TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025

ΦΘΙΑ Ύμνος ομηρικός

 

ΦΘΙΑ - Ύμνοσ ομηρικόσ

νθα Φθίη κείται, πολυλήϊος κα εανδρος,
ν κόλπ γαίης Φθιώτιδος, π θρυν τε κα Οίτην απύν,
μητρόπολις Μυρμιδόνων, νδρν σπίδι χαλκεί
τέρπονται πολέμοιο κα λκς καμάτου.

Ο χρυσς ν Φθί πολς οδ ργύρου θαμα,
λλ ρετ κα κλέος παλαιν προγόνων νεστιν.
Τείχεα δ οχ ψηλ κα ορανν μφιβαίνοντα,
λλ στερε λίθοισι, μένοντα κα ν χαλεπ νέμ·
ς τε κα νδρες ασι, βραχίονες ερυμέτωποι,
σιγ μλλον λόγ χαίροντες γορήν.

ν μέσ δ ρα οκος Πηλος ρωος στη,
αλα ερύχωροι, πατημέναι ποσσ γενεν,
νθα ποτ χιλλες, πόδας κς μύμων,
πας τι νήπιος ν δόρυ σκιρτν διδάσκετο,
κα Θέτις ργυρόπεζα, θε λιγενεία,
νύκτας μφιπολεύουσα μινύριζε γόον ανόν,
μοραν δυρομένη, τν οδ θάνατοι λύουσιν.

Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2025

Το Χάνι του Γιώργου Κίτσου στο Νεοχωράκι

 

Το Χάνι του Γιώργου Κίτσου στο Νεοχωράκι

[Του Τάκη Ευθυμίου]

Στο μικρό Νεοχωράκι της Φθιώτιδας, ανάμεσα στις κατάφυτες πλαγιές και τα λιθόστρωτα μονοπάτια που οδηγούσαν από τη Λαμία προς το Καρπενήσι, στεκόταν ένα χάνι, λιτό και φιλόξενο, που άνοιγε τις πόρτες του σε ταξιδιώτες κουρασμένους από τα βουνά και τις κακοτράχαλες διαδρομές. Το Χάνι του Γιώργου Κίτσου ήταν ένας κόσμος από μόνο του, όπου ο χρόνος κυλούσε πιο αργά και η ζεστασιά της οικογένειας έδινε παρηγοριά στους περαστικούς.

Ο Γιώργος Κίτσος ήταν ένας άντρας με αυστηρό βλέμμα και καλοσυνάτη καρδιά. Στο πρόσωπό του, οι βαθιές γραμμές μαρτυρούσαν χρόνια σκληρής δουλειάς και αφοσίωσης στους ταξιδιώτες που περνούσαν από την πόρτα του. Φορούσε πάντα το παραδοσιακό καπέλο του, και το μουστάκι του, προσεκτικά χτενισμένο, προσέθετε μια αίσθηση σεβασμού και αξιοπρέπειας. Δίπλα του, η γυναίκα του ήταν η αθόρυβη δύναμη του χανιού, η καρδιά που κρατούσε ζεστό το σπίτι και τη φωτιά στο τζάκι. Τα μαλλιά της, πλεγμένα με λεπτή δαντέλα, και τα ήρεμα μάτια της έδιναν μια αίσθηση γαλήνης στους ταξιδιώτες που έβρισκαν καταφύγιο εκεί.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2025

Η Μεταξοτροφία στα Πολιτοχώρια

 

Η Μεταξοτροφία στα Πολιτοχώρια - Το μεταξένιο νήμα της μνήμης

[Του Τάκη Ευθυμίου, δασκάλου συγγραφέα]

Σ

τις παρυφές του Τυμφρηστού, εκεί όπου τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας απλώνουν τις πέτρινες αυλές τους ανάμεσα σε πλατύφυλλες μουριές, κάποτε αντηχούσε το θρόισμα ενός ιδιαίτερου μόχθου· του μόχθου της μεταξοτροφίας. Τα Πολιτοχώρια. έτσι ονομάστηκαν επειδή οι κάτοικοί τους ξενιτεύονταν στην Πόλη, την Κωνσταντινούπολη, έκρυβαν μέσα τους μια σπάνια τέχνη: την τέχνη του μεταξιού. Μια τέχνη που ταξίδεψε από τη Μικρά Ασία, διασώθηκε μέσα από διωγμούς, κι έπλεξε το νήμα της ζωής σε τούτα τα φθιωτικά χώματα.

Από τα χρόνια τα παλιά, οι πρόγονοι των σημερινών κατοίκων του Αγίου Γεωργίου, της πρώην Ζιώψης, ήρθαν από τα μέρη της Θεοδοσιούπολης, της σημερινής Ερζερούμ, και κουβάλησαν μαζί τους όχι μόνο τη μνήμη της πατρίδας, μα και τη γνώση της μεταξοσκωληκοτροφίας. Στις αποσκευές τους δεν είχαν πλούτη, παρά λίγους σπόρους, ένα σεντούκι πίστης και την τέχνη να κάνουν το φύλλο τής μουριάς χρυσάφι. Από αυτούς τους πρόσφυγες προήλθαν οι Θεοδοσοπουλαίοι, που με το κουράγιο και την επιμονή τους ρίζωσαν ξανά, καλλιεργώντας μουριές και αναθρέφοντας τα μικρά σκουλήκια του μεταξιού σαν παιδιά τους.

Παρασκευή 14 Νοεμβρίου 2025

"Εν Αθήναις" του Γιώργου Ζούγρου

 

Εν Αθήναις

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Στάθηκε με δέος μπροστά στο μεγαλοπρεπές κτίριο, με τους επιβλητικούς κίονες και τ’ αγάλματα. Κοίταξε μ’ ένα μικρό χαμόγελο, την επιγραφή του μεγάλου σχολείου, που

έγραφε «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ». Τα καταφέραμε είπε μέσα του, χαλάλι οι κόποι και τα ξενύχτια, χαλάλι οι θυσίες και οι αγωνίες. Την πρώτη φορά, που δρασκέλισε το κατώφλι του, φούσκωσε από περηφάνια και ψήλωσε ξαφνικά κάνα δυο πιθαμές!

Ένας άλλος κόσμος ανοίγονταν μπροστά του. Τον πρώτο καιρό ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, έμοιαζε με ψάρι έξω απ’ το νερό. Εδώ ο αέρας μύριζε μπενζίνα και καυσαέρια, ενώ στο χωριό του έσερνε μυρουδιές του βουνού. Στους πολύβουους δρόμους της Αθήνας, οι άνθρωποι σε προσπερνούσαν αδιάφορα, χωρίς να καλημερίζουν, άσπροι μαύροι κι Ασιάτες, όλες οι φυλές του Ισραήλ!

Σιγά-σιγά προσαρμόστηκε στους ρυθμούς της πόλης, έκανε φίλους κι ένιωθε πιο βολικά. Τα Σαββατόβραδα του χειμώνα άρχισε να πηγαίνει με την παρέα του, σε κάτι φοιτητικά κουτούκια, με ρεμπέτικες ορχήστρες. Ήταν η εποχή του ‘’Μίνι’’. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μια παρέα κοριτσιών, μάλλον φοιτήτριες θα ήταν κι αυτές. Εκεί την πρωτόειδε, την ξεχώρισε αμέσως η ματιά του. Φορούσε μια φούστα κοντή, με κόκκινο σκωτσέζικο καρό, που σκέπαζε λιγάκι τα μακριά πόδια της. Τα χυτά μαύρα μαλλιά της, έπεφταν σαν μακριά κρόσσια στους άσπρους ώμους της. Ροδαλά μάγουλα κι ένα αστραφτερό χαμόγελο, στόλιζαν το πρόσωπό της. Η γοητεία του νέου, του καινούργιου, ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά του. Κείνη την ώρα ήταν που η ορχήστρα έπιασε ένα τραγούδι, που κούμπωνε με τις σκέψεις του!

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Ο Σπερχειός του Αχιλλέα

 

Ο ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

[Απόσπασμα από το υπό συγγραφή Μυθιστόρημα: «Αχιλλέας, ο Πρίγκηπας των Μυρμιδόνων της Κοιλάδας του Σπερχειού» από τον Τάκη Ευθυμίου] 

 

Η Κοιλάδα του Σπερχειού και τα Νερά του

Η κοιλάδα του Σπερχειού απλωνόταν πλατιά και καταπράσινη, με τον ποταμό να κυλάει δίπλα από το ανακτορικό κέντρο της Φθίας των Αιακών. Τα νερά του ήταν δροσερά, καθαρά και ζωογόνα, προσφέροντας τη δυνατότητα σε νεαρούς και γέροντες να δροσιστούν και να απολαύσουν τη ζωή κοντά στη φύση.

Ο Αχιλλέας με τους φίλους του έτρεχαν στις όχθες, και οι φωνές τους αντηχούσαν στους λόφους. «Δες, Πάτροκε, πόσο καθαρά τρέχουν τα νερά!», φώναξε ο Αχιλλέας γεμάτος χαρά. «Πρέπει να τα σεβόμαστε, γιατί ο Σπερχειός είναι δώρο των θεών».

Οι Μυρμιδόνες που παρακολουθούσαν από μακριά χαμογελούσαν. Ήξεραν ότι οι νέοι εκτιμούσαν την ορμή και την ευλογία του ποταμού, και ότι με σεβασμό μπορούσαν να ζουν αρμονικά με τη φύση.