ΒΡΑΒΕΥΣΗ ΜΕ Γ΄ ΒΡΑΒΕΙΟ ΤΟΥ
ΛΑΜΙΩΤΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Δ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΟΝ
ΣΤ΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΙΗΤΙΚΟ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΦΙΚΤΥΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
ΘΥΜΗΣΟΥ
Θυμήσου
τη βραδιά που γνωριστήκαμε κι όμως χαθήκαμε
στις
ξενιτιάς την «αγορά», εικοσάχρονα, τότε, παιδιά
διασταυρώθηκαν
οι «φλογερές» ματιές μας εκείνο το βράδυ
στο
σταθμό, στη «Napoli», βυθισμένες οι καρδιές μας στο σκοτάδι.
Θυμήσου
τις παράξενες μορφές μας φωτισμένες
απ’
τα φώτα του σταθμού κι οι καρδιές μας να
χτυπούν
απ’ την αγωνία του πού βρισκόμαστε, πού πάμε,
γιατί πάμε,
μας
καρτερούσε η ζωή και μια πορεία νέα, δε λυγάμε.
Θυμήσου
τις μορφές μας ανάμεσα στο άγνωστο πλήθος
τα
τρένα σφυρίζουν, οι μηχανές «αγκομαχούν» στο ξεκίνημα τους,
κι
εμείς στα πρώτα βήματα μας, σε πρωτοχάρακτες πορείες
βρεθήκαμε
«γυμνοί» στις πολιτικές, πολιτιστικές ιταλικές αξίες.
Θυμήσου
πόσο παράξενα μας φάνηκαν τα καινούργια «στέκια»
στο
«πολυκαταπονεμένο» κορμί της πόλης που άνθισε η «καμόρα»
στα
στενά σοκάκια, τα «σημαιοστολισμένα»
«καντούνια»
με
τις απλωμένες στα σχοινιά μπουγάδες, τις
φωνές και τα τραγούδια.
Θυμήσου
στο «τράμ» τα χτυπήματα της καρδιάς και το καμπανάκι να χτυπά ρυθμικά
ντάγκα ντάγκα, πιασμένοι απ’ τη μπάρα κι έξω λαθραία πουλούσανε τσιγάρα,
το
μποτιλιάρισμα, το «τράφικο ιταλιστί», τις Ναπολιτάνικες χειρονομίες και βρισιές
τα
βρίσκαμε όλα ωραία, γραφικά, πόσο ευτυχισμένες οι παιδικές μας οι καρδιές!
Θυμήσου
εκείνο το βράδυ στο «μπαρ» μ’ ένα καφέ και μια «coca
cola» με πάγο
πίναμε
τη ζωή μας άσπρο πάτο, ευτυχισμένοι στ’ ανοιχτό
παράθυρο του έρωτα
κι
ύστερα η περιπέτειά μας δεν άνθισε, κάηκε στης σιωπής τη «χειμωνιά»,
δεν
τολμήσαμε, διστάσαμε στο τελικό μας
βήμα, νιώσαμε και δυο τη μοναξιά.
RICORDA
Ricorda la sera in cui ci siamo conosciuti e poi ci
siamo persi
nel “mercato” del estero, allora ventenni ragazzi.
Ci sono incontratti i nostri ochi luminosi quella sera
alla stazione di Napoli, i nostril cuori tuffati nell
buio.
Ricorda i nostri
strani aspetti illuminati
delle luci della stazione e nostri cuori polpitenti
per l’ ansia che dove ci siamo, dove andiamo, perche
andiamo
ci attendeva la vita e il nuovo percorso non ci piega.
Ricorda i
nostri volti tra la folla sconosciuta
il fischio dei treni, le lomocomotive che ansarcono
alla partenza
e noi a nostri primi passi, i nuovi rotte
ci siamo trovati spogli davanti ai valori italiani.
Ricorda quanto ci sembravano strani in nuovi “rifugi”
sul corpo torturato della cita dove fiora “la camora”
nelle stretti vicoletti, nelle stradine addobbere
con i bucati stesi sui fila, le voci e le canzoni.
Ricorda sull “tram” il battito dei nostri cuori e il
campanello suonare ritmicamente
trin trin tenendosi alla sbarra mentre fuori ventono
sigarette di contrabando.
Il trafico italiano , i gesti e gli insolti Napoletani
trovavamo tutto bello caratteristico tanto felici
erano i nostri giovani cuori.
Ricorda quella sera all “Bar” con un caffe e una
coca-cola col giaccio
“bevevamo” la nostra vita, tutto d’ un colio felici
sulla finestra aperta del amore.
ma dopo la
nostra aventura non fiori, si
brucia nell gelo del silenzio
non osammo, tentennammo all ultimo passo sentimmo
tutti due la solitudine.
Athanasio Christodulu
Lamia 14-5-2000
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης
Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου