ΤΑ ΞΕΝΑ ΚΑΙ Τ’ ΑΛΑΡΓΙΝΑ
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
«Ανάθεμά σε ξενιτιά,
με
τα φαρμάκια πού ’χεις …»
Η νύχτα τυλίγει μ’ ένα μαύρο
πυκνό σκοτάδι τα σπίτια με τις μυτερές σκεπές. Πώς να κλείσεις όμως μάτι, που
έρχονται οι αναμνήσεις ακάλεστες και σε πνίγουν σα θηλιά;
Ήταν χινόπωρο, όταν η ανάγκη με οδήγησε να
πάρω τη μεγάλη στράτα της ξενιτιάς, αφήνοντας πίσω μια μάνα κι ένα ορεινό
χωριό. Πλανέφτρα είναι η ξενιτιά, σα κόρη όμορφη με τα στολίδια της, που σου
γνέφει κι ύστερα χάνεται μακριά. Σου τάζει λίρες και φλουριά, σε ξεγελάει με τα
πλούτη της.
Θυμήθηκα κι απόψε την κληματαριά μας, που
σκαρφάλωνε στο μπαλκονάκι μαζί με τ’ αγιόκλημα, το παραθύρι που έβλεπε στο
σοκάκι της γειτονοπούλας.
Όλα περνάνε απόψε απ’ το μυαλό μου. Οι
γυναίκες που κουβαλάνε ζαλωμένες τα ξύλα στον ανήφορο, οι γιαγιάδες που βρέχουν
την κόρα στο νερό. Ένας λαός βασανισμένος και στερημένος. Τη γίδα μας την
κανούτα, που έκανε κάθε χρόνο δυο κατσικάκια. Τ’ αλέτρι παρατημένο στην άκρη
της αυλής. Το φούρνο που έψηνε η γιαγιά μπλανό και ζυμαρόπιτα. Το χαγιάτι με
τις αραδιασμένες μυρουδιές της ρίγανης και του φασκόμηλου.
Τώρα η μάνα μου, θ’ ανάβει τη λάμπα στον
τοίχο και το καντήλι στο κόνισμα της παναγιάς. Θα σταυροκοπιέται και θα
ψιθυρίζει προσευχές. Πόσα κρύβει η καρδιά της μάνας κάτω απ’ τα μαύρα ρούχα και
τη μαυρομαντίλα.
Και μού ’λεγε η μάνα μου … «Μη φεύγεις
πιδάκι μ’ … Καλύτερα στο τόπο σου γυμνός, παρά στα ξένα στολισμένος».
Το δάκρυ ποτίζει το προσκέφαλο κι ο ύπνος
ξεχάστηκε στα μονοπάτια του χωριού, στις ρεματιές με τα τσάπουρνα, στις βρύσες
με τα κρύα τα νερά, στα κοπάδια που ροβολάνε στις πλαγιές. Τώρα είμαι δω κι ο
νους μου είναι κει. Έρχεται το πανηγύρι μας, λαλούν τα βιολιά και κλαρίνα,
βγαίνουν σεργιάνι οι κοπελιές κι εγώ δεν είμαι κει.
Έρχεται Λαμπρή και Μεγαλοβδόμαδα κι εγώ
δεν είμαι κει, να κρατήσω τη λαμπάδα, να φιληθώ με τους φίλους μου για το
Χριστός Ανέστη. Να έμπαινα κρυφά ανάμεσά τους, την ώρα που κατηφορίζουν στο
χωριό, μ’ αναμμένες λαμπάδες και χαρούμενες φωνές. Μου λείπει το κυπαρίσσι της
εκκλησιάς κι ο ήχος της καμπάνας.
Να με θυμούνται άραγε … ή μάτια που δε
βλέπονται γρήγορα λησμονούνται.
Στο ’γραψα στο γράμμα που δεν έστειλα
ποτέ!
Δεν έκανα ’γώ για την ξενιτιά …
’’Γω στα ξένα θ’ αρρωστήσω και ποια μάνα
θα ζητήσω...’’
«Όσο έχει ο ξένος την υγειά, όλοι τον
αγαπούνε
μα ήρθε καιρός κι αρρώστησε, βαριά για να
πεθάνει
Να ’χα νερό απ’ τον τόπο μου, μήλο απ’ την
μηλιά μου
να ’χα και μοσχοστάφυλο, απ’ τη κληματαριά
μου…»
Τόσοι νέοι, τόσα παλικάρια έφυγαν με
τρένα, με βαπόρια για τόπια αλαργινά, κυνηγώντας ένα όνειρο ευτυχίας που σπάνια
δικαιώνεται. Το ξέρω με το μεροκάματο στη φάμπρικα, πλούτη δε γένονται!
«Λιθάρια κουρδουκλάμε στ’ν ανηφόρα», που
’λεγε κι η γιαγιά μου.
Ένας δρόμος ήταν κι η ξενιτιά. Μπορεί και
να ’πρεπε να γίνει αυτό το ταξίδι, για να καταλάβουμε πόσο άξιζαν αυτά που
είχαμε δίπλα μας και δεν τα τιμούσαμε! Δουλειά είναι να κάνεις αυτό π’ αγαπάς.
Ας χάιδευα τα κλήματα στ’ αμπέλι μας, ας φύλαγα τα πρόβατα στα πράσινα λιβάδια!
«Τα ξένα θέλουν φρόνιμα,
θέλουν ταπεινωμένα
Θέλουν και μια πλατιά καρδιά, να πίνει τα
φαρμάκια … »
Χτες έκανα να γράψω ένα γράμμα. Γέμισα με
δάκρυα το χαρτί κι αράδα δεν απόσωσα …
«Ν’ αναστενάξω, καημένη μάνα μ’, δε μ’
ακούς, να κλάψω δε με βλέπεις … »
Πώς να ’ταν, πώς να γένονταν να σέλωνα εν’
άλογο και να κινούσα. Να πέρναγα κάμπους και βουνά και να ’φτανα στο σπίτι μου.
Να κάτσω δίπλα στη μάνα μου και φτωχικά να φάμε στο σοφρά μας, μπροστά στο
τζάκι.
Ζούγρος Γιώργος
Δάσκαλος-Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου