TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

"Καλιακούδας και Σάκος"

                     Καλιακούδας και Σάκος

                                                        [Του Γιάννη Αν. Σαντάρμη]

Για πάψε, νεροκότσυφα, χλιμμένοι σου είναι οι ύμνοι,

                    σαν βόγγοι της αβύσσου,

με των κλεφτών το σφύριγμα, κοντά στη Γαυρολίμνη,

                    μπερδεύεται η φωνή σου.

 

Ο Καλιακούδας απ’ τη μια μεριά σουρά ως την άλλη.

                    – Πού ’σαι, Σάκο μου ασίκη;

Τούτ’ ο Θεός το πρωινό, καλό να μας το βγάλει,

                    βάν’ το σπαθί στη θήκη.

 

Άδραξε το τουφέκι σου, τους Αλβανούς να φάμε

                    κι αυτόν το Μήτσο Μπόνο.

   Βόλια, Γραικοί, σας στέλνουμε, μ’ αυτά σας χαιρετάμε,

                    φερτά απ’ τ’ Αλή το θρόνο.

 

   Ανάθεμά τον τόν Αλή και τρισανάθεμά τον,

                    στους σκοτωμούς πλέει μέσα,

αγέρηδες τα λόγια του, αγκάθια ’ναι άγριων βάτων,

                    δεν έχει ψίχα μπέσα.

 

Φίλοι δε γίνονται οι Αλβανοί, λόγο κι αυτοί δεν έχουν,

                    τους έμπασα στ’ ασκέρι,

αλλά λακάν και σκαπετάν και στον πασά ξετρέχουν,

                    τώρα μ’ ανοιούν σεφέρι.

 

   Γειά σου, ωρέ καπετάνιε μου, και πάλι ξαναγειά σου,

                    λεφούσ’ οι εχθροί τριγύρα,

τήρα πως φεύγουν τρέχοντας, σε κάθε τουφεκιά σου

                    και πάλι ξανατήρα.

 

   Σάκο, ζυγώσαν οι Αλβανοί πολύ παρακοντά μας,

                    μας ζώσανε τριγύρω,

μεριάζουμε τ’ αρμούτια μας, τραβάμε τα σπαθιά μας,

                    τους έχουμε στον τίρο.

 

Εσύ έχεις λιονταριού καρδιά και παλικαροσύνη

                    τρανή, που δε μετριέται,

πάνω τους, να τους κόψουμε, κανένας να μη μείνει,

                    να τος, ένας πετιέται.

 

   Κεφάλια, καπετάνιε μου, παίρνει και πελεκάει

                    της πάλας το λεπίδι,

ένας βελάζει, σαν αρνί, άλλος, σαν παλιοτράι

                    κι άλλος, σαν άγριο γίδι.

 

   Σ’ εμέ γύρνα την πλάτη σου, σ’ εσέ εγώ τη δική μου,

                    κορμί να κάμουμ’ ένα,

μπρός μου όσοι φτάνουν, τους βαρώ εγώ με το σπαθί μου,

                    συ αυτούς που ’ρθούν σ’ εσένα.

 

Σαν τον δικέφαλον αϊτό, που έχει δυό κεφάλια,

                    ορμάν τα παλικάρια,

στρώνουν τα κοφτερά σπαθιά κι η γη, αγάλια-αγάλια,

                    γεμίζει από κουφάρια.

 

Μα σαν θεόρατο έλατο, που το τσακίζει αγέρι,

                    ο καπετάνιος πέφτει,

προσγέρνει με την πάλα του, με το σπαθί στο χέρι,

                    δυό λόγια λέει στον κλέφτη.

 

   Κόψε το, παλικάρι μου, πάρε μου το κεφάλι,

                    σε λίγο, οι εχθροί θα ορμήσουν,

τρανό θε να ’ναι πόμπεμα, ντροπή θα ’ναι μεγάλη,

                    να μου το μαγαρίσουν.

 

Απάνω στον παραδαρμό και στο ξεψύχισμ’, άκου,

                    με μια σπαθιά του, ο Σάκος

την αντρειωμένη κεφαλή κόβει, αλλά του κάκου

                    την περιμένει ο λάκος.

 

Μα την τυλίγει στο πισλί, στην άσπρη φουστανέλα.

                    – Αν θέλεις τη ζωή σου,

πέτα χάμου την κεφαλή και στο λογγιά αδρασκέλα,

                    ριξ’ την απ’ το πισλί σου.

 

Λιβάνι δεν της πρέπεται, δεν της παγαίνει ο δυόσμος,

                    φούρκα μόν’ της ταιριάζει,

να την κοιτάζει ο ντουνιάς και να τη βλέπει ο κόσμος

                    και το ραγιά να σκιάζει.

 

   Χτυπά η καρδιά μου στο κορμί μαζί με την καρδιά του!

                    Κεφάλι Καλιακούδα

δε δίνω, αν με σιμώσετε, η μαύρη του θανάτου

                    θε να σας φάει η σούδα.

 

Τρουβά της φουστανέλας του τη μια φτερούγα κάνει,

                    την κεφαλή αυτού ρίχνει,

σταλοβολά το αίμα της, στο φουστανελοπάνι

                    πως είναι ήσυχη δείχνει.

 

Πυρά αιματοσταλάματα πάν’ κι έρχονται τριγύρα,

                    ατίμητα πετράδια,

στη φουστανέλ’ απλώνουνε πορφύρα την πορφύρα,

                    δεν την αφήνουν άδεια.

 

Ιδρωσταλιές στους κόρφους του έφερνε κάθε μάχη,

                    με χιόνια, με χαλάζια,

μα τώρα βάψιμο κοψιάς ποτίζει το σελάχι,

                    νοτίζει τα τσαπράζια.

 

Και μια στάλα της κεφαλής, ψηλά στου Σάκου τρέχει

                    τα λιονταρίσια στήθια

και ψάχνει να ’βρει την καρδιά, λημέρι να την έχει,

                    πιστό λημέρι, αλήθεια.

 

Με το ζερβί τήνε κρατεί και με το χέρι τ’ άλλο,

                    το φοβερό το χέρι,

αμάχην άνοιξε τρανή, πόλεμο τρισμεγάλο,

                    ασίγαστο σεφέρι.

 

Πετά η πάλα η καμπουρωτή, σκουζομανάει ακόμα,

                    καθώς ψηλανεμίζει,

αλί σ’ αυτόν όπου βρεθεί στο κοφτερό της στόμα,

                    στα δυό ευθύς τόνε σχίζει.

 

Όσο που φτάνει το σπαθί κι είναι το σύνορό του,

                    θάνατος η κοψιά του,

δεν του βολεί του γίγαντα για τον ανάσασμό του,

                    πίσω βαρεί, μπροστά του.

 

Μην το κεφάλι τού ’πεσε μεσ’ από τη φυλάχτρα,

                    κάπου-κάπου κοιτάζει,

το ρέκασμά του ανατριχιά κι είναι η κραυγή του σκιάχτρα,

                    κραυγή του ρήσσου μοιάζει.

 

Μ’ απάνω στα γιουρούσια του και στην ορμή του απάνω,

                    ξεπέφτει το κεφάλι,

χαμοκυλάει και ξεγλυστρά, στη γη ξεφεύγει πλάνο,

                    τρέχει και τρέχει πάλι.

 

Αϊτός αυτός, που του ’φυγεν, μέσ’ από τα φτερά του,

                    ο πρωτοσταυραϊτός του,

σκύβει, περιμαζώνει το, το βάνει στη φωλιά του,

                    πάλι θεριεύει ατός του.

 

Αντρειεύεται και χύνεται, ρίχνονται οι εχθροί τριγύρα,

                    τον βάνουν μες στη μέση,

τήρα, σαν λύκοι ουρλιάζουνε, για να τον φάνε, τήρα.

                    Ποιός όμως θα μπορέσει;

 

Λιοντάρι ο Σάκος, τους εχθρούς έναν-ένανε τρώει,

                    ο τόπος του, έν’ αλώνι,

έγδαραν τα τσαρούχια του και μάδησαν τη χλόη,

                    τη χλόη και το κοτρόνι.

 

Κύλα η παράξια κεφαλή και πάλι ξανακύλα,

                    ετούτο τ’ αλωνάκι,

εγίνηκε σβαρνισταριά, εγίνη ποδοκύλα

                    και ματωμένο αυλάκι.

 

Κι όλο βαρεί κι όλο βαρεί και μες στη μάχητά του,

                    πόσες τάχα βολάδες

η κεφαλή δεν του ’φυγε, τη γλύτωσε από κάτου

                    μ’ αμέτρητες γεράδες.

 

Του καπετάνιου η φωνή, κρυφά τον κουβεντιάζει.

                    – Άλλαξε, Σάκο, χέρι.

Του απόστασε πια το δεξί και το σπαθί ξαλλάζει,

                    ζερβά του το ’χει φέρει.

 

Περνάει στην άλλη τη μεριά κι η κεφαλή με βιάση,

                    αλλά ξεφεύγει πέρα

κι ούτε να σκύψει πρόλαβε, ούτε και να την πιάσει,

                    σκορπάν οι εχθροί φοβέρα.

 

Στο χώμα την ποδοκυλάν, μακριάθε την πετάνε,

                    μα ο Σάκος χύνεται ίσια,

κι εκεί που οι λύκοι απιδρομάν και πίσω τους γυρνάνε,

                    σκούζει παλικαρίσια.

 

   Όποιος πάρει την κεφαλή, στον τόπο θ’ απομείνει·

                    θέλω να τη φιλήσω,

τώρα που την αφήνω εγώ και μ’ απαριάζει εκείνη,

                    ποθώ να της μιλήσω.

 

Κουρνιαχτισμένος ο τσαμπάς, τα βλέφαρα κλεισμένα,

                    τον φίλο καρτερούνε,

για να τους δώσει χάιδεμα, φιλί του να ’χουν ένα

                    και να ξεχωριστούνε…

 

Το χεροπάλαμό του ανοί, αδράχνει το κεφάλι,

                    χαϊδεύει τα μαλλιά του,

φιλά το μια, φιλά το δυό κι είναι, σα σκύβει πάλι,

                    τ’ αποχαιρέτισμά του.

 

Δυό αϊτοί φτεροζυγιάζονται στα ουράνια επάνω τώρα

                    και λες κι ανανογιούνται,

ρίχνουν τον ίσκιο τους στη γη, στα παλικάρια, κι ώρα

                    κι αυτοί γλυκοφιλιούνται.

 

   Γειά σου, ωρέ καπετάνιε μου, για εσέ δεν κάνω κλάμα,

                    την αγκαλιά σου ανοίγω,

εσύ μπροστά και πίσω εγώ, στα ουράνια πάμε αντάμα,

                    φεύγω κι εγώ, σε λίγο.

 

Φύλαξα το κεφάλι σου, ως τη στερνή την ώρα,

                    σαν λαμπερό μου αστέρι,

δεν πάτησα τον όρκο μου τον κλέφτικο και τώρα

                    ψηλά κι εμέ καρτέρει.

 

Θα πω στον Πλάστη, βλέποντας εμάς τα δυό παιδιά Του,

                    ω, ιερέ μου πόθε,

ένας αϊτός να κατεβεί, ψηλά από τη φωλιά του,

                    στη Γαυρολίμνη εδώθε.

 

Να πάρει το κεφάλι σου, που ’χει γι’ Αυτόν πια σβήσει,

                    με τα γαμψόνυχά του

και να το πάει κατάκορφα στην Γκιώνα να το στήσει,

                    να ’ν’ εκεί η κατοικιά του.

 

Στην Γκιώνα εκεί και στ’ Άγραφα και στα ψηλά Βαρδούσια,

                    που οι ράχες κρούν’ τ’ αστέρια,

που ’χουν κράκουρ’ αρίφνητα, που ’χουν κριτσιόπια πλούσια,

                    που ’χουν κλεφτών λημέρια.

 

Παλιά ετούτα λημέρια σου, τα έζησες, τα είδες,

                    ξέρουν την αφεντιά σου,

χτένι ο ήλιος, χτένι ολόχρυσο, τις λαμπερές του αχτίδες

                    θα ’χει για τα μαλλιά σου.

 

Ακόμα, καπετάνιε μου, Λουκά μου Καλιακούδα,

                    σαν το δικό σου χέρι,

τ’ ολόπαχο μουστάκι σου, που ’ναι απλωτή λατσούδα,

                    να στρίβει τ’ άγριο αγέρι.

 

Μες στο γιατάκι σου η στρωμνή, που η κεφαλή θα ζήσει,

                    κλαριά να ’χει για στρώμα,

να τη φιλάει η ροδαυγή, να τη χρυσών’ η δύση

                    και το φεγγάρι ακόμα.

 

Και να κοιμάται ήσυχα, κι όταν χειμώνας πιάνει,

                    π’ αγριεύεται όλ’ η πλάση,

τον πράο ν’ αφήνει ύπνο της, ν’ αρχίζει σκουζομάνι,

                    να πιλαλάει με βιάση.

 

Να ουρλιάζει, σαν τον κεραυνό, να ρίχνει αστροπελέκια,

                    στη γη της πέρα ως πέρα,

να ’ναι θάρρητα των Γραικών, βουές από τουφέκια

                    και της Τουρκιάς φοβέρα.

 

   Γκιαούρη, πια το μάλαξες, παράτα το κεφάλι,

                    του φίλου σου του πρώτου.

Μεριά, κρούει το κεφάλι αυτός του μπουλουξή, απ’ την άλλη

                    πέφτει και το δικό του.

 

Βουτάνε οι αϊτοί απ’ τους ουρανούς, σαν πέτρα, πέφτουν κάτω,

                    χιμάνε στους απίστους,

χτυπάν με νύχια και φτερά, μπούσγωμα ’ναι γεμάτο

                    το σκούσμα της φωνής τους.

 

Κι ο ένας αϊτός, παλιός αϊτός, με το ραμφί ξεσχίζει

                    τον Μπόνο τον προδότη,

του Καλιακούδα την παλιά φιλία να του θυμίζει,

                    τη γνωριμιά την πρώτη.

 

Στης Γαυρολίμνης τα νερά, σε ξάγναντο λημέρι,

                    ο κότσυφας το λέει,

λαλεί πρωΐ, λαλεί βραδύ, λαλεί και μεσημέρι,

                    τους δυό τούς φίλους κλαίει.

                                                                                                     

                                          Γιάννης Ανδ. Σαντάρμης

 

Γλωσσάρι

αδρασκελώ = υπερπηδώ με ανοιχτά σκέλη, διασκελίζω.

απαριάζω = αφήνω.

απιδρομώ = περπατώ με τα πόδια προς τα πίσω, οπισθοβατώ, αναστρέφω, αντιποδίζω, αντιπατώ.

αρίφνητο, το = αμέτρητο, αναρίθμητο.

αρμούτι, το = τουφέκι.

ατός, ο = εγώ ο ίδιος, ο εαυτός μου.

βολά, η = φορά.

βολεί = προσφέρεται, ευκολύνει, παρέχει άνεση, είναι βολετό, εύκολο.

Γαυρολίμνη, η = λίμνη στο χώρο της Αιτωλίας.

γεράδα, η = πληγή, λαβωματιά, γεριά.

γιατάκι, το = ελατόπλεκτο κατάλυμα, πρόχειρο κρεβάτι, στρώμα, φωλιά, κοιμηθιά, καθιά.

γκιαούρης, ο = ο άπιστος, κατά τους Μωαμεθανούς.

κουρνιαχτισμένος, ο = σκονισμένος από σκόνη του δρόμου.

κράκουρο, το = απότομος πετρότοπος βουνοκορφής.

κριτσιόπι, το = έδαφος ή ψήλωμα βουνού με μυτερές πέτρες.

κρούω = αγγίζω, ακουμπώ, πλησιάζω.

λακώ = φεύγω τρέχοντας σε ίσιο μέρος, λακίζω.

λατσούδα, η = κλαδί ελατιού.

μαγαρίζω = μολύνω, ρυπαίνω.

μαλάζω = κάνω κάτι μαλακό, αγγίζω, κάμπτω τη σκληρότητα κάποιου.

μπουλουξής, ο = διοικητής μπουλουκιού, ο επικεφαλής στρατιωτικού σώματος.

μπούσγωμα, το = θυμός, πείσμα, γινάτι, οργή, αγανάκτηση.

νεροκότσυφας, ο = είδος κοτσυφιού (κίγκλος ο φίλυδρος), στο μέγεθος του μαυροκότσυφα, έχει χρώμα 

         καστανόφαιο, η τραχηλιά του είναι ξανθή, αρέσκεται να ζει σε υδροχαρή μέρη με χαμηλή βλάστηση, 

         κρύβεται με επιμέλεια στους βάτους της ακροποταμιάς και μεσ’ απ’ τους πυκνούς κρυψώνές του, 

         ξαφνικά και απότομα, επαναλαμβάνει με το λάλημά του τσίπι-τσίπι-τσίπι-τσίπι, απ’ όπου του 

         προσδόθηκε το όνομα τσιπλίδι ή τσιπογίδι.

νοτίζω = υγραίνω, διαβρέχω, διαποτίζω.

πάλα, η = κυρτό σπαθί, με ή χωρίς δόντια.

παλιοτράι, το = ηλικιωμένο και γέρικο τραγί, παλιοτράγι.

πιλαλώ = τρέχω γρήγορα.

πισλί, το = γιλέκο σταυρωτό, κεντημένο, τσιαμαντάνι.

ποδοκύλα, η = το μέρος της γης που κυλίσθηκαν ζώα ή πάλεψαν άνδρες, χαμοκύλα, κυλίστρα, σβαρνισταριά.

ρέκασμα, το = δυνατή και διαπεραστική φωνή, από σωματικό η ψυχικό πόνο.

ρήσσος, ο = αιλουροειδές δασόβιο ζώο, μεταξύ αγριόγατας και τίγρεως, καφεκόκκινο και άσπρο γύρω στα 

       μάτια, στις άκρες των μυτερών αυτιών του ορθώνονται τρίχινες φούντες, έχει φοβερά νύχια κι η 

       φωνή του πανικοβάλλει τα αγρίμια του λόγγου, καπλάνι, λύγκας.

Σάκος,ο = καταγόταν απ’ την Ακαρνανία.

σβαρνισταριά, η = το μέρος της γης που κυλίσθηκαν ζώα, άλογα ή γαιδούρια, ή πάλεψαν άνδρες, χαμοκύλα, 

        κυλίστρα.

σελάχι, το = ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που αποτελείται από 3-5 ή και 

      περισσότερα φύλλα, με κεντημένο το εξωτερικό φύλλο, ανάμεσα δε στα φύλλα δημιουργείται χώρος 

      για την τοποθέτηση κουμπουριών, μαντιλιών προσώπου, καπνοσακουλών, χρημάτων και άλλων 

      μικροαντικειμένων, κεμέρι, σελαχλίκι.

σεφέρι, το = πόλεμος, εκστρατεία.

σκαπετώ = αναχωρώ γρήγορα, εξαφανίζομαι τρέχοντας, χάνομαι από τα μάτια κάποιου.

σούδα, η = χαντάκι για τη διοχέτευση νερών, χαράκωμα.

τίρος, ο = η απόσταση μεταξύ εκτόξευσης και πτώσης του βλήματος, βεληνεκές.

τρουβάς, ο = ταγάρι υφαντό, ντορβάς, σάκος.

τσαμπάς, ο = τα μακριά μαλλιά του κεφαλιού του ανθρώπου ή του αυχένα ορισμένων ζώων, χαίτη, πλεξούδα.

τσαπράζια, τα = μονό ή διπλό κόσμημα με συρματερό διάκοσμο, που φοριόταν στο στήθος σταυρωτά ή 

      χιαστί απ’ τους κλεφταρματολούς, τους τσελιγκάδες, τους γαμπρούς και τις νύφες, κιουστέκια ή κουστέκια.

φούρκα, η = ξύλινη διχάλα, φουρκάλα, φουρκάδα.

χλιμμένος = λυπημένος, στενοχωρημένος.

ψίχα, η = ελάχιστη ποσότητα από ένα σύνολο.

 

Υπομνηματισμός

            Ο Λουκάς Καλιακούδας (1760-1807) γεννήθηκε στην Αρτοτίνα Δωρίδας, η καταγωγή του ήταν απ’ το Λιδωρίκι. Από μικρό παιδί, βγήκε κλέφτης στα βουνά της Ρούμελης. Ο πατέρας τού Οδυσσέα Ανδρούτσου εκτίμησε την ανδρειοσύνη του και τον προσέλαβε στο μπουλούκι του, ως πρωτοπαλίκαρο. Συμμετείχε σε διάφορες μάχες εναντίον των Τούρκων, με τον Λάμπρο Κατσώνη. Όταν καταστράφηκε το στρατιωτικό σώμα του Κατσώνη, κοντά στο ακρωτήριο Ταίναρο, εκείνος επέστρεψε με τα πόδια στη Ρούμελη. Συγκρότησε δικό του σώμα και έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες. Έγινε διάσημος κλεφταρματολός. Στις διαταγές του ήταν ο Γιάννης Δυοβουνιώτης. Πιστό συναγωνιστή και φίλο είχε τον Θανάση Σάκο, απ’ την Αρτοτίνα. Έγινε καπετάνιος στο αρματολίκι του Φίδαρη.

            Το 1805, συνεργάσθηκε με τον Αλή πασά. Το 1807, επαναστάτησε εναντίον του και σκότωσε μερικούς πράκτορές του, γι’ αυτό ο Αλής έστειλε Αλβανούς, με αρχηγό τον αποστάτη Ιταλό Μήτσο Μπόνο, να τον θανατώσουν. Ο Καλιακούδας, έχοντας στο ασκέρι του και Αλβανούς, πολέμησε το σώμα του Αλή. Οι Αλβανοί όμως που είχε στις διαταγές του, βλέποντας τη φθορά των ομοφύλων τους, επιτέθηκαν κατά του αρχηγού τους Καλιακούδα, στη Γαυρόλιμνη της Αιτωλίας, και τον σκότωσαν. Προτού πεθάνει, διέταξε τον φίλο του Σάκο και του έκοψε το κεφάλι, να μην το πάρουν οι εχθροί και το διαπομπεύσουν. Μόνος του ο Σάκος, ανάμεσα στους εχθρούς, τύλιξε το κεφάλι τού καπετάνιου του στη φουστανέλα και πολεμούσε τους Αλβανούς, με το ένα χέρι, που βαστούσε το σπαθί, ενώ με το άλλο πρόσεχε το κεφάλι. Πολλές φορές, όμως, η κομμένη κεφαλή γλυστρούσε και έπεφτε από τη φουστανέλα και γινόταν μέγας αγώνας, γύρω απ’ αυτή, ποιος θα την πάρει. Ο Σάκος μόνος του απ’ τη μια κι οι άλλοι, όλοι μαζί, απ’ την άλλη. Αρκετές φορές, διέσωσε το κεφάλι τού αρχηγού του.

            Ώσπου λαβώθηκε και δεν μπόρεσε να ξανασηκώσει την κεφαλή. Οι εχθροί την κλώτσησαν μακριά από την τροχιά του σπαθιού του. Τότε ρίχθηκε ο Σάκος με μανία κατά των αντιπάλων του και σκοτώθηκε, τη στιγμή που χάιδευε με τα δάχτυλά του τα μαλλιά τής κεφαλής τού Καλιακούδα, του καπετάνιου του.

(Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, β΄ τόμος, σελίδα 114, κεφάλαιο: «Ο Αστραπόγιαννος»).

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Υ.Γ.  Θερμά συγχαρητήρια στο φίλο Γιάννη Σαντάρμη για την εξαίσια έμπνευσή του! Συγκλονίζει!

Τον ευχαριστούμε που μας έδωσε το έναυσμα να ξαναδιαβάσουμε τον "Αστραπόγιαννο" του Αρ. Βαλαωρίτη

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: