Γέφυρα
Καρβασαρά - Κρέντη
στο Ευρωπαικό
Μονοπάτι Ε4
Του Στέφανου Σταμέλλου*
Συνεχίζοντας την
περιγραφή του οδοιπορικού στο Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4 από τα Άγραφα ως το
Καρπενήσι, όπως υποσχέθηκα, πάμε μαζί αυτή τη φορά στην κοιλάδα του Αγραφιώτη
από τη Γέφυρα του Καρβασαρά ως την Κρέντη.
Προχωρώντας - είμαστε στο
12ο χιλιόμετρο από τα Άγραφα και κοντεύει να μεσημεριάσει - μου
φαινόταν ότι είχα μπει σε έναν κόσμο, όπου η επικοινωνία γίνεται με τις φωνές
των πουλιών και το μουρμουρητό του νερού∙ και ότι τα ανθρώπινα λόγια δεν έχουν
καμιά αξία. Όταν είσαι μόνος δεν υπάρχουν άλλωστε ανάγκες για λόγια, μόνο για
σκέψεις. Το πολύ να μιλάς στον εαυτό σου, κι αυτό «να το παίρνει το ποτάμι»
κυριολεκτικά. Η «ζάλη» της ελευθερίας του μοναχικού οδοιπόρου είναι αχόρταγη.
Ένιωθα σαν αρχαίος προσκυνητής στο δρόμο για τους Δελφούς, ένας πραγματικός οδοιπόρος
επισκέπτης της Πυθίας. Μια ωραία ανοησία επιμένει να μετατραπεί σιγά σιγά σε
μια πραγματικότητα. Οδοιπορώ για την Πυθία, από τα Άγραφα στο Καρπενήσι και
στους Δελφούς, στο Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε4!
Εδώ το ποτάμι διασχίζει
τη στενή κοιλάδα με τις ελάχιστες σήμερα καλλιεργήσιμες εκτάσεις, τις παλιές
λογγιές και την ατίθαση βλάστηση, κυρίως πλατάνια, και ψηλότερα τα απότομα
βράχια και τα σκιερά φαράγγια που κατεβαίνουν. Μέχρι το 1967, πριν τη
δημιουργία της λίμνης των Κρεμαστών, ο Αγραφιώτης ήταν κατά δύο χιλιόμετρα
μεγαλύτερος και ενώνονταν με τους ποταμούς Αχελώο και Μέγδοβα. Τώρα χύνεται στη
Λίμνη απ’ ευθείας.
Προχωρώντας περνώ τη
διασταύρωση για το Μοναστηράκι και αμέσως μετά είναι ο συνοικισμός «Κοτσίστα»
και το Χάνι του Διαβάτη, το καφενείο του Γαντζούδη, από την κάτω πλευρά του
δρόμου. Κάποτε το χάνι φιλοξενούσε πεζοπόρους και καβαλάρηδες, ζώα φορτωμένα με
τις πραμάτειες και τα εμπορεύματα από το Αγρίνιο ή από το Καρπενήσι, από και
προς τα χωριά ανάλογα. Κάπου από δω θα περνούσαν και οι δικοί μας, όταν ήθελαν
να πάνε στο Αγρίνιο, κυρίως για αλάτι. «Στ’ Καρβασαρά» όπως έλεγε ο πατέρας
μου. Έτσι κι ο πατέρας του παππού μου, ο ΣταμελοΓιαννακός, πέθανε μετά από ένα
τέτοιο ταξίδι, το 1918. Επιστρέφοντας από το Αγρίνιο, σε μια λογγά έφαγε πολλά
σύκα και όπως είχε πρόβλημα με το στομάχι, δεν άντεξε. Η κούραση, η πείνα της
διαδρομής και η απληστία στα φρούτα της εποχής, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της
υγείας του τον «ταξίδεψαν»… Ο παππούς μου τότε ήταν στην Αμερική, οικονομικός
πρόσφυγας.
Σήμερα αντί για τα άλογα
έχουμε τα ΙΧ και τα αγροτικά∙ και τις πραμάτειες τις κουβαλούν τα φορτηγά και
οι κλούβες… Όμως οι άνθρωποι παραμένουν ίδιοι. «Ξεκαβαλικεύουν» από το
αυτοκίνητο, πίνουν τον καφέ τους ή το τσίπουρο, αστειεύονται, λένε τα νέα ή
διασταυρώνουν τα πολιτικά τους ξίφη για να συνεχίσουν στον προορισμό τους.
Κάποιοι μπαίνουν στο ιντερνετ με το free wifi και στέλνουν μηνύματα και
φωτογραφίες στο messenger. Πού
και πού εμφανίζεται και κανένας «ανόητος οδοιπόρος» πεζοπόρος, ξένος ή έλληνας,
κυρίως ξένοι, για το Ε4, καλή ώρα.
Πίνω το διπλό ελληνικό
καφέ σχέτο, λέμε μερικά αστεία με τους λίγους ντόπιους που χαζεύουν απέξω -
άνθρωποι για την περίσταση, τακτικοί θαμώνες ή κάπως έτσι, σχεδόν πλήρεις,
αυτάρκεις - και συνεχίζω. Μακάρι να είχα χρόνο να μείνω περισσότερο. Λίγο μετά,
στον οικισμό «Κωνσταντίνα», με φώναξε ο παππούς με το τσιγγελωτό μουστάκι, στα
Θεοδωρογιαννέικα, πάνω από το δρόμο: «Έλα να πιείς ένα καφέ». Άντε να πιω ξανά
καφέ. Έχω πει, δεν θα αρνηθώ καμιά πρόσκληση αυτή τη φορά. Κάναμε μια ευχάριστη
συζήτηση για πολλά και κυρίως για την καθημερινότητα, τα ζώα και τα προβλήματα
της εξοχής. Ο Κώστας έχει αρκετά γίδια, τα παρακολουθούσε με τα κιάλια στο
βουνό, ψηλά στον Καλόγερο, σαν το στρατηγό στη διάρκεια της μάχης. Απλοποιήθηκε
και η κτηνοτροφία. Κράτησε και το παιδί, τον Λάμπρο, και τον έχει οδηγό στο
αγροτικό όταν πάει να τα μαζέψει. Το πρόβλημα είναι ο λύκος. Τα γίδια δεν
εποπτεύονται εύκολα και ούτε μπορείς να έχεις σκυλιά κοντά. Λειτουργεί και το
καφενείο, τώρα που θα αρχίσουν και οι εργασίες για το δρόμο μέχρι τα Άγραφα και
τη Σάικα θα αυξηθούν και οι επισκέπτες.
Συνεχίζεται η
διαδρομή δίπλα στο ποτάμι, που κατεβαίνει ήρεμο με ελαφρύ μουρμουρητό
πότε στενεύοντας και πότε πλαταίνοντας την κοίτη. Τα αιωνόβια πλατάνια στις
όχθες δημιουργούν ευχάριστες φιλόξενες σκιερές εστίες. Στέκομαι και χαζεύω τον
απότομο βράχο απέναντι, που εντυπωσιάζει μεγαλόπρεπα ως τη ρίζα του. Η φαντασία
καλλιεργεί το «πανηγύρι» των ναϊάδων, των νυμφών του Αγραφιώτη, και η ψυχή
ρουφάει βαθειά τις εικόνες σε ένα κάλεσμα ερωτικό. Να περάσω το νερό ή να μην
το περάσω… Τα αιώνια διλήμματα στα καλέσματα της ζωής.Αντιστέκομαι
κι εγώ στο κάλεσμα της νεράιδας και «ουρλιάζοντας» τραγουδιστά με πάθος,
συνεχίζω περνώντας τη γέφυρα της Βαρβαριάδας. Μακρύς είναι ο δρόμος και γεμάτος
φωτογραφικές εκπλήξεις. Στη γέφυρα άρχισαν να μαζεύονται
καμιά δεκαριά ξένοι μηχανόβιοι, με πλήρη εξάρτηση. Στοιχείο του εναλλακτικού
τουρισμού στα Άγραφα.
Μετά τη γέφυρα φεύγει αριστερά ο δρόμος για τον Μάραθο
και δεξιά είναι το Χάνι του μακαρίτη Λάμπρου Κοντογούνη. Η εγκατάλειψη είναι
φανερή σε συνδυασμό με το εγκαταλειμμένο επίσης παλιό λεωφορείο, που έγινε
μικρή αποθήκη ξύλων. Πριν δεκαπέντε χρόνια, το 2003, πηγαίνοντας για τα Άγραφα
σταματήσαμε στο Χάνι του μπαρμπα - Λάμπρου για λουκούμι και τσίπουρο. Μας
έφερνε τα λουκούμια ένα ένα με τα χέρια και τα ποτήρια να τα γεμίζει σαν στο
χορό… Ιεροτελεστία φιλοξενίας. Μια κλασική μορφή, όπως όλοι τον αναφέρουν, που για δεκαετίες είχε το
καφενείο του ανοιχτό στους περαστικούς, έτοιμος και καλόκαρδος να φιλέψει και
να περιποιηθεί τον ταξιδιώτη. Έφυγε στα 82 του το 2011 όπως γράφει και το μνήμα
του στο νεκροταφείο της Βαρβαριάδας
Στη Βαρβαριάδα, που
είναι στα 400μ υψόμετρο, πριν την ερήμωση της Ευρυτανίας και την
μετανάστευση ζούσαν οι οικογένειες των Κοντογουναίων και των Χονταίων - είχαν
ανοίξει και αυτοί ένα μικρό χάνι - η οικογένεια Κατσιφού που ζούσε
απέναντι από το ποτάμι, σε ένα χιλιόμετρο απόσταση η οικογένεια Σβερώνη και
στην Σελίστα οι Μπουμπουραίοι. Οι πέντε οικογένειες είχαν πάνω από 50 άτομα με
σημείο αναφοράς και ως κέντρο, το Χάνι.
Παλιά πέτρινα σπίτια,
που ήδη προκαλούν τη συγκίνηση, και που μάλλον αργότερα, όταν πια απομείνουν
ελάχιστα σκορπισμένα εδώ και εκεί στην Ευρυτανία, θα είναι φυσικά ερείπια -
μουσεία. Τα περισσότερα καταστράφηκαν με το σεισμό του 1966. Σε ένα τέτοιο
γεννήθηκα. Ένα πέτρινο ανώγειο με δύο μεγάλα δροσερά δωμάτια, με τη
σάλα/διάδρομο, με το ξύλινο μπαλκόνι και τη σκεπή από πελεκητή πλάκα του
ευρυτανικού βράχου, με το κατώι για τα ζώα, με εξωτερική σκάλα και που μύριζε
εξοχή, σοδέματα, φρούτα που ωριμάζουν και φαί που σιγοβράζει στον τέντζερη στη
σιδεροστιά στο τζάκι. Σήμερα μας περιμένει φιλόξενο, στο πουθενά, ανάμεσα στα
δέντρα, την ακαλλιέργητη γη και τον ουρανό αγναντεύοντας το
Βελούχι. Κάποτε αυτά τα σπίτια ήταν αρχοντικά.
Σε μικρή απόσταση από το
Χάνι, κάτω από το δρόμο, σε μια πανέμορφη καλά περιποιημένη παραποτάμια
τοποθεσία, είναι το νεκροταφείο με τους λίγους οικογενειακούς τάφους των πέντε
οικογενειών, και την εκκλησία. Ο αέρας μυρίζει καρπούς και χώμα. Τα μούρα και
τα κεράσια είναι τα φρούτα της εποχής για την περιοχή. Κεράσια και μούρα να
φάνε και οι διαβάτες. Δεν αρνήθηκα τη νοστιμιά τους.
Περνώ τα Σβερωνέικα και το μάτι φεύγει διαρκώς στα
όμορφα κόκκινα λουλούδια της πικροδάφνης με φόντο την ανοιχτή κοίτη του
Αγραφιώτη και το παραποτάμιο πλατανόδασος. Θυμάμαι όταν ήμουνα παιδί, περνούσα μέσα από τα
πλατάνια και τα χτύπαγα για να φύγει το χνούδι, το χνούδι που για τον πατέρα
ήταν η αλλεργία του και ο ανοιξιάτικος βήχας. Η Κρέντη είναι στα 8 χιλιόμετρα
περίπου και σιγά σιγά η άσφαλτος ανηφορίζει αφήνοντας τον Αγραφιώτη περνώντας
δίπλα από το Κλεφτολήμερο. Ασφάλτινη οδοιπορία και καινούργιες εικόνες, από
ψηλά. Το απόγευμα έχει προχωρήσει και τα μαύρα σύννεφα φέρνουν τους κεραυνούς.
Ευτυχώς οι κεραυνοί πέφτουν νότια προς τη Λίμνη. Σε μένα έφτασαν μόνο λίγες
χοντρές σταγόνες, ίσα για τον φόβο.
Σε όλη τη διαδρομή μετά τη γέφυρα της Βαρβαριάδας, στα
τσιμεντένια τοιχία του δρόμου έχει τοποθετηθεί το γνωστό μεταλλικό δίκτυ για τη
συγκράτηση των βράχων και για να μην πέφτουν οι πέτρες επικίνδυνα στο
οδόστρωμα. Το φόρτωμα που έχει δεχθεί στο μεταξύ το μεταλλικό δίκτυ είναι
τέτοιο, που λες: «όπου να’ ναι θα ξεκολλήσει». Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να
αποφευχθεί η έντονη τσιμεντοποίηση των πρανών και αν υπήρχαν άλλες μέθοδοι συγκράτησης
των βράχων.
Προχωρώ μεθυσμένος από τη
θέα, παθιασμένος, και με τις αισθήσεις σε αναμονή. Είναι η ευρυτανική φύση με το
πλούσιο ανάγλυφο και με τα πυκνά δάση από αιώνια έλατα, δρυς, αριές, φιλίκια,
κέδρα και πουρνάρια, πλατάνια που ποτίζονται από τις πηγές και τα νερά, που
τρέχουν από τις πλαγιές∙ με τα παλιά μονοπάτια των θρύλων της κλεφτουριάς και
των καπεταναίων του αντάρτικου, που μας οδηγούν σε μοναδικές «στιγμές» στο
χρόνο και στην ιστορία.
Περνώ τη διασταύρωση που οδηγεί στα χωριά προς και
πέρα από τη Λίμνη και φθάνω στην παλιά Κρέντη. Το χωριό μετακινήθηκε στη νέα
θέση της Κρέντης.Η Κρέντη(820μ υψ) είναι οικισμός του Κερασοχωρίου, που κτίστηκε μετά το
σεισμό της Ευρυτανίας στις 5 Φεβρουαρίου του 1966, όπου μεταφέρθηκε το παλιό
χωριό λόγω κατολισθήσεων. Η παλιά Κρέντη δεν εγκαταλείφτηκε εντελώς. Τα σπίτια
είναι καινούργια σε μια όμορφη τοποθεσία. Κρατάει αρκετό κόσμο και θεωρείται
κόμβος. Από δω περνά όποιος θέλει να πάει στα χωριά των Αγράφων, του
Ασπροποτάμου, των Απεραντίων και στα μισά χωριά του πρώην Δήμου Φραγκίστας
Χαλάρωσα το μαντήλι
μου αυτή τη φορά γύρω από το λαιμό και κατευθύνθηκα στη ρεσεψιόν του Ξενώνα
των Aδελφών Μάκα για ένα μονόκλινο, όπως είχα τηλεφωνήσει. Ήταν σχεδόν τέσσερεις
το απόγευμα και η εφαρμογή στο κινητό έγραψε: 27,67 km, 8.17’.50’’, 3,3km/h και 1285m υψομετρική
ανεβαίνοντας με 1244m κατεβαίνοντας και μεγαλύτερο υψόμετρο τα 875m.
Και έπεται η συνέχεια…
Λαμία,
1.7.2018
* Στέφανος Σταμέλλος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου