TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Το τσαρούχι


ΤΟ ΤΣΑΡΟΥΧΙ
του Κώστα Φλώρου («Περαστικού»)


Μετά τη γκλίτσα, το τσαρούχι είναι εκείνο που επιτρέ­πει στον κτηνοτρόφο και σε κάθε ξωμάχο, να πατήσουν σταθερά σε κάθε ομαλό και σε κάθε ανώμαλο έδαφος. Το τσαρούχι είναι εκείνο που δίνει φτερά στους Ρουμελιώτες κι όλους τους άλλους ορεσίβιους της χώρας μας, για να κινούνται με ταχύτητα αστραπής και να διεκδικούν τα ανθρώπινα δικαιώματα τους, έναντι των καλοβολεμένων συνανθρώπων τους, του κάμπου και της πόλεως.
Το τσαρούχι είναι εκείνο που οδήγησε τους ανθρώπους των άγονων χώρων της Πατρίδας μας, στα σχολεία προ­κειμένου να μορφωθούν, να εξελιχθούν πνευματικά και να γίνουν ηγήτορες και άρχοντες αυτού του τόπου.
Τσαρούχια και γουρουνοτσάρουχα φόρεσαν ακόμη, πολλοί διαπρέψαντες στρατιωτικοί, πολιτικοί και οικονο­μικοί παράγοντες της χώρας μας, στα πρώτα βήματα της ζωής τους, όπως: οι Μακρυγιάννης, Κολοκοτρωναίοι, Κα­ραϊσκάκης, Διάκος, Δίκαιος κι όλοι οι παντός βαθμού α­γωνιστές του ‘21, ακολουθήσαντες το παράδειγμα των αρματωλών και των κλεφτών μας.
Τσαρούχια φόρεσαν οι: Βενιζέλος, Δεληγιάννης, Γού­ναρης, Τρικούπης, Τσαλδάρης, Μακρόπουλος, Ευταξίας, Αβέρωφ, Καλαντζής, Σουφλιάς και άπειροι άλλοι παραδειγματισθέντες, από τον Όθωνα και τους άλλους τσαρουχοφόρους της Αυλής του.
Αργά αλλασφαλώς, το τσαρούχι έγινε το εθνικό έμ­βλημα μας, αλλά και το εθνικό μας πυραυλοβόλο, τη δρά­ση και ευθυβολία, του οποίου, δοκίμασαν πρώτοι οι Ιτα­λοί στα κακοτράχαλα και χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Το τσαρούχι, θρύλος σόλες τις διαστάσεις, σόλες του τις εκδοχές. Τσαρούχια φορούσε ο Ερμής κι όλοι οι Ολύ­μπιοι θεοί μας, τσαρούχια κι ο Ποσειδώνας όταν πατούσε τη στεριά. Τσαρούχια ο Μέγας Αλέξανδρος, τσαρούχια ο Οδυσσέας κι όλοι οι πολεμιστές της Τροίας, τσαρούχια ο Ηρακλής, όταν εκτελούσε τους άθλους του, τσαρούχια οι Κένταυροι και οι γίγαντες ο Ιάσων και οι Αργοναύτες, που έκλεψαν το χρυσόμαλλο δέρας. Με τα τσαρούχια κοιμόνταν ο Μενέλαος.

Τσαρούχια φορούσε ο Φειδιπίδης, όταν μετέφερε το άγγελμα της νίκης κατά των Περσών από το Μαραθώνα στην Αθήνα, τσαρούχια κι ο πρώτος ολυμπιονίκης, Μα­ραθωνοδρόμος, Σπύρος Λούης, το 1869.
Τσαρούχια φορούν ακόμη και σήμερα οι άγγελοι, για να εκτελούν αστραπιαία τις εντολές του Κυρίου και να μπορούν σε ένδειξη ευχαριστιών και υποταγής, να πετούν και νακουμπούν τον ουρανό με τα φτερά τους. Τσαρού­χια κι ο Δαυίδ, όταν κατατρόπωσε τον Γολιάθ. Τσαρούχια ο Μπαρμπαγιώργος του θεάτρου σκιών, τσαρούχια κι ο Θύμιος απ  τη Μακρακώμη, του ελαφρού θεάτρου.
Τέλος, τσαρούχια φορούσαν οι τσολιάδες του 42 Συ­ντάγματος Ευζώνων κι όλο το Ευζωνικό. Τσαρούχια φο­ρούσαν οι Σουλιώτισσες, όταν έσερναν το χορό του Ζα­λόγγου.
Όμως, αυτοί που τα φορούσαν έπρεπε να έχουν α­τσάλινες αρίδες, σιδερένια μπράτσα, ακέρια σωματική ρώμη, αετίσιο βλέμμα και πέρδικας λαλιά!!! Χρειαζόταν τόλμη και αξεπέραστη παλληκαριά συνυφασμένη με πα­τροπαράδοτη λεβεντιά. Πολλοί τα φόρεσαν τα τσαρού­χια με υπερηφάνεια και ικανοποίηση, πολλοί τα φόρεσαν από φτώχεια και ανάγκη.
Οι πρώτοι τα ήθελαν κόκκινα με ριζοβελονιές, χρυσο­ποίκιλτα και με φούτνα από μετάξι, ραμμένα με μπερσίμι και στολισμένα γύρω γύρω για να προκαλούν εντύπωση. Αν προσθέσουμε στα τσαρούχια, τις σχετικές τσαρουχόπροκες, έχουμε ένα τέλειο υπόδημα, ελαφρύ, απλό και πρακτικό, ικανό να πατήσει και τα πιο δύσβατα βουνά.
Εκείνοι, αυτής της κατηγορίας που τα φορούσαν, είχαν φιλοδοξίες, παλληκαριά, υπερηφάνεια και προπαντός οι­κονομική επιφάνεια. Άλλα ήταν τα καθημερινά, άλλα τα γιορτινά κι άλλα τα γαμπριάτικα, ανάλογα με το μεράκι των κατασκευαστών στο θέμα του στολισμού. Το τελατίνι, ήταν για τους γαμπρούς, τους σαρακατσαναίους, τους βλάχους και τους γύφτους, μια κι είμαστε μια γενιά.
Τα βασικά υλικά ήταν: Λευκό δέρμα γίδινο ή βοδινό.
Οι δεύτερης κατηγορίας φέροντες, που είχαν τις δικές τους φιλοδοξίες, τα ήθελαν στρωτά και ελαφριά, χωρίς πολλές πρόκες και πολλές φορές χωρίς φούντες για να κι­νούνται εύκολα στη δουλειά τους. Σ' αυτούς αρκούσαν δέρματα γουρουνιού, κυρίως ακατέργαστο, για γυναίκες και άντρες. Αυτά προπαντός αυτοκατασκευαζόμενα και χωρίς συνδετικά υλικά. Ένα λουρί από το ίδιο δέρμα αρ­κούσε. Τα ήθελαν φθηνά και ελαφριά, για εύκολη κίνηση.
Απαραίτητο συμπλήρωμα ενός τσαρουχοφόρου, είναι μια δεύτερη φούντα στην παραδοσιακή άσπρη κάλτσα και μια τρίτη, στο κόκκινο φέσι ή φάριο ή μαύρη κλασσι­κή σκούφια, το λευκό πλατυμάνικο πουκάμισο και η α­παραίτητη φουστανέλλα, χακί ντουλαμάς και τα απαραί­τητα πεσλιά.
Στην ονοματολογία του στρατιωτικού υλικού τα τσα­ρούχια ονομάζονται «ξεπέτσωτα». Για τη συμπλήρωση τους, χρειαζόντουσαν, οι τσαρουχόπροκες και τα κατήματα (πετσώματα) κ.λπ.
Από παλαιότατων χρόνων είχαν δημιουργηθεί, σε διά­φορα διοικητικά κέντρα, όπως τα Γιάννενα, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Σέρρες, Λάρισα, Λαμία κ.λπ., εργαστήρια επεξερ­γασίας δερμάτων και κατασκευής τσαρουχιών, τα οποία είχαν εξελιχθεί σε αξιόλογες βιοτεχνίες. Τα κέντρα αυτά παραγωγής τσαρουχιών εξαιρετικής τέχνης λειτουργού­σαν για όλο τον κόσμο, για τους τσελιγγάδες και τους αρχιλήσταρχους και ήταν αριστοτεχνικά διακοσμημένα. Σή­μερα έχουν περιορισθεί αισθητά, τα κέντρα αυτά κι όσα απέμειναν, ήταν χρήσιμα για τις ανάγκες των φουστανελλοφόρων των προεδρικών φρουρών, με τη διαφορά, πως κανείς πρόεδρος δε φόρεσε τσαρούχια, λόγω καταγωγής και λόγω προσηλώσεως στο πρωτόκολλο του θεσμού.
  Στη Λαμία υπήρχε μεγάλος οργασμός τσαρουχοποιίας, βοηθούντος και του 42 Συντάγματος Ευζώνων και λη­στών της περιοχής. Για τη βιοτεχνία τσαρουχιών στη Λα­μία, έγραψε, λίαν εμπεριστατωμένη λαογραφική και ι­στορική μελέτη, όπου αναφέρονται τα υλικά και τα εργα­λεία της τέχνης, ο εκλεκτός καθηγητής φιλόλογος Δημ. Νάτσιος: «Τσαρουχάδικα και τσαρουχάδες της Λαμίας» (19-20ος αιώνας).
Πρωτεύουσα θέση, η σπάνια αυτή μελέτη, κατέχει στα «Φθιωτικά Χρονικά» 1989. Εκεί αναφέρει τα πάντα. Τα γνωρίσματα της τέχνης, τα οικονομικά οφέλη, τα χρησι­μοποιούμενα υλικά και όλα τα χρειαζούμενα εργαλεία. Ι­στορία της τέχνης και ονοματεπώνυμα ονομαστών τσαρουχοποιών.
Όπως λέει στη σύντομη ιστορία του ο Δημ. Νάτσιος «η λέξη τσαρούχι (τσαρούχιν) στη μεσαιωνική εποχή, τσαρούχ και τσαρούκ, στα τουρκικά και στην τουρκική γραφή (τσαρίκ), σημαίνει το χειροποίητο υπόδημα, το ο­ποίο κατασκευαζόταν και κατασκευάζεται από κατεργα­σμένο ή ακατέργαστο δέρμα ζώου κι από άλλα υλικά».
   Στη Λαμία ήκμασε η τέχνη αυτή από της απελευθερώσεως και προ αυτής μέχρι σήμερα και κατάφερε να υποδήσει πλούσιους και πένητες της υπαίθρου, αλλά και ορ­γανωμένα σώματα του στρατού. Ο λαός είναι υπερήφα­νος για τους τσαρουχοφόρους. Για όλους θα αποτελούσε συγκινητική ανάμνηση το γεγονός αυτό, αν δεν υπήρχε η ανακτορική φρουρά και οι δημοτικοί χοροί, που εξακο­λουθούν να μας τέρπουν και να μας διδάσκουν, με τις σχετικές χορευτικές ιπτάμενες φιγούρες.
Ενθουσιάζονται όλοι, γιατί ξέρουν, πως το τσαρούχι είναι εκείνο που δίνει φτερά στα πόδια και μεράκι στην καρδιά. Πως δείχνει την παλληκαριά, την υπερηφάνεια και τη λεβεντιά στο ρυθμικό λίκνισμα των χορευτών. «Ταρούχφούντα, φέσ’, καμάρ’, λεβεντιά, περηφάνια και δακτυλίδι μέσ’...».

Πηγή: «ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», τ. 9, Σεπτ.  1994
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Ευθυμίου Τάκης





 

Δεν υπάρχουν σχόλια: