TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Ο λήσταρχος "Καραφωτιάς"


Ο ΛΗΣΤΑΡΧΟΣ  «ΚΑΡΑΦΩΤΙΑΣ»

Ο φυγόδικος Δήμος αναγκάστηκε να βγει στο βουνό ύστερα από μια ασήμαντη αφορμή. Ήταν γύρω στα 1924-1925, όταν ο Δήμος, ένας εικοσάχρονος ερωτευμένος τσοπάνης προσπάθησε να φιλήσει με το ζόρι μια δεκαοχτάχρονη κοπέλα του χωριού, την ώρα που γέμιζε τη βαρέλα της στη βρύση. Αντιδρώντας η νέα τον χαστούκισε. Στη συνέχεια, αγανακτισμένο το κορίτσι γνωστοποίησε το συμβάν στον πατέρα της και κείνος θεωρώντας την πράξη του Δήμου εξευτελιστική για τη θυγατέρα του πήγε στη στάνη να τον δείρει, με αποτέλεσμα να φάει ο ίδιος της χρονιάς του. Ο παθών κατήγγειλε στην Αστυνομία τον ξυλοδαρμό και την προσβολή.

Επειδή αρνήθηκε ο Δήμος στην πρόσκληση του Αστυνόμου να παρου-σιαστεί στο τμήμα, έστειλε χωροφύλακες στη στρούγκα να τον συλλάβουν. Προβάλλοντας αντίσταση πυροβόλησε εναντίον των αστυνομικών και ύστερα εξαφανίστηκε μέσα στον λόγγο.

Όπως ήταν επόμενο ο εισαγγελέας διέταξε τη σύλληψη και η Αστυνομία με ένταλμα άρχισε την καταδίωξη.

Φοβούμενος να μην κακοποιηθεί από τη Χωροφυλακή, στην περίπτωση που θα παρουσιαζόταν, βγήκε στο κλαρί ως φυγόδικος πλέον. Εκεί αντάμωσε με τον διαβόητο λήσταρχο «Καραφωτιά» που τρομοκρατούσε την περιοχή. Ο αιμοσταγής αυτός ληστής αφού αρμάτωσε τον Δήμο τον έκανε σύντροφό του στις βρώμικες δουλειές του.

Τα μεσάνυχτα της Λαμπρής κατέβηκαν στο χωριό με σκοπό να ληστέψουν έναν νεοφερμένο ομογενή, που κείνες τις μέρες είχε έρθει από την Αμερική με τη γυναίκα του και τον δεκαπεντάχρονο γιο του. Ο λήσταρχος «Καραφωτιάς»  απειλώντας τον Αμερικανό του ζήτησε 500 χιλιάδες δραχμές. Κι αφού ο άνθρωπος δεν είχε τόσα πολλά χρήματα να του δώσει αιχμαλώτισε το μοναχοπαίδι του. Ο σκληρός κακούργος, αλύγιστος και αμετάπειστος μπροστά στις ικεσίες και τους οδυρμούς της μάνα του, άρπαξε το γιο τους κι αντάμα με τον Δήμο έφυγαν μέσα στη θεοσκότεινη εκείνη νύχτα σέρνοντας το ντελικάτο βλαστάρι τους στις κακοτράχαλες βουνοκορφές των Βαρδουσίων. Τα κλάματα του παιδιού και οι σπαραχτικές κραυγές των γονιών του, συγκίνησαν βαθύτατα τον Δήμο. Η εγκληματική εκείνη πράξη του ληστή δεν συμβιβαζόταν με τη λογική του και τα ψυχικά του αισθήματα. Φεύγοντας ο λήσταρχος τόνισε στον Αμερικανό.

-Σου δίνω διορία ως την Κυριακή του Θωμά. Αν θέλεις το γιο σου ζωντανό, ετοίμασε τα λύτρα. Τον τρόπο που θα γίνει η παραλαβή θα τον κανονίσω εγώ. Και πρόσεξε! Μη μου κουβαλήσεις τα αποσπάσματα, γιατί μ’ αυτή τη χατζάρα θα λιανίσω το παιδί σου πρώτα!

Ο δύστυχος ομογενής, λίγα χρόνια δούλεψε στην Αμερική και δεν είχε τόσα λεφτά που του ζητούσε ο ληστής. Γι’ αυτό στο ραντεβού τους του πήγε μόνο 100 χιλιάδες δραχμές.

-Λυπηθείτε μας, δεν έχω άλλα χρήματα, τον εκλιπαρούσε με βουρκωμένα μάτια ο άμοιρος Αμερικανός.

-Πενταροδεκάρες ωρέ μού ‘φερες; Χάσου από μπροστά μου, γρύλισε ο λήσταρχος. Θα σε καρτερώ ακόμα μια βδομάδα κι αν δεν μου φέρεις τα 500 χιλιάρικα θα σου στείλω το κεφάλι του γιου σου στον ντορβά πεσκέσι!

Θρήνος και κοπετός επικρατούσε στο σπίτι του Αμερικάνου ‘όταν έληξε και η δεύτερη προθεσμία κι ο άνθρωπος δεν είχε καταφέρει να εξοικο-νομήσει τα λύτρα.

Το αιχμαλωτισμένο παιδί το φρόντιζε ο Δήμος που και ο ίδιος ακόμη φοβόταν τον αιμοβόρο «Καραφωτιά».

Το δειλινό της Κυριακής ο λήσταρχος πληροφορήθηκε από τους ληστο-τρόφους ότι τμήματα χωροφυλακής κινούνται προς την περιοχή τους. Ανήσυχος και εκνευρισμένος βολόδερνε πέρα δώθε. Όταν έπαιρνε τις πιο ριψοκίνδυνες αποφάσεις πάντα έπινε το ανάλογο ρακί του. Αγριεμένος πρόσταξε τον Δήμο:

-Μου φαίνεται πως προδοθήκαμε και μ’ αυτό το διαβολόπαιδο πρέπει να τελειώνουμε. Πάρτο δεμένο μαζί σου και ξαναπήγαινε στην Αετοράχη, κι αγνάντεψε τον κατήφορο την στράτα μήπως έρχονται με τα λύτρα οι δικοί του. Αν δεν έρθουν ώσπου να νυχτώσει κόψε το κεφάλι του να ξεμπερδεύουμε και φέρτε μου να το ιδώ. Τ’ ακούς. Εγώ καρτερώ εδώ και τους άλλους καπεταναίους να κουβεντιάσουμε προς τα που θα πάμε προτού μας μπλοκάρουν οι γαλονάδες!

 

Η Λαμία κατά τον 18ο αιώνα

 

Ο Δήμος με το δεμένο παιδί πήρες τη στράτα για την Αετοράχη. Τρέμοντας από το φόβο του το δύστυχο το Αμερικανόπουλο, φιλούσε διαρκώς τα χέρια του και τον εκλιπαρούσε να τον ελευθερώσει. Η καρδιά του Δήμου σπάραζε από οίκτο και συμπόνοια. Δεν μπορούσε όμως να τον ελευθερώσει επειδή φοβόταν τον απαίσιο εκείνον «Καραφωτιά». Προτού βασιλέψει ο ήλιος ένας τσοπάνος, γνωστός ληστοτρόφος, αργοπορημένος έφτασε ως εκεί φορτωμένος τρόφιμα για ληστές. Ο Δήμος αφού σιγούρεψε παράμερα το αιχμαλωτισμένο παιδί, κατέβηκε στη στράτα και τον ρώτησε:

«Γιατί ωρέ Θύμιο χτυπούσε η καμπάνα τ’ απόγευμα στο χωριό σας».

«Το παιδί του παπά καπετάνιο, που σπούδαζε στην Αθήνα, το ‘φεραν πεθαμένο και σήμερα το θάψανε».

«Άντε τώρα στον καπετάνιο που σε καρτερεί».

Κατά το σούρουπο έφτασε ασθμαίνοντας ο πατέρας του παιδιού. Πατέρας και γιος αγκαλιάστηκαν κι έκλαιγαν απαρηγόρητα. Με θλιμμένο ύφος ο Αμερικανός, σκουπίζοντας τα δακρυσμένα μάτια του, είπε:

«Με πληροφόρησαν πως εσύ καπετάνιο δεν βαρύνεσαι για εγκλήματα, αλλά  μια γυναικοδουλειά στάθηκε αιτία να φυγοδικήσεις. Δήμο σου δίνω το λόγο της τιμής μου, αν λευτερώσεις τον γιο μου θα ζητήσω από τον υπουργό Δικαιοσύνης, με τη βοήθεια βέβαια του βουλευτή μας, να σου δοθεί αμνηστία. Και να είσαι βέβαιος γι’ αυτό. Ναι μην αμφιβάλεις θα επιτύχουμε πάση θυσία την αποκατάστασή σου στην κοινωνία».

«Λησμονείται, φαίνεται, πως η θέση μου είναι πολύ δύσκολη. Ο καπετάνιος μου είναι σκληρό καρύδι. Διακινδυνεύει το δικό μου κεφάλι».

Επηρεασμένος ο Δήμος από την υπόσχεση του Αμερικανού ότι θα μεσολαβήσει να του δοθεί χάρη, αποφάσισε:

«Λοιπόν μπάρμπα, ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Πάρε το παιδί σου και τα λύτρα που έφερες και εξαφανίσου. Κρύψε το γιο σου να μην τον ιδεί απολύτως κανένας. Καλύτερα να φύγεις απόψε για την Αθήνα».

Το αιχμαλωτισμένο παιδί με τον πατέρα του αγκάλιασαν τον Δήμο και τον φίλησαν. Φεύγοντας ο Αμερικανός του επανέλαβε:

«Είσαι παλικάρι τίμιο και γενναιόψυχο. Μην ανησυχείς θα σου ξεπληρώσω αυτή την καλοσύνη. Αρχίζω τον αγώνα μου από αύριο κιόλας».

Όταν απομακρύνθηκαν, ο Δήμος θυμήθηκε τα λόγια του αδυσώπητου αρχιληστή: «Θα μου φέρεις τα λύτρα ή το κεφάλι του νεαρού».

Εμπρός γκρεμός και πίσω ρέμα! Βασανίζοντας για πολύ ώρα το μυαλό του βρήκε κάποια διέξοδο. Μια ριψοκίνδυνη ιδέα του φώτισε το νου. Να κατέβει τα μεσάνυχτα στο Νεκροταφείο του χωριού και να κόψει το κεφάλι από το πεθαμένο παπαδοπαίδι. Η πράξη που σκαρφίστηκε ήταν απαίσια. Ήταν μια φρικτή σκέψη για την οποία αισθάνθηκε ανατριχίλα και αποτροπιασμό. Θα έσωζε όμως για την ώρα την κατάσταση. Με την νεκροκεφαλή θα παραπλανούσε στο μισοσκόταδο της σπηλιάς τον φοβερό εκείνον λήσταρχο. Οπλισμένος με τόλμη και θάρρος πήρε τον κατήφορο. Φτάνοντας στη μάντρα του Νεκροταφείου κοντοστάθηκε. Παρά την ψυχική του αναστάτωση και το δέος που κυριαρχούσε μέσα του σκαρφάλωσε στον μαντρότοιχο και πήδησε μέσα. Επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Από το ανοιξιάτικο αεράκι τρεμόσβηναν τα αναμμένα καντηλάκια στους λιγοστούς τάφους. Δεν άργησε να εντοπίσει τον φρεσκοσκαμμένο λάκκο που ήταν θαμμένο το παπαδοπαίδι. Κι αμέσως επιδόθηκε στο μακάβριο έργο του. Με την τεράστια χατζάρα του τράβηξε τα νωπά χώματα και αποκάλυψε το φέρετρο. Αφού έκοψε το κεφάλι του νεκρού παιδιού, ξανασκέπασε τον τάφο όπως ακριβώς ήταν. Συγκλονισμένος από τη βδελυρή πράξη του, κρατώντας από τα μαλλιά το κεφάλι του νεκρού ανηφόρισε για το λημέρι του ληστή αφεντικού του.

Ο λήσταρχος «Καραφωτιάς», ζαλισμένος από το τσίπουρο που ήπιε αποβραδίς με τους φυγόδικους φίλους του που τον είχαν επισκεφθεί για να συζητήσουν τα προβλήματά του ήταν ξαπλωμένος παράμερα στη φωτιά και λαγοκοιμόταν. Ο Δήμος προτού ξημερώσει ακόμα στάθηκε στην είσοδο της σπηλιάς, σε σημείο που να φωτίζεται από το φεγγάρι και του φώναξε:

«Καπετάνιε, τα λύτρα δεν τα έφεραν και το παιδί το σκότωσα!... Σου έφερα το κεφάλι του να το ιδείς. Όσο για το πτώμα του το πέταξα στο φαράγγι να το φαν τ’ αγρίμια».

Κι ο λήσταρχος με γουρλωμένα μάτια αγριοκοίταξε πατόκορφα τον Δήμο που κρατούσε επιδεικτικά τη νεκροκεφαλή και βρίζοντας θεούς και δαίμονες, για τα λύτρα που έχασε, τον πρόσταξε:

«Πέταξέ το, ωρέ, και αυτό απ’ τον γκρεμό στη ρεματιά να το φαν τα όρνια».

Ευτυχώς ο μεθυσμένος κακούργος δεν το είδε από κοντά.

Προτού βγει ο ήλιος ακούστηκαν δυο-τρεις ντουφεκιές κι ο καπετάν «Καραφωτιάς» ταραγμένος πετάχτηκε έξω από το λημέρι του φωνάζοντας τον σύντροφό του:

«Για βγες μωρέ Δήμο στο σύρραχο να ιδείς τη συμβαίνει».

Ώσπου να πάει εκείνος στο καραούλι, οι ντουφεκιές πύκνωσαν. Σε λίγο έφτασαν αναστατωμένοι τρεις ακόμη φυγόδικοι από φιλική τους συμμορία και ενημέρωσαν τον λήσταρχο «Καραφωτιά»:

«Καπετάνιο είμαστε κυκλωμένοι από τα αποσπάσματα. Πρέπει αμέσως να φύγουμε από εδώ».

Ακροβολισμένοι κατέβηκαν στη χαράδρα για να περάσουν στο απέναντι βουνό. Εκεί όμως τους είχαν στήσει ενέδρα οι χωροφύλακες. Η μάχη κράτησε ως το ηλιοβασίλεμα. Όταν τέλειωσαν τα βόλια των ληστών, κατόπιν όρμησαν με τις χατζάρες τους. Ο Δήμος μέσα σε κείνον τον χαλασμό, έρποντας για να μην τον βλέπει ο καπετάνιος του, απομακρύνθηκε και σηκώνοντας άσπρο μαντήλι παραδόθηκε.

Ο θηριώδης «Καραφωτιάς» αφού σκότωσε τον ενωμοτάρχη και τρεις χωροφύλακες, σωριάστηκε κάτω και κείνος νεκρός χτυπημένος από σφαίρα που τον βρήκε στο κεφάλι.

Στη συνέχεια οι χωροφύλακες έκοψαν τα κεφάλια των σκοτωμένων ληστών για να τα επιδεικνύουν. Θριαμβολογώντας για το κατόρθωμά τους, στα χωριά που θα διάβαιναν. Έτσι με την εξόντωση των παραπάνω ληστών ανακουφίστηκε ο λαός της υπαίθρου.

Τον Δήμο τον οδήγησαν σιδεροδέσμιο και χλευάζοντάς τον στη Λαμία και τον έκλεισαν στις φυλακές.

Ο Αμερικανός μαζί με το βουλευτή της περιφέρειας επισκέφθηκαν πολλές φορές των υπουργό Δικαιοσύνης ζητώντας να δοθεί αμνηστία στον Δήμο του οποίου ο φάκελος, εκτός από τον ξυλοδαρμό και την αντίσταση κατά της Αρχής, δεν περιείχε άλλο επιβαρυντικό στοιχείο.

Από την άλλη μεριά όμως είχε ένα ισχυρότατο ατού, την απελευθέρωση του αιχμαλωτισμένου παιδιού, παίζοντας κορώνα-γράμματα τη ζωή του για να γλιτώσει από τα νύχια του τυράννου «Καραφωτιά». Ύστερα από τρεχάματα και παραστάσεις του Αμερικανού στους διάφορους αρμόδιους υπογράφτηκε η χάρη και θα αποφυλακιζόταν, αν δεν έφτανε ξαφνικά και δεύτερη έκθεση του Διοικητή αποσπασματάρχη, ο οποίος για να ηρωοποιηθεί εκείνος με τους άντρες του τμήματος παρουσίαζε τον Δήμο ως συλληφθέντα κατά τ5ην ώρα της μάχης και όχι ως αυτοβούλως παραδοθέντα. Ύστερα από την επιβαρυντική εκείνη κατηγορία ο εισαγγελέας τον έστειλε στο Δικαστήριο για ν’ αποφανθεί εκείνο για την τύχη του. Κυριότερος μάρτυρας υπεράσπισης ήταν ο Αμερικανός ο οποίος τελικά κατάφερε να τον αθωώσει.

Συνετέλεσαν βέβαια και τα μέτρα επιείκειας, σχετικά με τους φυγόδικους, που πήρε εκείνες τις μέρες  με δικονομική τροποποίηση η κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου, προκειμένου να εκλείψει το φαινόμενο της ληστοκρατίας.

Επιστρέφοντας ο Δήμος στο χωριό του, κάλεσε τον βουλευτή που δέχτηκε να τον υποστηρίξει, τον Αμερικανό και την οικογένειά του και τους έκανε τραπέζι. Με βιολιά και με κλαρίνα γιόρτασε το ευχάριστο γεγονός της αποφυλάκισής του.

Με τη μεσολάβηση του Αμερικανού όχι μόνο αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις του Δήμου με τον γέροντα που τον κατέτρεχε για την ανάρμοστη εκείνη συμπεριφορά του που είχε σαν αποτέλεσμα τη φυγοδικία του, αλλά δέχτηκε κιόλας ο νοικοκύρης εκείνος να τον κάνει γαμβρό του.

Γεγονός ιλαροτραγικό και πρωτάκουστο συνέβη όταν ο παπάς, στα τρία χρόνια, άνοιξε τον τάφο του πεθαμένου παιδιού του και το βρήκε χωρίς κρανίο. Έμεινε άναυδος ο δύστυχος πατέρας από το ανήκουστο, όσο και φριχτό θέαμα, του αποκεφαλισμένου σκελετού. Δεν παρέλειψε να γνωστοποιήσει το «θάμα» τούτο και στον Δεσπότη ακόμη. Το συνταρακτικό αυτό συμβάν σκόρπησε βαθιά συγκίνηση σε ολόκληρη την περιφέρεια και ο κάθε θρησκόληπτος, θεωρώντας το κακό σημάδι για το χωριό, έδινε ανάλογη εξήγηση.

Οι δεήσεις του ιερέα και οι γονυπετείς παρακλήσεις των πιστών προς τον Ύψιστο κράτησαν αρκετό χρονικό διάστημα.

 

Υ.Γ. Πρόκειται για αληθινή ιστορία που τη διηγήθηκε ο ίδιος ο Δήμος σε βαθιά γεράματα στον Φάνη Λευκαδίτη, ο οποίος την κατέγραψε και τη δημοσίευσε στο περιοδικό «Στερεά Ελλάδα» τον Σεπτέμβριο του 1986.

 

Επιλογή-Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: