Εν Αθήναις
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Στάθηκε με δέος μπροστά στο μεγαλοπρεπές
κτίριο, με τους επιβλητικούς κίονες και τ’ αγάλματα. Κοίταξε μ’ ένα μικρό
χαμόγελο, την επιγραφή του μεγάλου σχολείου, που
έγραφε «ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ». Τα καταφέραμε
είπε μέσα του, χαλάλι οι κόποι και τα ξενύχτια, χαλάλι οι θυσίες και οι
αγωνίες. Την πρώτη φορά, που δρασκέλισε το κατώφλι του, φούσκωσε από περηφάνια
και ψήλωσε ξαφνικά κάνα δυο πιθαμές!
Ένας άλλος κόσμος ανοίγονταν μπροστά του.
Τον πρώτο καιρό ξεχώριζε σαν τη μύγα μες στο γάλα, έμοιαζε με ψάρι έξω απ’ το
νερό. Εδώ ο αέρας μύριζε μπενζίνα και καυσαέρια, ενώ στο χωριό του έσερνε
μυρουδιές του βουνού. Στους πολύβουους δρόμους της Αθήνας, οι άνθρωποι σε
προσπερνούσαν αδιάφορα, χωρίς να καλημερίζουν, άσπροι μαύροι κι Ασιάτες, όλες
οι φυλές του Ισραήλ!
Σιγά-σιγά προσαρμόστηκε στους ρυθμούς της πόλης, έκανε φίλους κι ένιωθε πιο βολικά. Τα Σαββατόβραδα του χειμώνα άρχισε να πηγαίνει με την παρέα του, σε κάτι φοιτητικά κουτούκια, με ρεμπέτικες ορχήστρες. Ήταν η εποχή του ‘’Μίνι’’. Στο διπλανό τραπέζι κάθονταν μια παρέα κοριτσιών, μάλλον φοιτήτριες θα ήταν κι αυτές. Εκεί την πρωτόειδε, την ξεχώρισε αμέσως η ματιά του. Φορούσε μια φούστα κοντή, με κόκκινο σκωτσέζικο καρό, που σκέπαζε λιγάκι τα μακριά πόδια της. Τα χυτά μαύρα μαλλιά της, έπεφταν σαν μακριά κρόσσια στους άσπρους ώμους της. Ροδαλά μάγουλα κι ένα αστραφτερό χαμόγελο, στόλιζαν το πρόσωπό της. Η γοητεία του νέου, του καινούργιου, ήρθε να ταράξει τα ήρεμα νερά του. Κείνη την ώρα ήταν που η ορχήστρα έπιασε ένα τραγούδι, που κούμπωνε με τις σκέψεις του!






