TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

"Όσα λέει η σιωπή"

 

Όσα λέει η σιωπή

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Η αγάπη λένε δε φωνάζει, αφήνει τα μάτια να μιλήσουν, αφήνει το χάδι ν’ απλωθεί σα λευκό απαλό ντύμα σ’ ολόκληρο το κορμί, αφήνει το νου να διαλέξει τα χρώματα που συμπαθεί, για να ζωγραφίσει το συναίσθημα της ψυχής.

Αν είχα στόμα και φωνή, πόσα τραγούδια θα σου ‘λεγα και πόσα λόγια ταιριασμένα θ’ αράδιαζα στου δειλινού το κάλλος.

«Άνοιξε στόμα μου χρυσό και γλώσσα μ’ ασημένια…»

Ο Βλάσης γεννήθηκε κωφάλαλος, δεν άκουσε ποτέ το τραγούδι της θάλασσας, το κελάηδημα τ’ αηδονιού, το νανούρισμα της μάνας. Πάντα ήταν περιφρονημένος σε μια

γωνιά, στο περιθώριο μιας σκληρής σαν πέτρα κοινωνίας, που πληγώνει, κατακρίνει τον αδύναμο και που δεν αποδέχεται το διαφορετικό.

Σε ηλικία είκοσι χρονών έφυγε απ’ το χωριό του, σα ζώο τρομαγμένο που όλοι το προγκάνε κι ήρθε στην πόλη. Στη σχολή που γράφτηκε γνώρισε τη Φιλιώ, που είχε κι αυτή το ίδιο βάσανο. Ταίριαξαν απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ την πρώτη ματιά κι άρχισαν να κάνουν παρέα και στο τέλος αποφάσισαν να ζήσουν μαζί. Όμως τα προβλήματα ήταν πολλά και ξεφύτρωναν στο δρόμο τους, σαν τα κεφάλια Λερναίας Ύδρας.

Έψαχναν να βρουν δουλειά, αλλά όλες οι πόρτες ήταν κλειστές. Κανείς δεν ήθελε δυο

κωφάλαλους στη δούλεψή του κι όμως αυτοί δεν έχαναν το κουράγιο τους. Τώρα ήταν δυο κι ο ένας έπαιρνε δύναμη, απ’ την παρουσία του άλλου. Το μονό σχοινί κόβεται εύκολα, το διπλό κρατάει καλύτερα.

Ο Θεός, λένε, μια πόρτα κλείνει, μια πόρτα ανοίγει! Ώσπου βρέθηκε ένας καλόκαρδος

άνθρωπος, ο κυρ-Μένιος, που τους έδωσε δουλειά. Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι πονετικοί, που νιώθουν τον συνάνθρωπο, που μπαίνουν στα παπούτσια του, που κοιτάνεκαι καμιά φορά προς τον ουρανό! Ο κυρ-Μένιος είχε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Η Φιλιώ δούλευε το πρωί και ο Βλάσης τ’ απογεύματα.

Μετά απ’ αυτό, βρήκαν ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη της πόλης, μακριά απ’ τα βλοσυρά

βλέμματα του κόσμου, για να χτίσουν το νοικοκυριό τους.

Πώς χώρεσε μέσα σ’ αυτό το φτωχό καλυβάκι τόση αγάπη, τόση απλότητα και τόση καλοσύνη! Έβαζαν απ’ όλα τα κηπευτικά, ντομάτες, κρομμύδια, πιπεριές, σπανάκι. Η Φιλιώ που αγαπούσε πολύ τα λουλούδια, φρόντιζε τις τριανταφυλλιές και τις γλάστρες της.

Μπορούσε να δει τα χρώματά τους, να μυρίσει το άρωμά τους, δεν ήταν και λίγο αυτό.

«Εσείς τριανταφυλλάκια μου κι εσείς μυρωδικά μου

εσείς μ’ αποκοιμίσατε και μου ‘φυγε η αγάπη!»

Τα απογεύματα που δούλευε ο Βλάσης, η Φιλιώ έπαιρνε λίγο φαγάκι, το τύλιγε σε μια καρό πετσέτα και του το πήγαινε για κολατσιό. Κι αυτός την περίμενε, ολοένα έριχνε κλεφτές ματιές στη στράτα πότε θα φανεί. Όταν έφτανε τον αγκάλιαζε, του σκούπιζε το ιδρωμένο μέτωπο, τον κοιτούσε αγάπη και του έδινε το κολατσιό.

Όλοι έχουν δικαίωμα στη ζωή και στην αγάπη κι αυτήν την αγάπη καλύτερα να την δείχνουν με πράξεις, παρά με λόγια. Όποιος διψάει για ζωή δεν παραιτείται, δεν σταματάει να κάνει όνειρα, δεν στέκεται σε μοιρολόγια.

Μετά από χρόνια δουλειάς στο πλυντήριο, μέσα στα νερά και την υγρασία αρρώστησε ο  Βλάσης κι αναγκάστηκε να σταματήσει. Έμεινε με τον μπαξέ του, τα ζαρζαβατικά του και την Φιλιώ που πάντα ήταν δίπλα του. Μπορεί η ζωή να του στέρησε τη λαλιά του και την ακοή του, του χάρισε όμως απλόχερα τόση καλοσύνη και μια μεγάλη καρδιά που χωρούσε όλο τον κόσμο κι αυτούς που του στάθηκαν και αυτούς που τον πρόγκαγαν!

Γιώργος Ζούγρος

Λαογράφος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: