TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Η μελά

Η μελά
[ Το φυτό και το όνομα του ]
του Γιώργου Δελόπουλου
 
Υπάρχει ένα φυτό, αείφυλλο, παρασιτικό, που γενικά στην Ελλάδα ευδοκιμεί πάνω στους κορμούς των ελάτων. Σπανιότερα σε βαλανιδιές ή και καστανιές (ενώ σε άλλες χώρες φυτρώνει και πάνω σε αχλαδιές, μηλιές, λεύκες, ιτιές). Οι καρποί του είναι κάτι άσπρες μαλακές ρωγίτσες γεμάτες από μια παχύρρευστη κολλητική ουσία που περιβάλλει το κουκούτσι, το σπόρο.

Ο ιξός, η ιξία
Το παλιότερο ελληνικό όνομα του φυτού, από τη βαθιά αρχαιότητα, είναι ο ιξός. Αλλά και η ιξία. Υπάρχει και στη δημοτική η μορφή ιξιά (ΜΕΕ). Αλλά καμιά από τις μορφές αυτές δεν είναι ιδιαίτερα εύχρηστη. Το όνομα ιξός, εκτός από το ίδιο το φυτό, δηλώνει και την κολλητική ουσία που περιέχουν οι καρποί του. Έτσι, παράχθηκε και το νεότερο και πολύ γνωστό η ξόβεργα (της δημοτικής) από το ιξόβεργα1. Οι ξόβεργες ήταν παγίδες για μικρά πουλιά: βεργούλες αλειμμένες με κολλητική ουσία που τις έδεναν τα παιδιά σε κλωνάρια έτσι ώστε να κολλάνε πάνω τους τα πόδια των πουλιών που πατούσαν σ' αυτές και μ' αυτόν τον τρόπο να παγιδεύονται και να τα πιάνουν. Αρχαία πρακτική που εφαρμοζόταν ως τα μέσα του 20ού αιώνα, μολονότι είχε απαγορευτεί με νόμο του 1924 για να προστατευτούν τα πουλάκια αυτά σαν χρήσιμα για τη γεωργία, επειδή τρώνε τεράστιες ποσότητες βλαβερών εντόμων. Να σημειωθεί ότι στο Νεχώρι δεν έφτιαχναν και δε χρησιμοποιούσαν τέτοιες παγίδες.
Από το ιξός προήλθε και το αρχαίο επίθετο ιξώδης για να χαρακτηρίσει κάτι που είναι παχύρρευστο και κολλητικό σαν τον ιξό. Αλλά και διάφορες άλλες παράγωγες λέξεις.
Viscum album

Το επίσημο λατινικό επιστημονικό όνομα του φυτού για το οποίο μιλάμε είναι Viscum album και το ελληνικό αντίστοιχο του, επίσημο επίσης, είναι η ιξία η λευκή και απλά ο ιξός (κανονικά το σκέτο Viscum  καθώς και το ιξία ονοματίζουν ολόκληρο γένος φυτών). Κάποιοι έχουν δανειστεί το λατινικό ουσιαστικό του όρου γράφοντας στα ελληνικά βίσκον το λευκόν. Το ελληνικό ιξός και το λατινικό Viscum δείχνουν να έχουν κοινή ινδοευρωπαϊκή προέλευση, πράγμα που σημαίνει πως η χρήση αυτού του ονόματος ήταν καθιερωμένη και κοινή στους ινδοευρωπαϊκούς λαούς από πολύ παλιούς προϊστορικούς χρόνους. Και η μακροβιότητα του αυτή οδηγεί στη σκέψη πως και το φυτό θα πρέπει να ήταν τότε από τα κάπως σημαντικά πράγματα μέσα στη ζωή των ανθρώπων.
Το γκι
Το λατινικό όνομα του φυτού Viscum  εξελίχθηκε στα γαλλικά και έχει καταλήξει στη μορφή gui2, που πρωτομαρτυρείται γραφτά το 1330. Για τους Γαλάτες ήταν ιερό φυτό και μέχρι σήμερα συνδέεται για τους Γάλλους και άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, ιδίως καθολικούς, με τις γιορτές της Πρωτοχρονιάς. Κρεμάνε από την οροφή ένα κλωνάρι από γκι και, για το καλό, φιλιούνται κάτω απ' αυτό τα μεσάνυχτα καθώς υποδέχονται τον καινούριο χρόνο. Κάποια σχετική παράδοση αποδίδει ερωτικές ιδιότητες στο φυτό και γι' αυτό όποιοι βρεθούν κάτω από το κρεμασμένο γκι επιβάλλεται, λέει, να φιληθούν.
    Στην ελληνική γλώσσα το γκι εμφανίστηκε στις μέρες μας, σχετικά πρόσφατα, γι' αυτό και δε βρίσκεται καταχωρημένο σε λεξικά ή εγκυκλοπαίδειες προγενέστερες από τα μέσα του περασμένου αιώνα.3
Η λέξη δεν πέρασε στα ελληνικά σαν απλό όνομα του φυτού αλλά ειδικά συνδυασμένη με τον γαλλικό εθιμικό χαρακτήρα του. Και στην Ελλάδα, στα αστικά κέντρα το χρησιμοποιούν για στολισμό μέσα στα σπίτια τις μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.4 Πράγμα όμως που δεν έχει εισχωρήσει καθόλου στα λαϊκά παραδοσιακά έθιμα της υπαίθρου. Δεν είναι λοιπόν παράξενο που το πράγμα είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα (και ιδιόμορφα) έναν νέο Νεχωρίτη δάσκαλο που έχει γράψει: «Όταν για πρώτη φορά είδα τη μελά να πουλιέται στους δρόμους της Αθήνας σα συμπλήρωμα χριστουγεννιάτικης διακόσμησης στα σπίτια με τ' όνομα Γκι, αισθάνθηκα κάπως άσχημα. Δε μπόρεσα να συμβιβαστώ με την ιδέα ότι το πολύτιμο για μας αυτό είδος που με τόσο κόπο και πόνο το μαζεύαμε, θα μπορούσε να τσαλαπατιέται και να πουλιέται στα πεζοδρόμια σαν κάτι παρακατιανό...» (Παπαθανασίου 26).
Δικαιολογημένη φυσικά η ενόχληση στη θέα ενός τέτοιου εμπορεύματος που τσαλαπατιέται στα πεζοδρόμια! Όχι όμως πως αντιμετωπίζεται «σαν κάτι παρακατιανό». Αντίθετα, πουλιέται για το νόημα του, θα λέγαμε, το θρησκευτικό. Ιδίως που, για τη φράγκικη παράδοση, το φυτό αυτό δεν έχει απλά κάποια χρησιμότητα σαν ζωοτροφή. Όπως είπαμε, είναι φυτό ιερό με έναν πανάρχαιο, προχριστιανικό συμβολισμό και με συγκεκριμένη θρησκευτική ιδιαιτερότητα. Σε μας δεν έχει τη σημαντική σχέση με τη θρησκεία που έχει στους Δυτικοευρωπαίους. Φαίνεται όμως ότι και στην ελληνική παράδοση εμφανίζεται μια κάποια «υπερφυσική» ιδιότητα του φυτού. Παλιές Νεχωρίτισσες θυμούνται ότι «λέγεται και νεραϊδόξυλο, γιατί γιατρεύει τους νεραϊόοπαρμένους». (Παπαναγιώτου 505).
Ας έρθουμε λοιπόν πιο κοντά στη δική μας πραγματικότητα, στην Κεντρική Στερεά και ιδίως στο Χωριό μας, με την περιέργεια να δούμε, αυτό το φυτό πώς το λένε εδώ, οι άνθρωποι του βουνού, πώς το βλέπουν, τι το κάνουν και πώς το ζουν (πώς το ζούσαν κάποτε, για να ακριβολογούμε...).
Η μέλα
Σε μεγάλο, πολύτομο λεξικό της ελληνικής γλώσσας το όνομα του φυτού καταγράφεται σαν παροξύτονο η μέλα και χαρακτηρίζεται σαν λέξη της δημοτικής με την ερμηνεία «το φυτόν ιξία η λευκή» (ΔΔ). Αλλά και αλλού, η μέλα «κοινή ονομασία του φυτού ιξία η λευκή» (ΜΕΕ).
Νομίζουμε ότι δε θα πρέπει να θεωρηθεί σαν λέξη της κοινής νεοελληνικής (της δημοτικής), αλλά ότι είναι καθαρά ιδιωματική λέξη. Σύμφωνα με συγκεκριμένο ερευνητικό υλικό, έτσι θηλυκό και παροξύτονο συναντιέται στη Θεσσαλία και την Πελοπόννησο, σαν «είδος παρασιτικού φυτού των ελάτων» (ΑΑ)5.
Ο μελάς
Σαν αρσενικό οξύτονο της δημοτικής ο μελάς και μελιάς «το φρυγανώδες και παράσιτον φυτόν ιξία η λευκή» εμφανίζεται το φυτό στο ΔΔ (όπου υπάρχει, όπως είδαμε και η μέλα). Επίσης ο μελάς [ου μιλάς] στη Στερεά (Καραπιπέρης). Καταγράφεται σε μέρη της Στερεάς με τον ορισμό "ιξός, παρασιτικό φυτό στα έλατα" (ΑΑ). Ειδικότερα στην Παρνασσίδα (βλ. παρακάτω). Το αρσενικό έχει καταγραφεί στη Στερεά και με τη μορφή ο μιλάς6, που είναι βέβαια ο μελάς με το ι να αντιπροσωπεύει την κανονική ρουμελιώτικη προφορά του άτονου ε.
Αρσενικό ο μελάς, αλλά και ο μελιάς είναι το φυτό στο χωριό Πτελέα (πρώην Πύργος) Φθιώτιδας (κατά τον Κοντογιάννη, Β' 426, στο λήμμα μιλάς όπου επίσης το -ι- αποτυπώνει το άτονο -ε-). Το αρσ. μελάς και ένα μηλιάς αναφέρει και ο Βαγ. (στη λ. gui). Εδώ, η μορφή μηλιάς δείχνει προβληματική. Για τις μορφές μελιάς και μηλιάς πρέπει να πούμε ότι η παρουσία του -λι- δε φαίνεται αυτονόητη και πρέπει να αναζητηθεί κάποια εξήγηση. Θα πρόκειται για εσφαλμένη ένταξη των μορφών αυτών εδώ, ενώ αναφέρονται σε άλλο φυτό.7
Παράλληλα στο λεξικό ΔΔ εμφανίζεται ο μελάς σαν όνομα και άλλου φυτού: «το παράσιτον φυτόν λώρανθος ο ευρωπαϊκός». Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ορισμένη ποικιλία του ιξού, που ονομάζεται και λ,όρανθος της δρυός, ιξός της δρυός. Το μελάς (ο) δεν το έχουν ούτε οι εγκυκλοπαίδειες ΜΕΕ, ΠΛΜ.
Σαν τοπωνύμιο το Μελάς θα μπορούσε να προέρχεται από προσωπωνύμιο και αυτό από το επαγγελματικό μελάς "παραγωγός μελιού", "πωλητής μελιού". Χρειάζεται καλή γνώση της περιοχής για να μπορεί κανείς να κρίνει σχετικά. Στη Μικρά Ασία υπάρχει το ποντιακό τοπωνύμιο Σουμελά, ήδη μεσαιωνικό, πολύ γνωστό για το Μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, της φημισμένης Παναγίας των Ποντίων. Το Μοναστήρι βρίσκεται πάνω στο βουνό Μελάς και το τοπωνύμιο προέρχεται από τη συνεκφώνηση με το στου (πρόθεση σε + του, αρσ. άρθρο στη γενική) που κανονικά γίνεται σου στα ποντιακά: Σου Μελά από στου Μελά. Δε στάθηκε δυνατό να βρούμε κάποια πληροφορία για την παραπέρα προέλευση του ονόματος του βουνού.
Η μελά και από που προέρχεται
Δεν έχουν καθόλου τη λέξη η μελά (ούτε *ομελά, *ομιλά η κάτι τέτοιο) τα λεξικά: Ανδριώτη (ετυμολογικό, β' έκδ.), Μπαμπινιώτη (β' έκδ. και ετυμολογικό), Τεγόπουλου (β' έκδ.). Επίσης, το θηλυκό μελά (η) δεν το έχουν ούτε οι εγκυκλοπαίδειες ΜΕΕ, ΠΛΜ κ.ά. Αυτά, μαζί και με τα αρχειακά και άλλα δεδομένα, δείχνουν ότι η λέξη είναι αυστηρά ιδιωματική και χρησιμοποιείται σε γεωγραφικά περιορισμένη έκταση.
Σχετικό είναι και θα πρέπει να σημειωθεί ότι ίσως από το όνομα του φυτού προέρχεται το τοπωνύμιο «Μελά, η, οικισμός... στο ανατολικό τμήμα της νήσου Σκύρου, απέναντι από τα Βρυκολακονήσια, σε υψόμετρο 110» (ΠΛΜ).
Η λέξη είναι ουσιαστικά ανετυμολόγητη. Κάποιος, ξεκινώντας από τη μορφή του αρσενικού μελάς, υποθέτει προέλευση «από το ουσ. μέλι και την κατάλ. (άς) επειδή από τους καρπούς του παρασίτου παράγεται μια κολλώδης ουσία, που ομοιάζει με το μέλι» (Καραπιπέρης). Δε γνωρίζουμε αν αυτή την υπόθεση την έχει κάνει άλλος, προγενέστερα. Αργότερα την επαναλαμβάνει ο Κοντογιάννης. Η συσχέτιση με το μέλι είναι η πρώτη και εύκολη σκέψη (και πρόχειρη) που μπορεί να κάνει κανένας. Αλλά, πρώτα ως προς το πράγμα, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι αυτή η ουσία που περιέχουν οι ρωγίτσες είναι μεν «κολλώδης» αλλά γλυκειά δεν είναι. Ούτε καν ουδέτερη  έχει γεύση πικρή, και πολύ πικρή μάλιστα. Ύστερα, από γλωσσική άποψη, ο σχηματισμός ενός αρσενικού σε -άς για φυτό (με τη σημασία "που έχει μέλι") δε δείχνει και τόσο φυσικός. Δηλαδή, το μελιάς δε μας φαίνεται να μπορεί να προέλθει κανονικά από μελάς (ούτε και η αντίστροφη εξέλιξη θα ήταν κανονική). Δεν ξέρουμε πόσο βέβαιη είναι η καταγραφή που έγινε στην Πτελέα. Πάντως, ένα μελιάς θα μπορούσε να εξηγηθεί όχι σαν απλό όνομα του φυτού αλλά σαν όνομα που δηλώνει "μέρος με πολλή μελά" (με άφθονα φυτά μελάς), σχηματισμός συνηθισμένος κατά τα πλατανιάς, πευκιάς, πονρνιάς, καναπιτσιάς κλπ.
Αλλά και ο σχηματισμός (με την ίδια σημασία) του θηλυκού σε -ά (η μελά) είναι ακόμα λιγότερο πιθανός. Και εδώ, άλλο πράγμα είναι η άφθονη παραγωγή του τύπου σε -ιά: μηλ-ιά, μυγδαλ-ιά, βελανιδ-ιά κλπ. (όπου ανήκει και η μελ-ιά που είδαμε παραπάνω). Τα οποία βέβαια δε θα μπορούσαν να γίνουν *μηλά, *μύγδαλα, *βελανιδά!
Τέλος, σημαντικό είναι να λάβουμε υπόψη ότι η λέξη δεν είναι αρχαιοελληνική αλλά ούτε και μεσαιωνική. Ερευνήσαμε αρκετά για κάποια πιθανά βυζαντινά ίχνη της8 και δε βρήκαμε απολύτως τίποτα! Αυτοί οι λόγοι μας παρακινούν να αναζητήσουμε την προέλευση της λέξης και αλλού, πρώτα απ' όλα σε άλλες γλώσσες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (του βαλκανικού χώρου). Και πράγματι, εντοπίζουμε αντίστοιχη λέξη, σαν όνομα του ίδιου φυτού, στις σλαβικές γλώσσες γενικά, με κάποιες ενδιαφέρουσες παραλλαγές από γλώσσα σε γλώσσα.
Η μορφή στη σλαβωνική (εκκλησιαστική νοτιοσλαβική) ήταν uΜeπa.
Στη σερβική και κροατική βρίσκονται οι τύποι uΜeπa, Μeπa και οΜeπa  (να σημειωθεί ότι σ' αυτές τις δυο αδελφές γλώσσες η τελευταία συλλαβή δεν τονίζεται ποτέ, εδώ και αιώνες). Στη σλοβένικη έχουμε imela και mela.  Στην ουκρανική iΜeπa  και οΜeπa.  Στη ρωσική οΜeπa.
Αυτές οι μορφές προϋποθέτουν ένα προγενέστερο omela και imela    στη σλαβική κοινή acΜep), στη γλώσσα δηλαδή που μιλούσαν οι Σλάβοι όταν ήρθαν στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, νωρίς το μεσαίωνα. Υπάρχουν μάλιστα λέξεις αντίστοιχες στη λιθουανική και λετονική (βαλτικές γλώσσες συγγενικές προς τις σλαβικές), που δείχνουν την παλαιότητα της σλαβικής λέξης (ό.π.).
Εννοείται ότι από τους ελληνόφωνους πολύ λογικό ήταν να εκληφθούν τα αρκτικά [ί-] και [ο-] σαν τα ελληνικά άρθρα, θηλυκό η και αρσενικό ο, οπότε φυσικά διαμορφώνονται και η μελά και ο μελάς. Αναμενόμενα και τα δυο. Η προέλευση λοιπόν της λέξης γίνεται ξεκάθαρη.
Η μελά στη ζωή των βουνίσιων

Όπως είδαμε, ο μελάς, αρσενικό, εντοπίζεται σε μέρη της Στερεάς Ελλάδας (και σ' αυτά το φυτό είναι γνωστό μόνο μ' αυτό το όνομα), όπως λόγου χάρη στα μέρη του Παρνασσού9:
«Ο μελάς φυτρώνει μόνο στα έλατα και μόνο στα μεγάλα. Όχι σε δέκα και είκοσι χρονών. Ούτε σε κέδρα, σε κουμαριά, πουθενά αλλού. Τον μαζεύαμε για ζωοτροφή το χειμώνα, με χιόνι. Πολύ καλή τροφή, για όλα τα ζώα. Σα να τρώνε φύραμα! Την άνοιξη ανθίζει και είναι πιο πικρός. Βγάζει ένα λαλάκι10. Για να τρώγεται, τον αφήναμε λίγες μέρες να πανιάσει, να μαραθεί το λαλάκι. Άμα ηθέλαμε να κόψουμε και κανένα λατσούδι11, που δεν το έτρωγαν και τόσο καλά τα ζώα, έπρεπε να πάρουμε άδεια απ' το Δασαρχείο. Για πέντε φορτώματα λατσούδι, ας πούμε. Αλλά ο μελάς ήταν ελεύθερος, έκοβες όσο θέλεις. Αλλά δεν ήταν εύκολη δουλειά να ανέβεις δέκα και είκοσι μέτρα ψηλά, ανάμεσα στα λατσούδια με το χιόνι. Και με αέρα κάποτε -κάποτε. Έπρεπε να το λέει η καρδούλα σου!»
Η μελά, ξεκάθαρα και αποκλειστικά θηλυκό είναι το όνομα του φυτού στο Νεχώρι και στα γύρω χωριά. Έχουμε και το όνομα ελατομελά, για να την ξεχωρίζουμε από την κέδρο μελά, τη μελά που φυτρώνει μόνο πάνω στα κέδρα, είναι σπανιότερη και πολύ διαφορετική σαν φυτό, «ακριβώς όπως το κυπαρίσσι»12.
Για τη θεμελιακή σπουδαιότητα του φυτού στη χειμωνιάτικη ποιμενική ζωή μας μίλησε ένας παλιός Νεχωρίτης κτηνοτρόφος13:
«Μελά μαζεύαμε το χειμώνα, γιατί ήταν καλό για τα μανάρια που είχαμε στο Χωριό και πααίναμε και μαζεύαμε μελά. Και λατσούδια για τις γίδες. Αλλά μαναράκια όποιος είχε, τα 'τρωγαν. Και τα πρόβατα το τρων και τα γίδια και όλα τα ζώα, ας πούμε, γελάδια που είχαμε, τα 'τρωγαν.» Κι άμα ήταν κακοκαιρία; «Το μάζευες από νωρίτερα, το αποθήκευες και το 'τρωγαν. Αποθήκευες, όχι πολύ, γιατί ξεραίνεται μετά και δεν τρώγεται.» Πώς γινόταν το μάζεμα; «Ανεβαίναμε απάν' στον έλατο, από κλωνάρι σε κλωνάρι, γιατί στην κορφή στον έλατο συνήθως έβγαινε. Κουραστικό, κουραστικό... Αλλά αναγκαστικά πάαινε ο καθένας γιατί ήτανε τρόφιμο που δε σου στοίχιζε, εκτός τον κόπο, τίποτ' άλλο, εκεί που μέναμε στο Χωριό το χειμώνα.» Άλλη χλωρή τροφή δεν υπήρχε; «Λατσούδια, τα γίδια και τα γελάδια έτρωγαν λίγα. Αναγκαστικά τα γελάδια. Οι γίδες τα 'τρωγαν πιο ευχάριστα.»
Αλλά από το Νεχώρι έχουμε και μια εκτεταμένη περιγραφή, λεπτομερειακή, λυρική και ρεαλιστική ταυτόχρονα, συναρπαστική οπωσδήποτε, από την εξόρμηση μιας συντροφιάς Χωριανών για μάζεμα μελάς14:
«Ευχάριστες οι στιγμές αυτές αλλά... εδώ δεν ήρθαμε να λιαστούμε. Η μελά βρίσκεται στην κορφή στα έλατα - κι όχι σ' όλα - και δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση να κατεβεί από κει. Θα χρειαστεί να ερευνήσεις με τα μάτια σου πρώτα για να δεις ποια έλατα έχουν, ν' ανέβεις 3-4 τουλάχιστον για να φτιάξεις την αρμάθα στην τριχιά, για να τη φορτωθείς μετά και να τη φέρεις στο Χωριό. Την εμπειρία αυτή μόνο οι «χ'μωνιάτες» χωριανοί την έχουν. Κι ίσως ...όχι όλοι. Δύσκολη δουλειά, παράτολμη θα 'λεγε κανένας αλλά που κρύβει μέσα της - ιδιαίτερα για τα παιδιά - και κάποια στοιχεία ικανοποίησης, ωφέλειας, επιτυχίας, αλλά και περιπέτειας. Μια εμπειρία πολύ σημαντική.
Σκορπίζουμε σα σε παγάνα μέσα στο δάσος και με τα κεφάλια γυρισμένα προς τις κορφές των ελάτων επισημαίνουμε ποια έχουν τη μελά. Το χιόνι είναι στοιβαγμένο στην εξωτερική μόνο πλευρά των ελάτων. Ο κορμός και οι λατσούδες, σχεδόν ως τις άκρες, δεν έχουν χιόνι. Αυτό το 'χουν κρατήσει οι άκρες κι η απάνω επιφάνεια απ' τις λατσούδες και με το βάρος τους αυτό, λυγίζουν και πέφτει η μια πάνω στην άλλη από πάνω προς τα κάτω κι οι τελευταίες ακουμπούν σχεδόν στο έδαφος. Έτσι σχηματίζεται μια στενόμακρη πανύψηλη κωνική σκηνή.
Το ανέβασμα στον έλατο γίνεται με δυσκολία και προσοχή. Ο κίνδυνος να γλυστρίσεις ή να σπάσει κάποιο κλωνάρι είναι μεγάλος. Φτάνοντας στην κορφή καταπιάνεσαι με το ξεκόλλημα της μελάς απ' τον κορμό και τις γύρω λατσούδες, ρίχνοντας κάθε κλώνο που ξεκολλάς προς το χιονισμένο έδαφος. Από κει βλέπεις καλύτερα ποιος άλλος έλατος έχει αρκετή μελά για να συνεχίσεις κι απ' αυτόν σε άλλον, μέχρι να στοιβάξεις την αρμάθα. Φωνές για συνεννόηση και επαφή με τους άλλους αντηχούν παράξενα και καθαρά στην ησυχία του χιονισμένου δάσους. Δε λείπει και το τραγούδι πολλές φορές απ' την κατακτημένη κορφή, έτσι όπως αγναντεύεις εξουσιαστικά από ψηλά τον άσπρο κόσμο π' απλώνεται κάτω απ' τα πόδια σου ως πέρα μακριά, όσο φτάνει το μάτι σου...
Μεσημέριασε. Η κατεβασμένη μελά στοιβάζεται τεχνικά σε σχήμα κύκλου στην τριχιά και με μια θηλειά, κρατημένη σφιχτά στο στήθος, ρίχνεται στην πλάτη κι αρχίζει η επιστροφή. Το χιόνι, μαλακωμένο απ' το ζεστό ήλιο, βουλιάζει περισσότερο τώρα, αλλά ο δρόμος - τορός είναι κατηφορικός κι η κούραση λιγότερη. Ύστερα, είναι και η ικανοποίηση που αισθάνεσαι απ' το πολύτιμο φορτίο που σέρνεις στην πλάτη σου. Η μελά είναι η καλύτερη τροφή για τα οικόσιτα γαλακτοφόρα ζώα. Οι αποθηκευμένες ζωοτροφές εκεί για το χειμώνα είναι πάντα λιγοστές. Γι’ αυτό κι η απαντοχή στη μελά και στο λατσούδι, σα συμπληρωματική τροφή στα ζώα, είναι προγραμματισμένη και βασική. ...Φτάνοντας στο Χωριό ξαρμαθιάζεις τη μελά στον καθορισμένο χώρο της αχυρώνας και ξεθεωμένος απ' την κούραση και την πείνα γυρίζεις στο σπίτι.»
Εμείς, μπορούμε να σταθούμε σ' αυτά Είναι κάμποσα τούτα τα καινούρια που μαθαίνουμε και που δεν ξέραμε από τη ζωή των παλιότερων δικών μας. Και σε σχέση με τη μελά. Το όνομα και το πράγμα.


 Υποσημειώσεις
1.      Το βέργα μεσαιωνικό, λατινικής αρχής. - Στην κυπριακή είναι ουδέ-τερο: το ξόβεργο.
2.   Σωστά ετυμολογούν το γκι τα λεξικά Ανδριώτη, Μπαμπινιώτη, Τεγόπουλου.
3.        Το μεγάλο λεξικό, λόγου χάρη, της δεκαετίας του 1950 (ΔΔ), δεν το αναφέρει καν. Ούτε και η παλιότερη ΜΕΕ. Το έχει ο Βαγ. τ. III έκδ. 1981. Επίσης η ΠΛΜ.
4.        Ο πολύς ο κόσμος συγχέει το γκι με το ου (Ηομχ) "αρκουδοπούρ-ναρο, λαύρος", που χρησιμοποιείται κι αυτό για ανάλογη διακόσμηση τις ίδιες χρονιάρες μέρες, που όμως έχει μικρούς κατακόκκινους καρπούς και φύλλα σαν του πουρναριού αλλά μεγάλα.
5.  Στο ΑΑ βρίσκεται ενταγμένο και στο λήμμα μελιά, εσφαλμένα. Η μέλα εμφανίζεται και με άλλες σημασίες όπως "είδος καλλωπιστικού φυτού" (=;). Επίσης "χιονίστρα" (Ηπειρος, Εύβοια, Στερεά, Ρόδος, Θήρα), σημασία που θα μπορούσε να προέρχεται από το όνομα του φυτού, λόγω κάποιας εμφανισιακής αναλογίας με τον καρπό του. Σε κάποια απ' αυτά τα μέρη καταγράφονται και οι τύποι α μέλα (η) και μελό. (η). Και με/Ας (ο) "χιονίστρα" επίσης (Κως). Το αρκτικό σ- είναι ευεξήγητο σαν προθετικό. Και σαν τοπωνύμιο Μέλα και Σμέλα (η) στην Εύβοια. Επίσης Μέλα ακρωτήριο του Β. Αιγαίου «ΒΑ της Τενέδου εσχατιά, απόληξις του βουνού Προφήτης Ηλίας» (ΜΕΕ).
6.  Στο ΑΑ εσφαλμένα ενταγμένο στο λήμμα μελιά.
7.      Γενικά η λέξη «μοιάζει» να σχετίζεται φωνητικά με πολλές άλλες και ο κίνδυνος παρετυμολογίας καραδοκεί... Να σημειωθεί ότι οι μορφές η μελιά και ο μελιάς (ΑΑ) αλλά και ο μελιάς (Ανδρ.) "είδος δέντρου", καθώς και οι ταυτόσημοι τύποι υ μέλιος, ο μέλι(ε)ους (Θεσσαλία), υ μέλεγυς (η παραδοσιακή ονομασία στη Φθιώτιδα, καθώς και στο Νεχώρι ειδικότερα), το μέλεο (Στερεά) (ΑΑ) δεν θα πρέπει να συσχετίζονται με τη μελά. Αυτά ασφαλώς προέρχονται από το αρχαιοελληνικό μελία. Να σημειώσουμε επίσης εδώ ότι υπάρχει αρωμ. meliou (αρσ., πλ. meli) "είδος φτελιάς" και αλβ. melenje "είδος φτελιάς" επίσης (Papahagi, ο οποίος τα θεωρεί άγνωστης ετυμολογίας).
8.   Σε αρχεία του Κέντρου Έρευνας (του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής) της Ακαδημίας και σε λεξικά της μεσαιωνικής ελληνικής της βιβλιοθήκης του ίδιου Κέντρου (Sophocles, Σούδας, Ερρ. Στεφάνου, Σομαβέρα) χάρη και στη βοήθεια του φίλου και συμπατριώτη Αγγέλου Αφρουδάκη.
9.    Μας το βεβαιώνει προφορικά ο πληροφορητής Παναγιώτης Ανδρέου του Γεωργίου από Πολύδροσο (πρώην Σουβάλα) Παρνασσίδας, γεωργοκτηνοτρόφος γεννημένος το 1935.
10. Στην ερώτηση αν το λαλάκι είναι ο ανθός ή ο καρπός απάντησε: «Όλο   μαζί».
11. Κλωνάρι έλατου.
12.  Γιάννης Κουκουβάος που, αν και κάποιας ηλικίας, εξακολουθεί να   τσοπανεύει απτόητος. Για την κεδρομελά δεν είχε μιλήσει ο ποιμέ-νας από την Παρνασσίδα. Ή του διέφυγε ή εκεί ίσως θεωρούν ότι είναι άλλο φυτό λόγω και της αλλιώτικης μορφής του.
13. Ο Αρίσταρχος Παπαναγιώτου, από μικρό παιδί αφοσιωμένος στη δουλειά αυτή.
14. Πρόκειται για το κείμενο «Μια μέρα για μελά» που έγραψε πριν τριάντα χρόνια ο αξέχαστος συγχωριανός και φίλος, ο δάσκαλος Γιάννης Παπαθανασίου (βλ. βιβλιογραφία). Αξίζει να χαρούμε αυτό το μικρό αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα που οι τυχόν παλιοί αναγνώστες των «Νεχωρίτικων» δε θα θυμούνται αλλά και που οι περισσότεροι σημερινοί ασφαλώς θα αγνοούν και μάλιστα ούτε καν θα μπορούν να βρουν εκείνο το τεύχος. Η πένα του δάσκαλου αναδείχνει τόσο εύστοχα το σπουδαίο ρόλο του φυτού αυτού στη χειμωνιάτικη ζωή των παλιών κατοίκων ετούτου του Χωριού.

Βιβλιογραφία
ΑΑ, Αρχείο Ιστορικού Λεξικού Ακαδημίας Αθηνών.
Ανδρ., Ανδριώτης Ν., Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής, 2η έκδ. Θεσσαλονίκη 1967.
Βαγ.: Βαγιανός Ι., Τρίγλωσσο λεξικό γεωπονίας..., τ. III, Αθήνα 1981. ΛΔ, Δημητράκου Δ., Μέγα Λεξικόν όλης της ελληνικής γλώσσης, Αθήνα, επανέκδοση 1964.
Haench G.-Haberkamp G. Dictionary of agriculture, Amsterdam 1975.
Καραπιπέρης Δημ., Ρουμελιώτικη Λαογραφία, Αθήνα 1984, λ. μιλάς (σελ. 199). Κοντογιάννης Κ., Η μητρική μου γλώσσα χωρίς σύνορα, Τα. ρουμελιώτικα της Πτελέας, έκδ. του συλλόγου Αδελφότητα Απανταχού Πτελεωτών Φθιώτιδας, Λαμία, Α' 2008, Β' 1010.
ΜΕΕ: Μεγόλ.η Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Μπαμπ., Μπαμπινιώτης Γ., Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, β' έκδ., Αθήνα 2002.
Papahagi Tache, Dictionarul dialectuluiaromin, Bucuresti 19636.
Παπαθανασίου Γιάννη, Νεχωρίτικα Νέα 10 (1982).
Παπαναγιώτου Δ.Χ., Η βουνίσια σκέψη, Θεσσαλονίκη 2011.
ΠΑΜ: Πάπυρος-Λαρούς- Μπριτάννικα.
Τεγόπ., Τεγόπουλος-Φυτράκης, Μείζον ελληνικό λεξικό, β' έκδ. Αθήνα 1999.

Πηγή: «ΝΕΧΩΡΙΤΙΚΑ», τ. 39, 2011
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: