Ο κάθαρος
του χωραφιού
του Γιάννη Σαντάρμη
- Μέριασε, αρκουδοπούρναρο, τραβήξου, αφαλαρίδα,
και κάμε τοποσιά κι εσύ το στέρφο το λιθάρι,
και κάμε τοποσιά κι εσύ το στέρφο το λιθάρι,
γιατί θε να ‘ρθει ο βασιλιάς, γιατί θε να ‘ρθει ο ρήγας,
να κατοικήσει στ’ όργωμα, να κάτσει στο χωράφι
κι είναι το στάρι ο βασιλιάς κι είναι το στάρι ο ρήγας,
μέσα στους άλλους τους καρπούς, μέσα στ’ άλλα τα σόδια.
Ακούει το χινοπωρινό τ’ αγέρι ο ζευγολάτης,
ακούει τις ουρανοβροντές, τ’ αστράμματα αντρανίζει,
ακούει κι απ’ το βροχόνερο που κελαρύζει η αστρέχα
και στο κατώι κάτου περνά, τα σύνεργα όλα βλέπει
και τους λαλεί κι απ’ το βαθύ τον ύπνο τα ξυπνάει.
- Κόψε, αλέτρι, τον ύπνο σου, ζυγέ, τα ονείρατά σου,
πάψε, βουκέντρα, στη γωνιά ριγμένη να κοιμάσαι
πάψε, βουκέντρα, στη γωνιά ριγμένη να κοιμάσαι
κι εσύ, σβάρνα, μην κοίτεσαι, μην έχεις το κορμί σου
με τις βοϊδοτριχιές σφιχτά στην άκρη αγκαλιασμένο,
γιατ’ ήρθε πια ο χινόπωρος, ήρθε το πρωτοβρέξι,
ήρθε κι αυτός ο καθαρός κι ο λόκοπος αντάμα,
που τα χωράφια λοκοπάν, που τα σπαρτά παστρεύουν
και τα ξανθά τα οργώματα βαρούν και καθαρίζουν.
Σα ν’ αρματώνεται ο γεωργός, σα να κινάει γι’ αμάχη,
παίρνει όλα τα χεράρματα και στο χωράφι πάει,
ρουμανιασμένο το θωρεί κι αγριεύεται και λέει.
-Για τήρα στ’ όργωμα αγκάθια, τήρα παλαμονίδα,
η βατουλιά η ανάποδη τήρα θέριεμα που ‘χει,
η βατουλιά η ανάποδη τήρα θέριεμα που ‘χει,
φούντωμα έχουν κι οι ασφαλαχτοί και λόγγωμα κι οι ασφάκες.
Το κλαδευτήρι πέτεται, το βατοκόπι παίζει,
σφυρίζει η μαναρότσαπα στο συχνοδούλεμά της
και το σιδερολόσταρο κι αυτό σπιθοβολάει.
Με τον θεριό αρκουδόβατο παλεύει ο χερομάχος,
χτυπιέται με τον πάλιουρα κι αυτός τον αγκυλώνει,
μάχεται με την τσαπουρνιά, ζαπώνει το σπαράγγι
κι απ’ τα ριζοσκελώματα γκρεμάει την καναπίτσα.
Πίσω η τσουγκράνα ακολουθεί, σαν το λανάρι οΐδια,
με της ξωμάχας ακλουθεί τα ροζιασμένα χέρια,
και λαναρίζει τ’ όργωμα, ξυαρίζει το χωράφι
και το δικριάνι, όπου αμπουριές κι από παλιούρα φράχτες,
ποκάρια βγάνει ασπράγκαθα, ποκάρια αδραξούλια
και, στρογγυλά αρνοπόκια λες, τριβόλια ακροστιβάζει.
Πάει κι η καζάκα κι έρχεται στερνά και ξεφορτώνει
λιανόπετρες στις ανοριές, ρόκια στους αρμακάδες.
Κάτου από βάτο, απ’ αγκαθιά και τούφα και λιθάρι,
κανένα φίδι ξεγλυστρά, καμιά χελώνα βγαίνει
και γοργοπερπατά καμιά σαρανταποδαρούσα.
