Ο σώγαμπρος
Λαογραφικά
σημειώματα του Χρήστου Τούμπουρου
Ως σώγαμπρος ορίζεται ο σύζυγος
της κόρης που ζει με τα πεθερικά. Ο όρος συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά.
Αφορά δηλαδή κάποιον που θεωρείται πως εξαρτάται οικονομικά από τα πεθερικά του
και πως δεν είναι ικανός να φτιάξει δικό του νοικοκυριό. «Τι, άμα ήταν άξιος θα
μπαστακώνονταν μέσα στο σπίτ’;» Συνηθισμένος χαρακτηρισμός από την πεθερά που
ανατρέπει όσα είπε ο θυμόσοφος λαός. «Για το γαμπρό γεννάει και ο κόκορας της
πεθεράς αυγό.» Είπαμε για το γαμπρό και όχι για τον σώγαμπρο.
Ο σώγαμπρος «ήταν για κλωτσιές» ή κι αν μπορούσε για βούρδουλα. «Κάλλιο στο παλούκ’ παρά σώγαμπρος». Ήταν βαριά η κουβέντα να πουν για κάποιον. «Αυτός, έκατσε μέσα, έγινε σώγαμπρος, τον παλούκωσαν αυτόν.» Όλοι με συμπονετικά λόγια μιλούσαν… «Αχ, τι κακοκάρδισμα θα έκανε η Βασίλου, η μάνα τ’ άμα τά έβλεπε αυτά… Ευτυχώς που έφ’γε και δεν τα βλέπ’ από εκεί πού ‘ναι, απ’ τα θυμαράκια.»
Ο λαός είπε πως «άμα έχεις γαμπρό στο σπίτι έχεις γαϊδούρι στην αυλή». Αυτός ήταν ο σώγαμπρος. «Αλεπού γδαρμέν’!»
Ο σώγαμπρος «ήταν για κλωτσιές» ή κι αν μπορούσε για βούρδουλα. «Κάλλιο στο παλούκ’ παρά σώγαμπρος». Ήταν βαριά η κουβέντα να πουν για κάποιον. «Αυτός, έκατσε μέσα, έγινε σώγαμπρος, τον παλούκωσαν αυτόν.» Όλοι με συμπονετικά λόγια μιλούσαν… «Αχ, τι κακοκάρδισμα θα έκανε η Βασίλου, η μάνα τ’ άμα τά έβλεπε αυτά… Ευτυχώς που έφ’γε και δεν τα βλέπ’ από εκεί πού ‘ναι, απ’ τα θυμαράκια.»
Ο λαός είπε πως «άμα έχεις γαμπρό στο σπίτι έχεις γαϊδούρι στην αυλή». Αυτός ήταν ο σώγαμπρος. «Αλεπού γδαρμέν’!»
Όσο και να φαίνεται σήμερα παράξενο και παράταιρο μέχρι τη
δεκαετία 1970-1980 τα πράγματα κάπως έτσι ήταν για τον σώγαμπρο. Σήμερα δεν
υπάρχουν σώγαμπροι ούτε κακές πεθερές. Δεν υπάρχει εκτεταμένη οικογένεια.
Πυρηνική λοιπόν η οικογένεια και «ο καθένας στο χαγιάτι του.» Τώρα, αν αυτό
είναι καλύτερο δεν χρειάζεται να το ρωτήσει κάποιος. Ασφαλώς και είναι. Αλλά να
πούμε και τούτο. Άμα η πεθερά «έχει το διάολο μέσα της» δεν τους σώζει τίποτε.
Είτε σώγαμπρος να είναι είτε ξεσώγαμπρος. Φωτιά στα μπατζάκια του.
Τότε δεν λειτουργούσαν έτσι. Ως σώγαμπρος, παλιά παλιά, πήγαινε ένας από πολυμελή οικογένεια σε νοικοκυριό «άσερκο» και ζευγαρώνονταν έτσι η -κυρίως- μοναχοκόρη, προς μεγάλη ευχαρίστηση των γονιών της. Το σπιτάκι το είχαν, τα χωραφάκια τα είχαν, γάιδαρο στην αυλή απόκτησαν, μια χαρά θα βολευτούν άπαντες. Έτσι από φτωχόπαιδο γινόταν νοικοκύρης, καθόσον «την τάβλα τη βρήκε στρωμένη», όπως νόμιζε και όπως μερικές φορές ήταν. Γιατί άμα η πεθερά ήταν στραβόξυλο και άρχιζε να «του μαζεύει τα στ’μόνια», άστα να πάνε. Ξετομαρισμένη αλεπού.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι σώγαμπροι μοσχοπερνούσαν. Αυτό δείχνει και η παρακάτω ιστορία. Ένας γαμπρός-σώγαμπρος είχε πάει στην πόλη. Θα ερχόταν αργά, πολύ αργά το βράδ’. Το ήξερε η πανούργα η πεθερά και κατά τα μεσάνυχτα σήκωσε την κόρη της, γιατί «αυτής πονούσε η μέση» να πάει στην καλύβα να ξεγεννήσει κάτι ζωντανά. Περίμενε η πεθερά ώσπου ήρθε ο γαμπρός, ο οποίος αμίλητος -πάντα έτσι είναι ο σώγαμπρος- πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι για να γκλιορέψει. Εκεί «κοιμόταν» η πεθερά. Η ναζιάρα και καπάτσα πεθερά που τον κουτούπωσε και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα. Ντροπής, ξεντροπής πράγματα αδιευκρίνιστο έμεινε ποιος/α κουτούπωσε τον άλλον/η. Δεν έφτανε αυτό, η πεθερά ήθελε και επανάληψη.(«Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα έφαγε και τα σ’κόφ’λλα») Η επανάληψη διήρκησε αρκετά και η κόρη όταν επέστρεψε από την καλύβα «τους βρήκε με τα ποδάρια ανάσκελα.» Φωνές, κακό, μια στη μάνα, μια στον άντρα. «Καλά, μωρ’ μάνα, δεν είχες μιλιά να μιλήσεις;» Και η επική απάντηση της μάνας. «Τι, λες παιδάκι μ’. Στον σώγαμπρο θα μιλούσα; Σ’ αυτόν μόνο εντολές δίνουμε…» Αυτά άκουσε και ξεθάρρεψε ο σώγαμπρος και όταν ήρθε η σειρά του απάντησε: «Κι εσύ γαμπρέ που τα θωρείς τα κάλλη της κυράς σου/αν θες να δεις το μέλλον σου κοίτα την πεθερά σου».
Τότε δεν λειτουργούσαν έτσι. Ως σώγαμπρος, παλιά παλιά, πήγαινε ένας από πολυμελή οικογένεια σε νοικοκυριό «άσερκο» και ζευγαρώνονταν έτσι η -κυρίως- μοναχοκόρη, προς μεγάλη ευχαρίστηση των γονιών της. Το σπιτάκι το είχαν, τα χωραφάκια τα είχαν, γάιδαρο στην αυλή απόκτησαν, μια χαρά θα βολευτούν άπαντες. Έτσι από φτωχόπαιδο γινόταν νοικοκύρης, καθόσον «την τάβλα τη βρήκε στρωμένη», όπως νόμιζε και όπως μερικές φορές ήταν. Γιατί άμα η πεθερά ήταν στραβόξυλο και άρχιζε να «του μαζεύει τα στ’μόνια», άστα να πάνε. Ξετομαρισμένη αλεπού.
Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που οι σώγαμπροι μοσχοπερνούσαν. Αυτό δείχνει και η παρακάτω ιστορία. Ένας γαμπρός-σώγαμπρος είχε πάει στην πόλη. Θα ερχόταν αργά, πολύ αργά το βράδ’. Το ήξερε η πανούργα η πεθερά και κατά τα μεσάνυχτα σήκωσε την κόρη της, γιατί «αυτής πονούσε η μέση» να πάει στην καλύβα να ξεγεννήσει κάτι ζωντανά. Περίμενε η πεθερά ώσπου ήρθε ο γαμπρός, ο οποίος αμίλητος -πάντα έτσι είναι ο σώγαμπρος- πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι για να γκλιορέψει. Εκεί «κοιμόταν» η πεθερά. Η ναζιάρα και καπάτσα πεθερά που τον κουτούπωσε και δεν τον άφησε να πάρει ανάσα. Ντροπής, ξεντροπής πράγματα αδιευκρίνιστο έμεινε ποιος/α κουτούπωσε τον άλλον/η. Δεν έφτανε αυτό, η πεθερά ήθελε και επανάληψη.(«Γλυκάθηκε η γριά στα σύκα έφαγε και τα σ’κόφ’λλα») Η επανάληψη διήρκησε αρκετά και η κόρη όταν επέστρεψε από την καλύβα «τους βρήκε με τα ποδάρια ανάσκελα.» Φωνές, κακό, μια στη μάνα, μια στον άντρα. «Καλά, μωρ’ μάνα, δεν είχες μιλιά να μιλήσεις;» Και η επική απάντηση της μάνας. «Τι, λες παιδάκι μ’. Στον σώγαμπρο θα μιλούσα; Σ’ αυτόν μόνο εντολές δίνουμε…» Αυτά άκουσε και ξεθάρρεψε ο σώγαμπρος και όταν ήρθε η σειρά του απάντησε: «Κι εσύ γαμπρέ που τα θωρείς τα κάλλη της κυράς σου/αν θες να δεις το μέλλον σου κοίτα την πεθερά σου».
Χρήστος Τούμπουρος |
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου