TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

Τραγούδια της αγάπης

              Τραγουδια της αγαπης

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Στα τραγούδια του ο λαός εξύμνησε τους αγώνες του για λευτεριά, τραγούδησε την πίκρα και τον πόνο της ξενιτιάς, μοιρολόγησε το θάνατο, μα πάνω απ’ όλα τραγούδησε την ομορφιά της ζωής, το κάλλος της νιότης και τη δύναμη της αγάπης.

Ο ποιητής λαός έψαξε και βρήκε τις πιο όμορφες λέξεις, για να περιγράψει το κάλλος της νιότης και την ωραιότητα της κόρης. «Μαργαριταρένια, φεγγαροπρόσωπη, νεραντζομάγουλη, γαϊτανοφρυδούσα, ζαχαροθρεμμένη, λιανόβεργα, περδικομάτα κ. α.»

«Μαρή φεγγαροπρόσωπη του ήλιου θυγατέρα,

 συ μ’ έκανες κι αρνήθηκα και μάνα και πατέρα…»

«Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στη γειτονιά σου,

χρυσά πλεξούδια σού ‘φερα να πλέξεις τα μαλλιά σου…»

Η αγάπη ταιριάζει με την ομορφιά της νιότης, ανθίζει σαν αγριολούλουδο της άνοιξης, φτεροκόπημα είναι της καρδιάς που λογικές ξεχνάει. Όλα περιστρέφονται γύρω από  το όμορφο κορίτσι, τη νια  κοπέλα που με τα δροσερά της νιάτα ανάβει  πόθους  και φωτιές στα στήθια των αγοριών.

«…Πού ‘χει το μάτι σαν ελιά, το φρύδι σα γαϊτάνι,

Πού ‘χει τα ματοτσίνορα σαν κρόσια από μαντίλι…»

«…Κόρη μ’ ποιά μάνα σ’ έκανε και τί πατέρας σ’ έχει;

Η μάνα μ’ ήταν πέρδικα, πατέρας μου πετρίτης…»

Ο λαός εξαντλεί την ευρηματικότητά του, επιστρατεύει την ευαισθησία της ψυχής του για να περιγράψει αυτό το υπέρτατο συναίσθημα της αγάπης. Κινητήρια δύναμη όλων είναι η αγάπη.

Ο καημός της αγάπης πότε κρυφός και πότε φανερός σιγοκαίει τα σωθικά της κόρης… Η κρυφή φλόγα καίει πιο πολύ!

Οι ωραίες αυτές στιγμές της ζωής δεν χάνονται ποτέ, μένουν γλυκιές αναμνήσεις να συνοδεύουν τη μοναξιά του ανθρώπου.

«Κάτω στον Ασπροπόταμο κάνει ο Γιωργής χωράφι,

με βόδια λαφροκέντητα με ζεύγες ασημένιες.

Κανείς δεν τον θυμήθηκε ψωμί για να του πάει

κι κόρη πού ‘χει τον καημό παίρνει ψωμί και πάει…»

«Πολλές νυχτιές περπάτησα, μέχρι να σ’ ανταμώσω

 και τώρα που σ’ αντάμωσα, τί  θέλεις να σου στείλω,

σου στέλνω χτένι και γυαλί κι ένα χρυσό γαϊτάνι.

Το χτένι να χτενίζεσαι και στο γυαλί να λάμπεις

και με το χρυσογάιτανο να πλέκεις τα μαλλιά σου…»

Παλιότερα τα κορίτσια παντρεύονταν νωρίς, όπως μαρτυράει το τραγούδι, που κρύβει ένα καημό κι ένα παράπονο της κοπέλας που άργησε να παντρευτεί.

«…Μάνα για δε με πάντρευες, οντάς ‘μουν στο καιρό μου,

Στα δέκα εφτά, στα δέκα οχτώ, βαριά στα εικοσιένα

Τώρα τα συνομήλικα είν’ όλα παντρεμένα

Έχουν παιδιά στο δάσκαλο, κορίτσια στις μοδίστρες…»

Κάποτε ρώτησαν ένα σοφό γέροντα, πότε είναι καλύτερα να παντρεύεται κάποιος νωρίς ή αργά; Κι εκείνος απάντησε: Αν παντρευτείς νωρίς είναι νωρίς, αν παντρευτείς αργά είναι αργά!

Σε κάθε χωριό υπήρχε ο κατάλληλος άνθρωπος, ο μεσολαβητής για το προξενιό που έφερνε το μήνυμα από σπίτι σε σπίτι. Αν και το καλύτερο είναι αυτές τις δουλειές να τις τελειώνεις μοναχός σου!

«…Εδώ πέρα κι αντίπερα, που πέρα απ’ το ποτάμι,

καθόνταν δυο με κόκκινα και τρεις με τα γαλάζια,

καθόνταν μια μελαχροινή στ’ ολόχρυσα ντυμένη.

Την είδες Γιάννη μ’, σ’ άρεσε στείλε προξενητάδες.

Στείλε Γιάννη μ’ το βασιλιά, στείλε το Κωσταντίνο

κι αν δεν τον βρεις το βασιλιά, να πας και μοναχός σου…»

Οι νέοι του χωριού περίμεναν με λαχτάρα το πανηγύρι, το Πάσχα, κάποιο γάμο για να δουν τα κορίτσια, που κι αυτά με τη σειρά τους  στολίζονταν,  προκαλούσαν και προσκαλούσαν με τα σκέρτσα και τα νάζια τους και τις κρυφές ματιές τους, τον εκλεκτό της καρδιάς τους.

«…Βρίσκω Οβριά να λούζεται, να φτιάνει το φτιασίδι.

Στο καρυοτσόφλι το ‘φτιαχνε, σταλαματιά δε πέφτει…»

Οι γειτονοπούλες ήταν ο πρώτος πειρασμός. Απ’ το οράν και το εράν, που έλεγαν και οι αρχαίοι.

«Απόψι δεν κοιμήθηκα, γαλανή μωρ’ γαλανή κι σήμερα νυστάζω, γαλανή πανάθεμά σε.

Γιατί πολύ κουβέντιασα γαλανή μωρ’ γαλανή, με μια γειτονοπούλα γαλανή πανάθεμά σε.»

Οι υποσχέσεις των νέων για να φτάσουν στο επιθυμητό αγγίζουν την υπερβολή!

«Θα γίνω γης να με πατάς γιοφύρι να περάσεις,

θα γίνω μια γλυκομηλιά στον ίσκιο της να κάτσεις.

Να πέφτουν τ’ άνθη απάνω σου, τα φύλλα στην ποδιά σου…»

Πολλές φορές το σπίτι της κόρης, το παραθύρι, αιχμαλωτίζουν τη ματιά του νέου. Ο αφανέρωτος πόθος,  χαρά και πόλεμος μέσα στο στήθος του.

«Δε βγαίνεις όξω να σε ιδώ και γω μέσα δε μπαίνω, πες μου αγάπη μ’ τι θα γένω;»

«Λάμπει ο ήλιος, λάμπει Θοδώρα μ’, στα παραθύρια σου

λάμπουν και τα φλουρούδια σ’ Θοδώρα μ’,  στουν άσπρο σου λαιμό…»

«Δε θέλω γω παράδεισο, δε θέλω γω ν’ αγιάσω,

μον’ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω…»

«Πανάθεμα που φύτεψε το κλήμα στην αυλή σου

 κι ίσκιωσε και σκέπασε την πόρτα τ’ αργαλειού σου.

Τον αργαλειό σου τον ακούω και σένα δεν σε γλέπω…»

«Το χέρι σου το παχουλό, με το φαρδύ μανίκι,

να το ‘κανα προσκέφαλο τρεις μέρες και τρεις νύχτες.

Οι μέρες να ‘ναι του Μαγιού κι οι νύχτες του Γενάρη!»

Τη λέξη φιλί δεν την συναντάμε πολύ στα δημοτικά τραγούδια, μάλλον ήταν τολμηρή για κείνες τις εποχές. Παρόλα αυτά υπάρχουν τραγούδια με τέτοιες αναφορές.

«Ακούς τί σου παρήγγειλε, ακούς τί παραγγέλει,

να πας να πάρεις το φιλί, πριν βρέχει πριν χιονίσει

πριν κατεβάσει ο ποταμός και πέσει το γιοφύρι…»

«Πολλές νυχτιές περπάτησα, μ’ ενά ‘μορφο κοράσι,

 να τη φιλήσω αντρέπουμι να της το πω ντεριώμαι,

να την αφήσω αφίλητη ταχιά γελάει μι μένα.

Πεζεύω δένω τ’ άλογο, κρεμώ και τ’ άρματά μου,

φιλιώ τη κόρη μια φορά, φιλιώ τη κόρη δύο

κι απάν’ στο τριτοφίλημα μου φεύγει τ’ άλογό μου…»

«Πού ‘χουν τις στρούγκες στα ζερβά, τις βρύσες μες στο ρέμα,

πάν τα κορίτσια για νερό κι έρχονται φιλημένα…»

Πάντοτε και σε χρόνια δύσκολα με φτώχεια, με πολέμους, οι άνθρωποι δεν έπαψαν να ερωτεύονται και να τραγουδούν την αγάπη. Οι οικογένειες είχαν πολλά παιδιά και το πάντρεμα των κοριτσιών ήταν δύσκολη υπόθεση. Όποιος δεν έχτισε σπίτι και δεν πάντρεψε κορίτσι δεν ξέρει τίποτα έλεγαν. Πολλές φορές νέα κορίτσια, σαν τα κρύα τα νερά, αναγκάζονταν να παντρευτούν πολύ μεγαλύτερους άντρες μόνο και μόνο γιατί ήταν πλούσιοι.

«Σαρανταπέντε λεμονιές στον άμμο φυτεμένες,

 βουτούν τις ρίζες στο νερό και πάλε μαραμένες,

σαν τα κορίτσια τα καλά, τα κακοπαντρεμένα…»

«Ούλες οι νιές παντρεύονται και παίρνουν παλλικάρια

κι ‘γω η Γιαννούλα η έμορφη, παίρνω το μαραζιάρη…»

«Μες στην Αγιά Παρασκευή, γίνεται πανηγύρι.

Σ’ είδα και σε λυπήθηκα που έχεις γέρον άντρα.

Παράτησε το γέροντα και πάρε παλλικάρι…»

Μέσα απ’ τα τραγούδια του ο λαός ξετυλίγει μια φιλοσοφία, κάνει προτροπές στα νέα κορίτσια, ώστε να ζυγοσταθμίσουν τις επιλογές τους, γιατί η ζωή είναι μία, δυστυχώς μία!

«Κορίτσια μη ζηλέψετε αμπέλια και χωράφια,

παρά τους άντρες τους καλούς τους καλοκαμωμένους…»

«…Τ’ άσπρα να μη ζηλέψετε, τ’ άσπρα μη λιμπιστείτε,

τ’ άσπρα δεν μπαίνουν στο χορό, δε βγαίνουν στο σεργιάνι.

Τ’ άσπρα λιμπίστικα και ‘γω και πήρα μαραζιάρη…»

(Τα άσπρα ήταν αργυρά, ασημένια νομίσματα)

Η ζωή του ανθρώπου μοιάζει λίγο-πολύ με τις τέσσερις εποχές του χρόνου. Η νιότη είναι η άνοιξη, το θέρος η ωριμότητα και η δημιουργία.

«Την άνοιξη την κάλεσα να  ‘ρθεί να τη φιλήσω

κι αυτή δεν καταδέχτηκε ούτε να της μιλήσω,

μού ‘στειλε το χινόπωρο και το βαρύ χειμώνα…»

«Μη καμαρώνεις άνοιξη με τα πολλά λουλούδια

θε νά ‘ρθει το χινόπωρο να τα μαράνει ούλα…»

Από τη φύση, τα δέντρα και τα λουλούδια, τα πουλιά και τ’ αστέρια, δανείζεται το δημοτικό τραγούδι τις παρομοιώσεις του.

«Χρυσή μηλίτσα είχαμαν μανά μου στην αυλή μας

κι ήρθαν ξένοι, παντάξενοι, μανά μ’ και μας την πήραν.

Ξεΐσκιωσαν το σπίτι μας κι ισκιώσαν το δικό τους…»

«Σταφύλι μου κρουστάλλινο και βρύση μ’, κρύα βρύση

και μήλο μ’ κατακόκκινο, πού μένεις, πού βραδιάζεις…»

«Στο παραθύρι κάθεσαι, λεμονιά, πορτοκαλιά

 και μήλο καθαρίζεις λεμονιά πορτοκαλιά, θα σε κλέψω μια βραδιά…»

«Ανάμεσα τρεις θάλασσες, τριανταφυλλάκι μ’ κόκκινο,

πύργος θεμελιωμένος νεράντζι και λεμόνι.

Κι απάνω κόρη κάθονταν, φλουράκια αρμαθιάζει,

αρμάθιαζε ξαρμάθιαζε, εννιά αρμαθούλες κάνει.

Τις πέντε βάζει στο λαιμό, τις τέσσερις στο χέρι…»

«Μπροστά πηγαίνει ο Αυγερινός και πίσω του η Πούλια,

και μες στη μέση ο σταυραϊτός με τις χρυσές φτερούγες…»

« Πού ‘σουν περιστερούλα μου και λείπεις όλη μέρα.

Πήγα να μάσω λάχανα με τ’ άλλα τα κορίτσια…»

«Τρικαλινή μου πέρδικα και Λαρσινή τρυγόνα

σ’ όλο τον κόσμο ήμερη, σε μένα στέκεις άγρια.

Πάψε την αγριάδα σου κι έλα στην αγκαλιά μου…»

Οι λέξεις είναι περίτεχνα υφασμένες μεταξύ τους στα δημοτικά τραγούδια, σαν τα υφαντά της Αράχωβας!

Η αγάπη είναι γένους θηλυκού. Σοφή η φύση που έφτιαξε αλλιώς τη καρδιά κι αλλιώς το μυαλό. Πώς αλλιώς  θα υπήρχε η υπέρβαση, η αποκοτιά και ο παραλογισμός! Οι ιστορίες της αγάπης είναι τόσες όσοι και οι άνθρωποι, γιατί ο καθένας ζει τη δική του.

Όσους τους άγγιξε αυτό το ζωογόνο συναίσθημα της αγάπης, όσοι σιγοτραγούδησαν, ξενύχτησαν κι έκλαψαν γι’ αυτήν είναι οι τυχεροί, γιατί πήραν μέρος στο πανηγύρι της ζωής…

Γιώργος Ζούγρος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

2 σχόλια:

Γιώργος Μπάτσιαρης είπε...

Διάβασα και ξαναδιαβασα την ανάρτησή σου . Για μένα είναι συγλονιστικεςόλες οι περιγραφές.Το ταλέντο σου να γνωρίζεις την ποιητική γλώσσα του λαού μας για μένα είναι μεγαλο προσον. Σέ ευχαριστώ που μου ανοιξες το δρόμο της προσοχης στον ποιητικό λόγο Της Ελληνικής επαρχιακης ζωής

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Πολύ ωραίο αφιέρωμα!