-Φυλάξου, αρή συγκόρμισσα, σκαρπιάς μη σε δαγκώσει,
τα ξερολίθια όπως κυλάς, τ’ αγκάθια όπως σηκώνεις.
τα ξερολίθια όπως κυλάς, τ’ αγκάθια όπως σηκώνεις.
Σε κάθε σιδερολοστιά, σε τσουγκρανιά, σε χτύπο,
στάλα-στάλα απ’ την όψη τους σταλοβολά ο ιδρώτας
και με της γης ζυμώνεται το νοτισμένο χώμα.
Κι όταν φτάνει το σούρουπο, προτού να πέσει η νύχτα,
φωτιές εδώ, φωτιές εκεί καπνίζουν στο χωράφι,
που τα ζιζάνια καίγονται, και μαρτυρά ο καπνός τους
ο κάθαρος πως τέλεψε, πώς μπίτισε η αμάχη.
Ο ζευγολάτης μοναχά τότες ανάσα παίρνει
και φεύγει με τ’ ανάριο φως κι όλο πίσω γυρίζει
και πότε βλέπει το σπαρτό, πότε κοιτά τους όχτους.
Στους όχτους γύρα όλο ατσαλιά, στους όχτους γύρα αγκάθια,
μα ετούτη μέσα η σπαρμουδιά βασιλοτόπι μοιάζει,
τι εδώ θα κάτσει ο βασιλιάς, θα κατοικήσει ο ρήγας,
ο βασιλιάς μες στους καρπούς, ο ρήγας μες στα σόδια.
Κι είναι το στάρι ο βασιλιάς κι είναι το στάρι ο ρήγας.
Και κάπου-κάπου εδώ κι εκεί καμιά χινοπωρίτσα
σειέται στις άκρες στ’ όργωμα και βιάζεται ν’ ανοίξει
τ’ άνθινα μάτια της καλά, να ιδεί ταχιά το ρήγα,
να ιδεί απ’ τη νοτισμένη γη πρόβαλε κι η κουκλιάνα,
τ’ αθώο μποβόλι σκάρισε κοντά στον κουμαρίτη,
στ’ αφράτο χώμα στέκεται, σαν κάτι να προσμένει.
Κι ο καλογιάννος, το φτωχό πουλί του χινοπώρου,
που το σπαρμό του χωραφιού κι αυτός ανανογάει,
διαλέει για στέκι κούρβουλο, διαλέγει λιθοσώρι,
το βασιλιά για να δεχτεί, να τον καλωσορίσει
με χίλια δυο λαλήματα, με χίλια δυο τραγούδια.
Γλωσσάρι
αδραξούλι, το = αγκάθι μ’ όρθιο στέλεχος, με στρογγυλή κορυφή και βελονοειδή ακτινωτά αγκάθια, ασπράγκαθο, κοκότι.
αμπουριά, η = άνοιγμα σε περίφραξη, δίοδος, ποριά.
ανοριά, η = η οριοθέτηση μεταξύ δύο χωραφιών με ριζιμιές πέτρες, αιμασιά.
αρή, επιφ. = επιφώνημα προς τις γυναίκες, μαρή, μωρέ, καλέ, βρε.
αντρανίζου = βλέπω, υψώνω τα μάτια.
αρκουδοπούρναρο, το = θάμνος, με ύψος ώς 4 μέτρα, με μεγάλα αγκαθωτά φύλλα, σαν του πουρναριού και σαρκώδεις κόκκινους καρπούς, λαύρος, λιόπρινο.
αρμακάς, ο = σωρός από πέτρες, χαλίκια, βομός, βολιάδι.
αρνοπόκι, το = το σύνολο του μαλλιού από κούρεμα του αρνιού, που μοιάζει σαν ρολό.
αστρέχα, η = το γείσο της στέγης της σπιτιού, σιάχος, σταλάχτρα.
ασφάκα, το = το φυτό ο ελελίφασκος, που έχει χνουδωτά και κνιθώδη φύλλα, σαν του τσαγιού, φασκομηλιά, αλιφασκιά.
ασφάλαχτος, ο = θάμνος με μακριές διακλαδώσεις και προκοειδή
αγκάθια.
ατσαλιά, η = η κατάσταση που δημιουργείται από ξυλαράκια, φρύγανα, θάμνους.
αφαλαρίδα, η = ζιζάνιο του αγρού με όρθιο στέλεχος διακλαδιζόμενο και κροκόχρωμο θυσανωτό λουλούδι περιβαλλόμενο από βελονωτά αγκάθια.
βατοκόπι, το = κυρτό εργαλείο για την κοπή κλαδιών, βάτων, αγκαθιών.
βοϊδοτριχιά, η = σχοινί που δένεται απ’ τα κέρατα των βοδιών και τη χερολάβα, για την καθοδήγηση τους στ' όργωμα, πισωσχοίνι, κερατοδέτης.
βουκέντρα, η = ξύλο μακρύ με σιδερένια μύτη μπρος και μεταλλική ξύστρα πίσω για το κέντρισμα των βοδιών και το ξύσιμο του αλετριού.
δικριάνι, το = γεωργικό εργαλείο με δόντια για το σήκωμα σανού.
ζαπώνω = δαμάζω, τιθασσεύω, κατανικώ.
ζυγός, ο = χοντρό ξύλο, που μπαίνει στο σβέρκο των βοδιών και συνδέεται με το αλέτρι.
καζάκα, η = εργαλείο με δύο παράλληλους δοκούς και τσίγκο ή σανίδα στη μέση για τη μεταφορά χώματος ή πετρών.
καναπίτσα, η = η λυγαριά.
κουκλιάνα, η = είδος μανιταριού.
κουμαρίτης, ο = μανιτάρι στο χρώμα της κουμαριάς.
κούρβουλο, το = ξερός κορμός ή ρίζα κλήματος ή άλλων δένδρων, πρέμνο.
λανάρι, το = όργανο με μεταλλικά δόντια για το ξάσιμο του μαλλιού.
λαναρίζω = ξαίνω το μαλλί με το λανάρι, χεροχτενίζω.
λόκοπος, ο = το καθάρισμα του χωραφιού από διάφορες ύλες.
λοκοπώ = καθαρίζω το χωράφι από τους θάμνους, υλοκοπώ.
μαναρότσαπα, η = στενή τσάπα με τσεκούρι στο πίσω μέρος.
μπιτίζω = φέρνω σε τέλος κάτι, τελειώνω, εξαντλούμαι.
μπροβόλι, το = σαλιγκάρι.
ξυαρίζω = καθαρίζω, ξύνω.
οΐδια, η = όμοια.
παλαμονίδα, η = ζιζάνιο του αγρού με όρθιο στέλεχος και αντίθετες
αποφύσεις αγκαθιών, σαν βελόνες.
πάλιουρας, ο = θάμνος αγκαθωτός για περιφράξεις.
παστρεύω = καθαρίζω, εξοντώνω.
ποκάρι, το = το σύνολο του μαλλιού από το κούρεμα του προβάτου, που μοιάζει σαν ρολό.
πρωτοβρέξι, το = το φθινόπωρο.
ρόκι, το = πέτρα, όχι σκληρή, με ξανθοκόκκινο χρώμα.
σβάρνα, η = γεωργικό εργαλείο πλεγμένο από βέργες λυγαριάς, που μοιάζει σαν πόρτα, που σπάζει το χώμα του χωραφιού, σβωλοκόπος.
σιδερολόσταρο, το = σιδερένιος μοχλός για το άνοιγμα οπών στο χώμα και τον εκβραχισμό του εδάφους, λοστός.
σκαρπιάς, ο = ο σκορπιός.
σπαράγγι, το = φυτό του αγρού με σχοινοτενές στέλεχος και φύλλα
σαν μικρά βελονάκια.
σπαρμός, ο = η σπορά.
συγκόρμισσα, η = σύζυγος.
τελεύω = τελειώνω.
τριβόλι, το = ζιζάνιο του αγρού με μισχώδη σκληρά αγκαθωτά σφαιρίδια.
τσαπουρνιά, η = θάμνος ή και δένδρο, με διακλαδώσεις πυκνές, που φέρνουν μεγάλα αγκάθια, σαν πρόκες, ο δε καρπός του, τσάπουρνο, είναι στυφός και γλυκόξινος.
χερομάχος, ο = ο γεωργός.
χινοπωρίτσα, η = το κυκλάμινο, ασκλαμιδιά.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου