Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
"Στον τόπο μας δεν ζουν ποτέ οι στενόκαρδοι μήτε της πολιτείας οι ψόφιοι ευνούχοι, κορμαστασιά η ζωή μας παίρνει απ' τον έλατο κι ο νους μας αστραπές απ' το Βελούχι" ΙΣΤΟΡΙΑ - ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ
"Στην παλιά τη γειτονιά"
Του Γιώργου Καλλιώρα
|
Το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα από το
πρωί. Καθισμένος στην καρέκλα της επιχείρησης μου το παρακολουθώ να απλώνεται
και να καταλαμβάνει με την δική του ισχύ όλη την περιοχή. Τα πιτσιρίκια της
γειτονιάς βγήκαν έξω φορτωμένα με κασκόλ, σκούφους, γάντια κ.λπ. και άρχισαν να
παίζουν χιονοπόλεμο. Κάθε λίγο και λιγάκι ένα, ένα έρχονταν στο μαγαζί με τα
μάγουλα κατακόκκινα έπαιρνε κάτι και έφευγε.
Χεχεχεχεχε που είναι εκείνα τα
χρόνια, που κασκόλ εκείνη την εποχή και που σκουφιά; Βγαίναμε στο χιόνι ξεσάρκωτοι
“χωρίς ρούχα” χωρίς να λογαριάζουμε το κρύο ορμώμενοι από την επιθυμία για
παιχνίδι.
Τρέχαμε, παλεύαμε, παίζαμε
χιονοπόλεμο, ουρλιάζαμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν.
Άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει
εκεί στα χρόνια της αθωότητας και της ανεμελιάς. Χμμ όλη την ημέρα στο χιόνι, στη
βροχή, στις λάσπες και στην περιπέτεια και όταν έρχονταν η ώρα μαζευόμασταν
δίπλα στο τζάκι όλη η οικογένεια και εκεί ξεκινούσε μια άλλη ιστορία.
Παραμύθια, αινίγματα, πειράγματα, πάλεμα στο πάτωμα, μια μητέρα να φωνάζει
συνέχεια να καθίσουμε ήσυχα και μια γιαγιά καλοσυνάτη και γλυκιά λες και ήταν
βγαλμένη από τα παραμύθια. Καλοσυνάτη σχετικός ο όρος γιατί όταν την έπιαναν οι
ανάποδες της αλίμονό μας.
Μα τι θυμήθηκα τώρα; Κάποτε στο χωριό μας έρχονταν ένας μανάβης με μια κλούβα διαμορφωμένη έτσι ώστε να μπορεί να πουλά την πραμάτεια του. Παρκάριζε το αυτοκίνητο και πήγαινε στο καφενείο. Είχε την συνήθεια να κάθεται μέχρι αργά το βράδυ. Εμείς παιδιά τότε που το αίμα μας έβραζε ψάχναμε για περιπέτεια και σκανδαλιά πάντα βρίσκαμε τη ευκαιρία και του αρπάζαμε ότι μπορούσαμε. Κάποιο απόγευμα ένας της παρέας μας άρπαξε ένα τσουβάλι πατάτες και το πήγε σπίτι του. Μας είπε ότι οι γονείς του, του είπαν μπράβο γι’ αυτό που έκανε. Την άλλη ημέρα το απόγευμα, με τον αδελφό μου χωρίς να λογαριάσουμε καλά τα πράγματα αρπάζουμε ένα καφάσι, ροδάκινα ήταν, βερίκοκα ήταν, δεν θυμάμαι καλά και τα πάμε στο σπίτι. Χεχεχεχε που να ξέραμε τι μας περίμενε. Στο σπίτι ήταν η γιαγιά και η μητέρα μας. Μόλις μπαίνουμε στο σπίτι γεμάτοι χαρά λέμε «σας φέραμε να φάτε». Η μητέρα μου έκπληκτη μας ρώτησε που τα βρήκατε τα φρούτα.
Η αντάρτισσα θεια κι ο Νικόλας, εγώ
-
Κολάτσα μου, πάμε να δούμε την θεια, μού΄ λεγε η Δέσπω, ή κυρία Δέσποινα, η
μάνα μου. Το Κολάτσας, παιδικό υποκοριστικό του Νικόλαος ή Νίκος ή Νικόλας που
νήπιο, ρωτώντας με πώς με λένε κι έχοντας ακούσει να με αποκαλούν Νικολάκη, μη
μπορώντας να το προφέρω έλεγα Κολάτσης...
Απ’
το 1949, στα 8, βίωνα έντονα ένα θλιβερό για την παιδική μου ψυχή γεγονός, Η
μπαλάντα του Διονύση Σαββόπουλου, τραγουδοποιού- ποιητή- συνθέτη-
τραγουδιστή, «για τα παιδιά που χάθηκαν», ακούγοντάς την από χρόνια, μου το
υπενθύμιζε και με συγκινούσε βαθιά, θυμίζοντάς μου τα παιδικά μου δάκρυα για
ένα από αυτά τα παιδιά που χάθηκαν. Την έφηβη 16χρονη θεια μου από χωριό των
Αγράφων Ευρυτανίας, την Παναγιώτα.
Ποτέ
δεν την είχα ιδεί. Άκουγα όμως από την Δέσπω, από νήπιο, για την
ομορφιά της, τον χαρακτήρα της. Μου είχε γίνει πρόσωπο αγαπημένο.
………………………………………..
Διηγούμαι την ιστορία, όπως την άκουσα, με όποιες πληροφορίες είχαν μέχρι που «έφυγαν» το 1970 μάνα και πατέρας σχεδόν ταυτόχρονα. Στο τέλος θα προσθέσω δικές μου πληροφορίες των τελευταίων 6 χρόνων πριν που τις θεωρώ απόλυτα ακριβείς καθώς προέρχονται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της έφηβης τότε θειας μου:
ΟΙ ΧΙΝΟΠΩΡΙΤΣΕΣ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ
[Του Ιωάννη Έλατου Μάκκα]
Οι χινοπωρίτσες, τα χινοπωράκια της αγραφιωτογιαγιάς μου, παρέμειναν τ' αγαπημένα λουλούδια μου.
Αργότερα έμαθα την ονομασία κυκλάμινα!
Την ονομασία χινοπωρίτσες, χινοπωράκια, την πήραν από την ανθοφορία τους που γίνεται το χινόπωρο (φθινόπωρο).
Οι Αγραφιώτισσες στο γνέσιμο, σε ώρες ανάγκης ( όταν έχαναν σφοντύλι) χρησιμοποιούσαν το βολβό- πατάτα του λουλουδιού, για σφοντύλι στο αδράχτι της ρόκας τους για να γνέσουν.
Έλλειψη γαρ "τέχνας κατεργάζεται" !
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Όταν
φθίνουν οι οπώρες
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Πάλι απόψε ο αέρας αχάει
ασταμάτητα, ανακατεύει τα σύννεφα και μαλώνει με τα κλαριά. Χινοπώριασε, τα
πρώτα κυκλάμινα φύτρωσαν ανάμεσα στα βράχια, τα τσιροπούλια χαμπήλωσαν το
πέταγμά τους και το τραγούδι της βροχής στον τσίγκο, έγινε πια μονότονο.
Οι ζωγράφοι μαγεμένοι απ’ τις
πολύχρωμες φυλλωσιές, εμπνέονται απ’ τα πεσμένα κίτρινα φύλλα του πλατάνου και
πιάνουν παλέτες και πινέλα. Ονειροπόλοι ποιητές, μιλάνε για τη μελαγχολία της
εποχής, μιλάνε για πόνο και για δάκρυ κι ας μην έκλαψαν ποτές!
Μελαγχολία δεν έχει το φθινόπωρο,
όταν γέρνεις σε μια ζεστή αγκαλιά, όταν σου χαμογελά μια αγάπη.
Τα σχολιαρόπαιδα με την σπιρτάδα στο μάτι και με το αναγνωστικό παραμάσκαλα, ξεκινάνε σαν μελισσόπουλα, να τρυγήσουν τη σοφία, τη γνώση και την ιστορία της πατρίδας. Ήρθε καινούργια δασκάλα φέτος, νέα κι όμορφη και το σπουδαιότερο χωρίς βέργα!
Η ξεχασμένη Ιστορία
ΚΑΙ ΕΙΣΗΛΘΑΝ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
Επιμελήθηκε
: ο Περικλής Κ. Φύκας
(αποτελεί μερική επαναδημοσίευση εργασίας μας που φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα ΄΄ΠΡΩΪΝΑ ΝΕΑ ΄΄, της Λαμίας αρ. φ. 2206, το Σάββατο της 18ης-10-1997)
Και έλαχε η ξεχωριστή αυτή μέρα να είναι αφιερωμένη στον προστάτη της Άγιο,
στέκεται ακοίμητος φρουρός της, χρόνια τώρα, και διαφεντεύει τις καρδιές μας
και το θρησκευτικό μας συναίσθημα !
Και ξεκουμπιστήκανε οι επήλυδες, και μέσα στο φευγιό και το λυσσομάνημά τους, την μικρή μας πόλη στη φωτιά και τον όλεθρο, στην καταστροφή και το παρανάλωμα, την ερήμωση και το κλάμα πασχίσανε να παραδώσουνε.
Τα βατευτικά ή μαρκαλίκια
Λαογραφικά σημειώματα του Χρήστου Τούμπουρου
|
Τράγος: Η
αρσενική γίδα με χαρακτηριστικό γένι. Τράγος λέγεται και υβριστικώς ο παπάς,
γιατί έχει γένι και θυμίζει τράγο. «Λαθεύουν και οι παπαδιές και τρογκιούνται
με τα τραγιά στο τραγότσιαλο». Να πούμε ακόμα πως γίδι είναι το νεογνό της
γίδας, το κατσικάκι, ενώ ως ΓΙΔΙΑ ορίζονται το κοπάδι αποτελούμενο από γίδες
και τράγους, ανεξαρτήτως ηλικίας. «Μπήκαν, μωρέ, μπήκαν/τα γίδια στο μαντρί,/τα
πρόβατα στη στρούγκα».
Οι κάτοχοι της γίδας απευθύνονται στους κατόχους των αρσενικών ζώων, των τραγιών, για το βάτεμα. Ο τραγοκάτοχος παίρνει τα «βατευτικά» ή τα «μαρκαλίκια». Έτσι λένε το αντίτιμο για το ζευγάρωμα των ζώων, και αν δεν «στήσει» δηλαδή δεν γκαστρωθεί το θηλυκό, το επαναζευγαρώνουν χωρίς πληρωμή. Αν πάλι δεν γκαστρωθεί ο κάτοχος του αρσενικού επιστρέφει τα βατευτικά ή μαρκαλίκια. Όσες ημέρες τα θηλυκά ζώα, είναι στο αρσενικό, ο ιδιοκτήτης του αρσενικού, είναι υπεύθυνος για τη συντήρηση, αλλά και την ασφάλεια του θηλυκού ζώου. Όταν φθάσει εποχή του ζευγαρώματος, ο εκάστοτε ντελάλης φωνάζει: «Χωριανοί… ακούσατε, ακούσατε. Από μεθαύριο τη Δευτέρα αρχίζει ο μάρκαλος. Όποιος έχει μαρτίνες να τις πάει στο τραΐ του τάδε… (όνομα ιδιοκτήτη αρσενικού), για φέτος, είκοσι φράγκα η ταρίφα, άμα δεν στήσει η γίδα δεν πλερώνει. Το τάγισμα, το πότισμα και φύλαγμα ανέξοδο…».