφόρος του Αλήπασα, εις τα λημέρια του πρώτου και μέσα εις την αυλήν του δευτέρου επέρρωσε την ψυχή του με όλας τα ορμάς και με όλα τα πάθη των οποίων ήτο δεκτικόν το παλληκάρι των καιρών εκείνων. Ως πάντες οι μεγαλουργοί, εξέφρασε και αυτός την εποχή του με όλας της τας αρετάς και τα ελαττώματα ισχυρότερον και πληρέστερον των συγχρόνων του. Ο Κωνσταντί­νος Παπαρρηγόπουλος εις δύο μέρη διαιρεί την βιογραφία του ήρωος· εις το πρώτον μέρος, μέχρι της πτώσεως του Μεσολογγίου, ο ήλιος του Κα­ραϊσκάκη εις τα βάθη του ορίζοντος, θαμβωμένος ως από λευκήν τινά ομίχλην, με σποραδικόν και παροδικόν εξακόντισμα λαμπρών ακτίνων. Εις το δεύτερο μέρος, από της πτώσεως κ' εκείθεν, ο ήλιος του Καραϊσκάκη, μεσουρανών, απερικάλυπτος, χείμαρρος φωτός και δόξης.
Αλλ' η ζωή του Καραϊσκάκη θα ηδύνατο ευστοχότερον να αναπλασθεί ως δραματική τριλο­γία.

Πρώτος μέρος. Το πρωτοπαλλήκαρον του Κα­τσαντώνη, ο υπηρέτης του Αλήπασα, ο ατίθασος, ο απερίστροφος, ο αθυρόστομος· ο εν υψηλή ηρωι­κή εμπνεύσει καταφρονήσεως υπέρτατης, προ της οποίας η περίφημος λέξις του Καμπρών φαίνεται ως μια άτολμος πεζότης, γυμνώνων τα οπίσθια του προς τους φεύγοντας Τούρκους από της κορυ­φής ενός λόφου. Ο επίμονος και περιφίλαυτος μνηστήρ του αρματωλικίου των Αγράφων ο θέλων με κάθε τρόπον να επιτύχει τον σκοπόν του· ο ασθενών, ο φθισιών, ο ψυχορραγών, ο ως παράλυ­τος επί φορείου περιαγόμενος, ο εχθρός του Κα­ραϊσκάκη, και πολέμιος της πατρίδος, ο επικηρυττόμενος υπό της Κυβερνήσεως και αναθεματιζόμενος υπό των «Ελληνικών Χρονικών». Το άγος του Αγώνος.

Δεύτερον μέρος. Ο αποστάτης ζητεί συγχώ­ρηση από την Κυβέρνησίν του. Δεικνύει απροσδό­κητα σημεία νομιμοφροσύνης. Όχι πλέον η κατάκτησις της επαρχίας των Αγράφων δια λογαριασμόν του· αλλ' η σωτηρία του κινδυνεύοντος Μεσολογγίου, της καρδιάς της Ελλάδος, δια λογαριασμόν της όλης πατρίδος. Ο Καραϊσκάκης, κα­τερχόμενος από τα όρη του Ζυγού και επίπτων κα­τά του Κιουταχή· αρχίζων να αναπτύσσει όλην την στρατηγικήν ευφυίαν του, και με θυσίας και με αυταπάρνησιν αγωνιζόμενος γύρω και έξω της πόλε­ως διά να την θρέψει, δια να την ενισχύσει. Ενώ εν ταυτώ και η προσοχή της πατρίδος αρχίζει όλη να στρέφεται προς το μέγα υποκείμενον του.

Τρίτον μέρος. Πίπτει το Μεσολόγγι, και ο Κα­ραϊσκάκης ανυψώνεται εις κλέον άφθιτον. Προχειρίζεται Γενικός Αρχηγός της Στερεάς. Ο άσπονδος εχθρός του Ανδρέας Ζαΐμης, με γενναιοφροσύνην θεόπνευστον του αγγέλλει εν επισήμω συνεδριά­σει την απόφασιν της Κυβερνήσεως διά λόγων εγκωμιαστικών. Κατασυγκινείται ο Αρχηγός, και προς τον Βουδούρην, όστις του παρατηρεί ότι δεν είχε κάμει έως τώρα όσον έπρεπε το χρέος του προς την πατρίδα, αποκρίνεται:Δεν το αρνούμαι. Όταν θέλω γίνομαι άγγελος και όταν θέλω διάβο­λος. Εις το εξής έχω απόφασιν να γίνω άγγελος”.  Και εις το εξής προχωρεί διαμέσου της κατηρειπωμένης και καταπλημμυρισμένης από τουρκικά στρατεύματα γης, και προχωρεί θριαμβευτής εγείρων πανταχού “Τρόπαια των Ελλήνων κατά βαρ­βάρων”, ως αποκαλεί τας νίκας του. Και τα διαλα­λούν ακόμη το Χαϊδάρι, το Δραγαμέστον, το Δίστομον, το Κερατσίνι, το Τουρκοχώρι, η Αράχωβα, από άκρου εις άκρον η Στερεά. Και το όνομα Κα­ραϊσκάκης παραμένει από τότε εις την γλώσσαν των Τουρκαλβανών και αντηχεί ως σύνθημα ολέ­θρου. Και είναι πειθαρχικότατος ο θριαμβευτής εις την συνέντευξίν του επί της γαλλικής ναυαρχίδος, ενώ ο Κιουταχής ομιλεί διά τον Σουλτάνον τον βασιλιά του, ομιλεί και αυτός διά την βασίλισσάν του, την Διοίκησιν. “Όταν την 25 Οκτωβρίου 1826 εξεστράτευσεν εξ Ελευσίνος, λέγει ο ιστορικός, άπασα η στερεά Ελλάς ήτον υποτεταγμένη εις τους Τούρκους· όταν δε τη 21 Φεβρουαρίου 1827 ανεχώρησεν από το Δίστομον, από του Αμβρακι­κού κόλπου μέχρι των Αθηνών ουδαμού αλλού εφαίνετο οθωμανική σημαία ειμή εντός των παρα­λίων φρουρίων του Μεσολογγίου, της Βονίτσης και της Ναυπάκτου”. Και δι’ αυτό όταν εις τας 23 Απριλίου του 1827 έπιπτεν ο Αρχηγός, λησμονήσας εαυτόν, ως εν υποτροπή της ακράτητου λεβε­ντιάς των επί Κατσαντώνη χρόνων, εις την πεδιάδαν του Φαλήρου το ψήφισμα της Εθνικής Συνε­λεύσεως το εξαγγέλλον το τέλος του, με την μεγαληγορίαν πινδαρικής ωδής, προσεκάλει την Ελλάδα να πενθήσει “τον πολύτιμόν της Καραϊσκάκην”, και τας Ελληνίδας να μαυροφορέσουν, και την Πατρίδα να θρηνήσει διά την απώλειάν του “γνησιοτάτου τέκνου της εξολοθρευτού των τυ­ράννων”».

Ο Καρλάιλ ορίζει τον μέγαν άνδρα ως τον «σωτήρα της εποχής του». Ο Καραϊσκάκης είναι ο μέγας ανήρ του Καρλάιλ».

Σ' ένα άρθρο του, το 1927, ο Παλαμάς εξομο­λογείται πως βλέπει στον ύπνο του τον Καραϊσκά­κη και διατυπώνει εύστοχες παρατηρήσεις για τον ήρωα, τον οποίο τοποθετεί πάνω κι από τον Κολο­κοτρώνη και τον Αντρούτσο. Γράφει:«Στα 1918, στις 22 του Μάρτη, ξημερώνοντας, γιορτή της Ανάληψης είδα στον ύπνο μου το στρα­τηγό Καραϊσκάκη. Είμαστε πολιορκημένοι από το Μεσολόγγι, κατέβηκε από το βουνό που φωτίστηκ' έξαφνα με το κατέβασμα του κατέβαινε να μας γλυτώσει. Ξεχώριζε από τους άλλους της συντρο­φιάς του οπλαρχηγούς και προεστούς, όλος κίνη­ση και φλόγα. Του παρουσιάστηκα, του φίλησα το χέρι, μου είπε κάποιο λόγο που δεν τον καλοάκουσα ή που δεν τον θυμούμαι πια. Πήρα θάρρος, είπα με το νου μου: Πόσο φαίνεται πώς διαφέρει από τους άλλους!. Πήγαινα να πολεμήσω, περίμενα ώρα την ώρα το βόλι του Τούρκου, και γυρίζοντας προς το σύντροφο μου, τον παραστάτη μου στη γραμμή, παλιό μου συμμαθητή, Αρχιμήδης Παπαδόπουλος τ' όνομα του, του είπα: “Φίλησε με γιατ' ίσως είναι η στερνή φορά· θα μας πάρει το βόλι”, και σκύψαμε και φιληθήκαμε.

Τα λόγια αυτά, το ίδιο το πρωί που ακολούθη­σε τη νύχτα του ονείρου μου, τα χάραξα σ' ένα κατεβατό, και τα ξαναβρίσκω σήμερα ξεσκαλίζοντας κάποια μου χαρτιά που αναφέρονται σε σημειώμα­τα μου κάθε λογής για τον Καραϊσκάκη. Τη φαντασία που γίνεται από αυτή και το αίσθημα σε ορισμένους εγκεφαλικούς μηχανισμούς, τη φαντασία μου, τη συγκίνησε από μιας αρχής η εξαιρετική φυσιογνωμία του Γιου της Καλογριάς...
...απάνω απ' όλους ο Γεώργιος Καραϊσκάκης παρουσιάζεται πάντα στη σκέψη μου ως ο κατ' εξοχήν επικολυρικός, πρωταγωνιστής της εθνικής τραγωδίας των εφτά χρόνων, ασύγκριτος, μυστη­ριακός, διπρόσωπος, αινιγματικός, γερή ατίθαση ψυχή, τιθασσευμένη στο τέλος από μόνη την ιδέα της Πατρίδας, πειθαρχικός ο απειθάρχητος, μέσα στο κατεσκαμμένο από τον πυρετό κορμί, λογι­σμός που ανεβοκατεβαίνει συγκρατητά από της προδοσίας τον πειρασμό στην ιδέα της θυσίας, ο αρχηγός και ο πρώτος καπετάνιος, ορθός, αλύγι­στος, όταν όλα τριγύρω του, πρόσωπα και πράγ­ματα, στρατιώτες και πολίτες έπεφταν γονατισμέ­νοι, ο πατέρας. Ο λόγος του Κολοκοτρώνη όταν έμαθε το θάνατο του, πολύ αντιχτύπησεν αμέσως και στην Ελλάδα με την καταστροφή του Φαλή­ρου, απόλεμη, αποκαρωμένη, ο λόγος αυτός, επι­γραμματικός, σκορπίζει όλο το μαύρισμα του πέν­θους μαζί με την ελπίδα που γαλαζοφέρνει άξιος του λαξευτή των λακωνικών αφορισμών που μας απόμειναν παροιμιακοί: “Ο χαμός, αδέρφια, είναι μεγάλος ο Θεός όμως είναι μεγαλύτερος”.
Όταν ξαναβρίσκω μέσα στις σελίδες των απλών χρονογράφων και των στοχαστικότερον ιστορικών τα εικονογραφικά σχεδιάσματα των αν­θρώπων που έδρασαν στην πρώτη γραμμή του Ει­κοσιένα με όλα τα χρόνια του πυρός και του πολέ­μου που το ακολουθούν, πως άνετα ανασαίνω και πώς βρίσκομαι στην ατμόσφαιρα που χρειάζομαι, στον αέρα που με ζει, κάθε φορά που οι σελίδες αυτές είτε με το μαγνήτη του παραδομένου είτε και με στοιχεία μαρτυρικά που αξιόπιστα μας πα­ρουσιάζονται, τη συντηρούν και μας την αφήνουν επική πάντα και θρυλική και ηρωική τη φυσιογνω­μία των Καραϊσκάκηδων και των Κολοκοτρώνηδων στα χαρακτηριστικά του γνωρίσματα, μπορεί και μ' ελαττώματα γιομάτη, μα χωρίς τίποτε να χάση από το αρματωλικό μάγεμα που μας τους παράδωκε να τους χαιρόμαστε από τα μικρά μας χρόνια - στον καιρό μας τουλάχιστον - η ποιητική αλήθεια!
...ο άγγελος και ο δαίμονας μέσα του ήτανε δίδυμο πρόσωπο. Συμπλήρωνε το ένα το άλλο. Ο Φάουστ και ο Μεφιστοφελής. Όταν μιλούμε για τους ήρωες του περασμένου δεν πρέπει να τους κοιτάζουμε βγάζοντας τους έξω από τα πλαίσια του καιρού τους. Ο Μένδελσον Βαρόλδης, από τους ξένους ο καλύτερα πληροφορημένος, με την αντικειμενικότερη ματιά και το τεχνικότερο κον­δύλι ιστορικός, γνήσιο τον χαρακτηρίζει και αληθι­νό Έλληνα, ζωηρό, πνευματώδη, ετοιμόλογο, ύστερ' από το δραματικό του πάλεμα στα βάθη της ψυχής του, πατριδολάτρη ανώτερο από κάθε δοκι­μασία, από κάθε πειρασμό. Κοντός, αδύνατος, ευ­κίνητος, μέσ' από το σκοτεινό μαυριδερό του πρόσωπο ξέφευγαν λαμπερά μάτια γοργότατα κι' εκφραστικότατα, καθαρά, ζωηρά. Ήσυχο το πρόσω­πο του όταν έστεκε, σκόρπιζε μια πονεμένη περιπάθεια, που τον ακολουθούσε μια κίνηση σπα­σμωδική. Κ' έλεγες πως μια ανυπομονησία και μια ακάματη προσπάθεια του τρώγει όλη του την ύπαρξη. Σαρκαστικός, αχαλίνωτος στα λόγια του, υβριστικότατος όταν ήθελε να καταφρονήσει, κα­θώς όταν σε κάποια συμπλοκή με τους Τούρκους, ανέβηκε στο λόφο, γυμνώθηκε και έδειξε τα οπίσθια του... Σαρκαστικός και αχαλίνωτος στα λόγια του - προσθέτει ο ιστορικός - μέγιστος και σπου­δαίος στα έργα του. Ήρωας ποιητικός. Το όνειρο με το οποίον άρχισα το σημείωμα τούτο δεν είναι παρά αποτέλεσμα του έμμονου στοχασμού μου να συνθέσω το “Τραγούδι του Καραϊσκάκη”, έναν ύμνο επικό που να συνεχίζει και να συμπληρώνει το “Τραγούδι της Φλογέρας”, το καύχημα της ασήμαντης πνευματικής μου σταδιοδρομίας. Αλλά οι ωραίες, γαλήνιες, έντονες, αποφασιστικές από με­λέτη και από εύρεση στιγμές που έφεραν στο φως την “Φλογέρα”, δύσκολα ξαναβρίσκονται. Ας γίνει ότι θέ­λει ο Θεός».

Ο Καραϊσκάκης, ως πηγή έμπνευσης, συντρόφευε τον Παλαμά από τα νιάτα ως τα βαθιά γεράματα του. Κι ο καη­μός που δεν πρόλαβε να τον τραγουδήσει όπως του άξιζε, έσβησε μαζί του. Όμως έδω­σε κάποιες φωτεινές ποιητι­κές και πεζογραφικές κορυφώσεις για τον «ασύγκριτο Καραϊσκάκη», όπως χαρα­κτηρίζει τον μεγαλομάρτυρα της λευτεριάς, που κλείνει με το θάνατο του το ιερό βιβλίο του 21, καθώς λέει κι ο ποιη­τής, στο ποίημα του «Στ' άρ­ματα» που περιλαμβάνεται στους «Βωμούς».

Κ' εσύ, ιερό με τ' αργυροδεσίδια
και με τα κρεμεζιά ψηφιά. Βιβλίο!
το πρώτο σου το φύλλο είν' η κρεμάλα
του Πατριάρχη,
και το στερνό σου φύλλο είναι το βόλι
που τρώει το Γιο τον ήρωα της Καλόγριας,
και τ' όνομα χρυσό στο ξώφυλλό του
ΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ."

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Φεβρ-Μάρτιος 2003
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου





5 σχόλια:

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Καταπληκτική μελέτη!
Ο Δημήτρης Σταμέλος ήταν ένας αξιοθαύμαστος ιστορικός ερευνητής που το πλούσιο έργο του αποτελεί σημαντική παρακαταθήκη. Συγχαρητήρια για την επιλογή σου.

Όσο για τον Καραϊσκάκη, θα αγναντεύει από ψηλά, από τις συννεφιασμένες βουνοκορφές των αγαπημένων του Αγράφων, τα σημερινά χαϊρια μας.

Το τι θα μολογάει, το αφήνω να το μαντέψεις φίλε Τάκη....

Τακης είπε...

Εκείνο που με συγκλονίζει, αγαπητέ Ευρυτάνα Ιχνηλάτη, από αυτό το άρθρο είναι ο ευστοχότατος και υπέρτατος χαρακτηρισμός του Καραϊσκάκη ως «Αχιλλέας της Ρωμιοσύνης» και το «αρχαγγελικό» και ταυτόχρονα «εωσφορικό» που κουβαλούσε μέσα του ο αρχιστράτηγος. Ο Αχιλλέας και ο Καραϊσκάκης είναι τα παντοτινά ινδάλματά μου!

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Εγώ, φίλε Τάκη, υπέρ πάντων τοποθετώ τον Κατσαντώνη.
Κατόπιν, όλοι οι υπόλοιποι...
Να είσαι καλά.

Τακης είπε...

Σεβαστό και λογικό!

Ανώνυμος είπε...

ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΣΥΝΕΛΛΗΝΕΣ ΟΛΟΙ ΤΟΥΣ ΗΤΑΝ ΥΠΕΡΟΧΟΙ.ΚΑΠΕΤΑΝ ΖΑΧΑΡΙΑΣ,ΚΑΤΣΑΝΤΩΝΗΣ,ΟΔΥΣΣΕΑΣ,ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΟΣ ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΡΑΙΣΚΑΚΗΣ .ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥΣ Η ΜΝΗΜΗ.