TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Ο γέννος

Ο   Γ Ε Ν Ν Ο Σ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
"Ο Χριστός της Ρούμελης" του Χρήστου Καγκαρά
Χριστούγεννα ταποταχιά, γιορτάσι ξημερώνει,
απάνω στα ψηλά βουνά, στα βλάχικα κονάκια
πέφτει το χιόνι ολόπυκνο κι όπως ολούθε πέφτει
αποσκεπάζει τις πλαγιές, τα γούπατα τις ράχες
κι οπούναι λιθαρόστρουγκες και στάνες με παλιούρια
θαρρείς κι απλώνει ασπρόρουχα, σκουτιά λες και κρεμάει.
Όξω το χιόνι στο βορό σηκώθηκε ένα μπόγι
και μέσα στην αχύρινη την τουρλωτή καλύβα,
πουναι τρανή και διάπλατη κι ο τόπος της μεγάλος,
κούτσουρα τετραπανωτά στον πυρομάχο καίνε
και γύρα-γύρα απτη φωτιά, σιμά στα γωνολίθια
σε τσέργα απάνω ο τσέλιγκας, πουχει δασύ το φλόκο,
στη μέση μέση κάθεται και στις τραγίσιες κάπες
οι μπιστικοί αραδιάζονται κοντά του σταυροπόδι.
Στα δάχτυλα του ο τσέλιγκας σαν κάτι να μετράει.
- Τι συλλογάσαι, τσέλιγκα τι λογαριάζει ο νους σου;
- Τον Αλωνάρη, ωρέ παιδιά, σα ρίξαμε τα κριάρια
πήραν τα ζα μονοημερίς και πέφτει απόψε ο γέννος.
-Καλώς ναρθεί, αρχιτσέλιγκα, καλά ξεγεννητούρια.
Κι όσο ναρθεί η ώρα αυτή σταποψινό νυχτέρι
δε φκιάνουν κόθρα στη φωτιά, στεφάνια για κουδούνια,
δεν πελεκάν ραβδιά, μηδέ ξομπλιάζουν αγκλιτσάρια
και μήτε κόκκαλα τρυπάν απόρνιο για φλογέρες.
Μόνλένε γεροντολόγο και μύθους αραδιάζουν,
άλλος λογιάζει του Χριστού ταχιά πως ξημερώνει
και μολογάει για τη γιορτή κι οι γύρα τον ακούνε,
άλλος διηγιέται για κακούς καιρούς και για χιονούρες,
άλλος για το κυνήγι λέει στα δάσια και παινιέται
πως βάρεσε αγριογούρουνο με μια απαλάμη τρίχα
κένα φουρκί ασπρόδοντο, για κούρο άλλος μιλάει,
άλλος κρένει για βύζασμα για στόλισμα, για γέννο
και κάπου-κάπου άλλος τραβά, παρόξω θράκα απλώνει
και φλέγγες σταίνει καταγής, κομμάτια από μπομπότα
και ψένει ξανθοκόκκινες καψάλες και μοιράζει,
ψένει και για τον τσέλιγκα μες σε μπακίρι πόντζι,
να πιει σταλιά να ζεσταθεί, τι μάργωσε απτην πόγρα.
Κι ο τσέλιγκας περίγυρα τους μπιστικούς κοιτάζει
- Μας λείπει ο Γόγιας κι ο Φωλιάς, μας λείπει κι ο Σκαρλάτος,
θε να τους έκλεισε ο χιονιάς, θα χάσανε τη στράτα
- Σώπα αλυχτάνε τα σκυλιά, σαυτούς όξω γαυγίζουν.
- Καλώς τους.
             -Γεια χαρά, παιδιά.
              -Περάστε στην καλύβα
βαρείτε τα τσαρούχια σας, τις κάπες σας τινάξτε,
να φύγουνε τα κρούσταλλα, να πέσουνε τα χιόνια
κελάτε στη φωτιά κοντά, γιατί είσαστε λουτσίδι
- Φέρτε την κάπα στο Φωλιά, τον πλάτη στο Σκαρλάτο,
φέρτε και σαρκοφάνελλα για να φορέσει η Γόγιας.
Τήρα ποδάρια αραδαριά στην παραστιά χαβδάλα,
τήρα τσουράπια μάλλινα που αχνίζουν και στεγνώνουν,
τήρα και χεροπάλαμα που απλώνονται στην πύρα
- Πού πήγατε, σταυραδερφοί, χαθήκατε όλη μέρα.
- Μέρα κεμείς διαλέξαμε στη Χώρα για να πάμε
για ψίνα και γρατίσαμε στα χειμαδιά ως ναρθούμε.
-Χιονίζει ακόμα;
                           -Σταματά το χιονοβόρι ετούτο,
τι κοσμοχάλαση είναι αυτή και τι χειμωνοκαίρι.
Μέχρι το χείλι τοφερε της θάλασσας το χιόνι,
το Λιανοκλάδι πνίγεται, βούλιαξε το Ζητούνι,
η Νιόπατρα δε φαίνεται, τΑγά δεν ξεχωρίζει,
τα κεραμιδοσκέπαστα χωριά ασπρίστηκαν όλα
κείναι γδυτός μόνο ο Σπερχειός στο χιονισμένο κάμπο.
- Απάνω στα ψηλά βουνά σαν τι να κάνει τώρα;
- Κατάκορφα απτο Γρεβενό ροβόλησε ο Λιασκώνης,
οπούχει στήθια αμάργωτα, βασταγερά ποδάρια,
κείπε πως εξαγνάντεψε γύρα-τριγύρα κείδε
το Γουλινά ολοτύλιχτο μες σε βαθιά χιονούρα,
την Καταβόθρα σκεπαστή, την Γκιώνα όλη χωμένη,
κουκουλωμένα τΆγραφα, χαμένα τα Βαρδούσια,
το μάτι τη Γραμμένη Οξυά δε βλέπει απτην ασπρίλα
και το Βελούχι το ψηλό, που ξάνοιγμα δεν έχει,
ποιος ξέρει στις περίτρανες κι αμέτρητες κορφές του
τι στίβες, τι πατώματα τι ντούνες χιόνια ναχει.
Κεδώ στης Γούρας τα ριζά, πουναι τα χειμαδιά μας,
το χιόνι ως τώρα πουριξε το πάει μέχρι τη ζώστρα
κι αλλού σωριάστη κέγιναν αυλές και φράχτες ένα
-Ξεχάσαμε τα ζωντανά με την πολλή κουβέντα
Για
σήκω, Καραγκούνη μου, για πάρε το λυχνάρι
και
φέρε γύρα το μαντρί και φέξε στις πρατίνες
και
δες μη γέννησε καμιά, μη θέλει άλλη βοήθεια·

ας έρθει παραχέρι σου μαζί σου κι ο Σαξώνης,
ρίξτε κατάχαμα άχερα και μαλακά κλαδούρια,
ναναι στρωσίδι στα μικρά, στρωσίδι και στις μάνες.
Με το λυχνάρι οι μπιστικοί το γρέκι φέρνουν γύρα
κεδώ φωτάν κεκεί φωτάν και βλέπουν τις πρατίνες
άλλες συχνά για να βαρούν τη γη με το ποδάρι,
άλλες για να τανύζονται, να γονατίζουν άλλες
κι άλλες για να κοιλοστροφάν στο χώμα πλαγιασμένες.
- Για σηκωθείτε, ωρέ παιδιά, το φωτογώνι αφήστε
και
το κοπάδι ξάπλωσε, γεννοβολάει απόψε!
Γιόμωσε ο τσάρκος μπιστικούς. Στον τσάρκο αυτή τη νύχτα
κουδούνια δεν ακούγονται, βροντάρια δε χτυπάνε
και μοναχά βελάσματα βραχνά-βραχνά αγροικιούνται.
Εδώ βελάζει η κάλεσα, πιο εκεί η κουρούτα σκούζει,
η μπελομάτα η όμορφη ρεκάζει παραπέρα,
γεννάει παρόξω η μουστάκια κη γρίβα παραμέσα,
αλλού η σακουλομάσταρη κι αλλού η καλαμοβύζα
κη κάτσινα, που ανήσυχη βολόδειρε όλη μέρα,
τραβήχτη κι απογέννησε στου βλάχου το στρωσίδι.
Κι ο τσέλιγκας από βοσκό σε μπιστικό παγαίνει
κι αράδα αράδα τους ρωτά.
   - Πώς πάει ο γέννος, Σκούρα;
- Είναι η χρονιά φέτο καλή, καιρούσικος κι ο γέννος.
- Τράβα το ναβγει, Καλαθά, κείναι ταρνί μεγάλο,
σπάστου την πάνα κι άσε το κη μάνα του το γλύφει.
- Μες σταποκόλι ο Κολοβός τι νυχτοπαραδέρνει;
- Γέννησε η μπέλα, τσέλιγκα, μα τάφησε η μαγάρα.
- Συμμάζωξε ταρνάκι της τα ζα μην το πατήσουν
και τήρα αυτή πού τρύπωσε, κάτσε προσθήλιασέ το,
να ποδαρώσει τ’ άμοιρο, λίγη πυτιά να πάρει.
Παλούμπα, η σκούκια τι έκαμε;
                          - Περίτρανα δυο λάγια.
                                        - Η σίβα, Ντούβρα, η ζάβαλη;
                                                    - Τριπλάκια έχει βγάνει
τονα τοκαμε βάκρινοσκουλαρικάτο τάλλο 
και τάλλο η ανεβάσκαγη το γέννησε βαρβάτο!
- Εδώ η μουτζούρω κορμερό.
-Πού ‘ν’ το, Νασιούλα, πού ‘ντο;
- Για ιδές το, τσέλιγκα, μια οργιά! Για έχα είναι ετούτο.
- Για έχα το καρλαύτικο, για έχα και το ρούσο,
για έχα και της καστανής το ρούντο το σπαθάτο
και το καμπουρομύτικο το καψαλό της μπέλτσας.
- Σαντάρμη, πόσες βοήθησες πρατίνες να γεννήσουν;
- Πενήντα ως τώρα βοήθησα, ξεγέννησα άλλες τόσες
κι όσο να ξετελέψουμε ποιος ξέρει ακόμα πόσες θα λευτερώσω.
- Ο Σιωκο-Λιάς;
                           - Διακόσια αρνιά στις μάνες
προβύζασα
κέχω εκατό να βυζοπιάσω ακόμα.
- Πώς πάει στις άκρες
                                      - Μπίτισε στο πισωστρούγκι ο γέννος.
- Για φέρτε ακόμα μια βολά, το λύχνο φέρτε γύρα
μήπως
γεννάει άλλη καμιά.
   - Γέννησαν, τσέλιγκα, όλες.
- Πόσες απόψε απόρριξαν;
  - Δέκα ξερά τα βγάναν.
- Τα γλύψανε τα κόλεθρα, τους πέσαν τα κυττάρια;
- Με τα μαλλιά τους πια στεγνά ταρνιά στα πόδια στέκουν.
                                             - Έχουν γάλα οι μάνες τους;
                                                                  - Γιομάτα τα μαστάρια
βυζάσαν και με τις κοιλιές χορτάτες από γάλα 
κοντά-κοντά στις μάνες τους καταλαγιάζουν τώρα
με στρώμα την ξερονομή, μες στη ζεστή καλύβα
- Έμεινε γάλα;
-Πιάσαμε σε κάνα δυο καρδάρες,
ταχιά στη γάστρα θα γενεί πανέμνοστη κολάστρα.
Γεννάν τα ζα απτο σούρουπο κεκεί στο μεσονύχτι
ο τσέλιγκας κοι μπιστικοί παίρνουν καιρό γι’ ανάσα.
- Συμπάτε τη φωτιά, παιδιά, πώρες απόμεινε έρμη,
ρίξτε της ξύλα ανάβροχα, ταγίστε την με σχίζες
κι απλώστε θράκα ολόγυρα στερνά να πυρωθούμε.
Χριστουγεννιάτικη φωτιά πυρομανάει στο τζάκι
κοι φλόγες με τις γλώσσες τους τα κούτσουρα βοσκάνε
κοι μπιστικοί στον τσέλιγκα γύρα απτην πύρα λένε.
- Μεσάνυχτα ήρθαν, τσέλιγκα, τορνίθι έχει λαλήσει,
ταχιά χαράζει του Χριστού, ταχιά γιορτάρα μέρα
κι απόψε η χάρη Του απτα αρνιά, οπού σουχει χιλιάσει,
ναντα σερκά σοϊλίτικα κι αυτά τα θηλυκάτα
να σου γενούνε δίφορα, να σου γενούν διγόνια.
Χρόνια να ζας κι ολοζωής νακολουθάς κοντά τους.
- Ευχαριστώ, μωρέ παιδιά, κεσείς να ζάτε ως πέρα,
μόντη φωτιά ας αφήσουμε να κοιμηθούμε ψίχα,
γιατί το σήμαντρο ο παπάς σε λίγο θα βαρέσει,
να πάμε όλοι στο ξώκλησο για να λειτουργηθούμε.
Ρίχνει όξω χιόνι αδιάκοπα και μέσα στην καλύβα
αποσταμένοι οι μπιστικοί κοντά στο τζάκι γέρνουν
μες στις βελέντζες τις χοντρές και στον απλό τους ύπνο
τους νανουρίζει ολόγλυκα κάνα δαυλί που τρίζει
και κάνα πουρναρόφυλλο που προυτσαλάει στη θράκα.

Γλωσσάρι
Αγά, το = η Σπερχειάδα της Φθιώτιδας,
αποκόλι, το = το πίσω μέρος της καλύβας.
Γουλινά, το = βουνό πάνω απτη Σπερχειάδα.
Γούρα, η = το βουνό Όθρυς.
Γρεβενό, το = η ψηλότερη κορυφή της Οίτης, ύψους 2.050 μέτρα
διγόνι, το = το δεύτερο αρνί που γεννάει την ίδια χρονιά η προ­βατίνα
καιρούσικος, ο = η γέννηση των αρνιών, όταν έρχεται στον καιρό    τους.
Καταβόθρα η = το βουνό Οίτη.
κολάστρα, η = το πρώτο μετά τη γέννηση γάλα των ζώων που βρασμένο πήζει.
κόλεθρο, το = η διαφανής κόλλα που περιτυλίγει ταρνί, όταν γεννιέται.
κυττάρι, το = τα εξαρτήματα του νεογέννητου ζώου που ξε­κολλούν απτη μάνα και πέφτουν ύστεραπ' τη γέννηση, το ύστερο.
μπιτίζω = τελειώνω.
Νιόπατρα ή Πατρατζίκι, η, το = η Υπάτη της Φθιώτιδας που στο Μεσαίωνα ερημώθηκε και κατοικήθηκε από οικογένειες της Πάτρας της Πελοποννήσου, απόπου ονομάσθηκε Νέα ή Μικρή Πάτρα.
ντούνα, η = στίβα, μεγάλη ποσότητα.
πόντζι, το = θερμαντικό από βρασμένο ρακί ή ούζο ή κρασί.
προυτσαλάω = κάνω θόρυβο.
φλέγγα, η = λεπτό κομμάτι.
φουρκί, το = η απόσταση μεταξύ δείχτη και αντίχειρα.
χαβδάλα, η = με ανοιχτά τα πόδια.
ψίνα, η = τροφή προβατιών από πίτουρα κι αλάτι.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: