TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Ζάχος Ξηροτύρης - Γιάννης Σαντάρμης

Μια σπουδαία συζήτηση
του Γιάννη Σαντάρμη με το Ζάχο Ξηροτύρη

Ζάχος Ξηροτύρης
Γιάννης Σαντάρμης
Ένα βράδυ του Νοέμβρη του 1995, με πήρε τηλέφωνο στο σπίτι ο μακαριστός λαογράφος συγγραφέας, ο οποίος δεν άφησε πτυχή εθιμική της Ρούμελης άγραφη και ειδικότερα της δυτικής Φθιώτιδας. Ό,τι μας αφή­νει, που έχει σχέση με τις λαϊκές εκδηλώ­σεις, είναι, πράγματι, χρυσή και αναμφισβή­τητη παρακαταθήκη, γιατί αυτά που μας κλη­ροδοτεί δεν είναι πληροφορίες και δάνεια από ξένα ταμεία, αλλ’ αποτελούν προσωπικά του βιώματα. Εγώ, που τα χωριά μας είναι αντικριστά, στην Οίτη του Ξηροτύρη, το χωριό, στην Όθρυ το δικό μου, με τον στενό κάμπο του Σπερχειού ανάμεσα, γνωρίζω το πόσο αυθεντικές είναι οι καταγραφές του αυτές, γιατί τα περιεχόμενα τους είναι κομ­μάτι της ζωής των παιδικών μου χρόνων. Κι ό,τι δεν έζησα από τις συνήθειες του τόπου μας, και το οποίο, παραθέτει ο Ξηροτύρης, το διασταυρώνω ως προς την αλήθεια του από το στόμα της ογδοντάχρονης μάνας μου. Ύστερ’ απ’ αυτή την παρένθεση, επανέρχομαι στο θέμα, που ξεκίνησα. Μου τηλεφώνησε, λοιπόν, ο Ξηροτύρης, αυτός που και λόγω της ηλικίας του και λόγω της φκιασιάς του, δεν συνδιαλέγεται τόσο συχνά, και απ’ την αρχή κατάλαβα ότι κάτι σοβαρό ήθελε να μου πει.
-Έλα, βρε Γιάννη, μου λέει, πού ήσουνα και σε ψάχνω εδώ και τρεις μέρες;
- Εδώ ήμουν, κ. Ζάχο, του απάντησα.
     - Σ’ έπαιρνα, βρε παιδί μου, και δεν απα­ντούσε το τηλέφωνο σου.
    Η φωνή του είχε διαφορετικό κι όχι το γνώριμο ήχο της. Δεν φανταζόμουν τι ήθελε. Φαινόταν ότι κάποιος πόνος τον έτρωγε.
      - Θέλω, Γιάννη, να συναντηθούμε.
    - Μετά χαράς, κ. Ζάχο, όποτε θέλεις να ανταμωθούμε, υποθέτοντας πώς με θέλει να του εξηγήσω τίποτε ποιητικούς κανόνες ή φοροτεχνικά θεωρήματα.
      - Πες μου, του λέω, πώς πέρασες το καλοκαίρι στο χωριό, έγραψες κάτι καινούρ­γιο;
      -Όλο το καλοκαίρι, τις μέρες δεν έγρα­φα, τα βράδια έγραφα· κουράστηκα πια, Γιάν­νη.
     -Μα, πάρα πολλά μας αφήνεις, σαν πνευματική κληρονομιά, σχεδόν την έγρα­ψες όλη την τοπική παράδοση, σαν τι άλλο τάχα απόμεινε που να μας αφήσεις;
      Γρήγορα όμως μπήκε στο θέμα, γιατί τον άκουγα να μιλάει ακάθεκτος.
    - Γι’ αυτά τα έθιμα, Γιάννη, σε θέλω, που κάποιοι λογοτέχνες ποιητές, που ασχολήθη­καν μέχρι τώρα μ’ αυτά, τα εγκατέλειψαν.
      - Σαν τί θέλεις; τον ρωτώ.
    - Κοίταξε, βρε Γιάννη, να ιδείς ήταν ο τάδε (ανάφερε το όνομα ποιητού απ’ την νότια Φθιώτιδα), που έγραφε παραδοσιακή ποίηση, αλλά δεν ξέρω τι έπαθε και έπαψε πια να γράφει τέτοια θέματα, και καταγίνεται τώρα με τον ακαταλαβίστικο μοντέρνο στίχο. Ήταν, επίσης, και κάνα δυο άλλοι παραδοσιακοί ποιητές, αλλ’ ούτε κι εκείνοι γράφουν παλιά ποίηση. Λες και ξέφτισε η εθιμική ομορφιά, που ποιον τάχα δε γοητεύει, όχι μόνο στην πράξη της, αλλά και στο άκουσμα της, στην εποχή μας.
      - Μα, είναι κι ο τάδε, είπα εγώ, ονοματίζοντας ποιητή της ευρύτερης Ρούμελης, και, μάλιστα είναι εξαίρετος στο είδος αυτό.
      - Πάει κι ο τάδε (κι ανάφερε το όνομα του επιφανούς και γνωστού ποιητή), ούτε αυτός γράφει τέτοια ποιήματα.
      - Πράγματι, έγραψε κάμποσα βουκολικά και σταμάτησε κρίμα.
      - Πάει, είπα, κι αυτός.
      Όλα τούτα τα λεγε ο γερο-δάσκαλος με μια βαθιά πικρία και μ’ ένα μεγάλο παράπονο,  που τα φανέρωνε η λαλιά του. Έπειτα, αφού δεν είχε άλλον παραδοσιακό Ρουμελιώτη ποιητή να κατονομάσει, μου λέει με γλυκιά   φωνή.         
      - Εσύ, Γιάννη, μας έμεινες μόνο!
      - Πού; τον ρωτώ.
    - Στην παραδοσιακή ποίηση. Μονάχα εσένα έχουμε και διαβάζουμε και ξεδιψάμε απ’ το κρυστάλλινο κι ανόθευτο νερό των κειμένων σου. Και θέλουμε, Γιάννη, να συνεχίσεις τον όμορφο αυτό δρόμο που  περπατάς.
      Εγώ, ξαφνιάστηκα. Δεν περίμενα τέτοια μεγάλα λόγια.
      - Βαριά τα λόγια σου κ. Ζάχο, για μένα με τιμούν πάρα πολύ, απ’ ότι καταλαβαίνω,  αφού τα λες εσύ, ο βετεράνος της ρουμελιώτικης λαογραφίας, τόσο δε νιώθω βαρύ το νόημα τους, που γέρνουν οι ώμοι του   καθήκοντός μου.
      - Εγώ απ’ τη μια μεριά εκφράζω την πραγματικότητα για την ποίηση σου κι απ’ την άλλη σου εύχομαι και σε παρακαλώ να μη σταματήσεις να γράφεις ό,τι τόσα χρόνια γράφεις. Να μην πάψεις να γράφεις σε ελληνικούς τόνους. Και να θέλει κάποιος άλλος να γράψει τέτοιου είδους ποίηση, νομίζεις ή  ότι μπορεί να τα καταφέρει;
      - Είναι δύσκολο, πράγματι· πρέπει, πρώτ’ απ’ όλα, να γνωρίζει αυτός πολύ βαθιά την αγροτική, τη βουκολική και την κοινωνική ζωή του χωριού, να ξέρει την πραγματολογία τους και πολλά άλλα, που αποτελούν απα­ραίτητα στοιχεία για τη σύνθεση ενός τέτοι­ου ποιήματος. Κι ακόμα πρέπει, για να χτισθεί το ποίημα, να έχει ο δημιουργός του  πλούσιο δομικό υλικό, το λεκτικό, και το κατάλληλο, ώστε να εναρμονίζεται με το είδος του οικοδομήματος, αλλιώς, επί παραδείγματι, αν φράξει κάποιος ανίδεος γίδινη στρούγκα, αυτό να βάλει στον περίγυρο της παλιούρια, θα γελοιοποιηθεί κάμνοντας του   με μάρμαρα! Έστω ότι τα ‘χει στο νου του όλ’ αυτά, και τα έθιμα και το γλωσσάρι, αμ πώς θα φκιάσει ποίημα, αν δεν έχει μέσα του μεράκι;
      - Α, ναι, ξέχασα το πιο βασικότερο, κ. Ζάχο, το μεράκι αυτό παίζει μεγάλο ρόλο στο πλάσιμο ενός ποιήματος του εάν θα διαμορφωθεί πεζό και χαμόσυρτο ή θα γίνει λυρικό κι απογειωμένο, ώστε να τέρπει και να προσφέρει, κλείνοντας οπωσδήποτε μέσα του και το έθιμο, στο οποίο στηρίζεται.
      Ξαφνικά, ο παλαίμαχος Ρουμελιώτης του πνεύματος, που δεν σταματιόταν με τίποτα στην κουβέντα του, θύμωσε και μ’ υψωμένη και αγριεμένη φωνή με κατακεραύνωσε.
      - Γιάννη, κοίτα καημένε, μην ξεστρατίσεις απ’ αυτά που γράφεις και καταπιαστείς κι εσύ με τη μοντέρνα ποίηση, γιατί, θυμίσου, εγώ θα είμαι, τότε, εκείνος, και μάλιστα ο πρώ­τος, που θα σου σύρω τα πιο άσχημα λόγια.

      Τη φωνή του, σ’ όλη τη ροή της στιχομυθίας, την αισθανόμουν μέσα μου γλυκιά κι άγρια μαζί, γλυκιά, όταν μου είπε πατρικά ότι καλά οδεύω, άγρια, όταν με απείλησε πώς θα με λασποστολίσει, σε τυχόν απόκλιση μου λογοτεχνική. Συγκινημένος εγώ, για όλα αυτά που άκουσα, συγκινημένος, λέω, από την αγάπη και τον πόνο του γονέα, που αγα­πάει και πονάει τα πατροπαράδοτα περιου­σιακά του στοιχεία, με τα οποία συνδέθηκε και ζυμώθηκε και τα οποία ενδιαφέρεται, είτε με τον καλό, είτε με το σκληρό τρόπο, να περισωθούν, του απάντησα.

      -Έννοια σου, κ. Ζάχο, ο αγαθός Θεός, που ευδόκησε, έστω και στα παιδικά μου χρόνια, να ζήσω, σ’ όλες τις όμορφες συνήθειες της, την επαρχιώτικη ζωή, τη ζωή του χωριού. Αυτός και θεμελίω­σε μέσα μου την ίδια τούτη τη ζωή. Κι όσο Αυτός θα μου κρατεί τα μάτια ανοιχτά κι όσο θα μου δίνει το μεράκι και την υπομονή, δεν θ’ αφήσω απ’ τα χέρια μου τη χωριάτικη φλο­γέρα, που κι εμένα πρώτα, όταν παίζω μ’ αυτήν και τραγουδώ τα τραγούδια των πατέ­ρων, μ’ αναγαλλιάζει ο ήχος της, αλλά και τους αγνούς ανθρώπους, που την ακούν με καλή διάθεση, ευχαριστεί και διδάσκει και, τελικά, τ’ όνομα Του δοξάζει. Το ίδιο μου συνέστησε, πριν από μια δεκαετία περίπου, κι ο πιστός στην τοπική παράδοση, ο έξοχος ποιητής Γιώργος Αθάνας, γράφοντας μου: «Μη σου πέσει ποτέ από τα χέρια η ανεκτίμητη βλάχικη τσαμπούνα!».
      Σ’ αυτό το σημείο τελείωσε η συζήτηση μου, που διήρκεσε μια ώρα περίπου, με τον κ. Ξηροτύρη και διαπίστωσα πως έμεινε ευχα­ριστημένος, ακούγοντας την αδιασάλευτη θέση   μου   στην   παραδοσιακή   ποίηση. Βάζοντας επιστέγασμα στο παραπάνω θέμα, θα χτυπήσω με το μουσικό μου όργανο έναν σκοπό για το γερο-δάσκαλο, επιβεβαιώνοντάς τον ακόμα για το ποιητικό μου πιστεύω, έτσι να του απαλύνω λίγο τη δικαιολογημένη λύπη του.

                    Αυτά να τραγουδήσω εγώ ταπλά θέλω τραγούδια,
                    για το χωριό το ταπεινό και το τσοπανηλίκι,
                    τραγούδια για τους χωριανούς και για τα βοσκαρούδια,
                    που χουν  ρηγάτο τα  βουνά,  τους κάμπους βασιλίκι.

                    Όσοι, έχουν μόλεμα ήχινο, να τραβη­χτούνε πέρα
                    κι ας μείνουν δω ν’ ακουρμαστούν μονάχα οι τσελιγκάδες,
                    γιατί  ναι ντόπιο τ’ όργανο και ντόπια κι η φλογέρα
                    και κουβαλάει σκοπούς παλιούς, φωνή απ’ τους πατεράδες.
                                                                                                       Γιάννης Α. Σαντάρμης

Σημείωση: Τα παραπάνω ανάγονται στο 1995, που στάλθηκαν γραπτώς στον αείμνηστο Ξηροτύρη τις επόμενες μέρες που τα συζητήσαμε.
………………………………………………………….................................

Σημείωση Τάκη Ευθυμίου: Την παραπάνω συζήτηση μου απέστειλε ο αγαπητός Γιάννης Σαντάρμης να λάβω γνώση ατομικά, επειδή και ο ίδιος έχω την ίδια ακράδαντη γνώμη για την ποίησή του και αρκετές φορές του τα τόνιζα. Σεβόμενος την ταπεινότητά του και σεμνότητά του αν και την έχω στα χέρια μου αρκετά χρόνια δεν τη δημοσιοποίησα πουθενά. Τώρα όμως που με το ιστολόγιό μου είναι ευκολότερο οι ρουμελιώτες και όσοι αγαπούν την παράδοσή μας να διαβάζουν τον ποιητικό του λόγο, μπαίνω στον πειρασμό και δημοσιεύω αυτά τα λόγια γιατί πιστεύω ότι είναι καιρός να γίνουν γνωστά επειδή τιμούν πρώτα απ’ όλα τη μνήμη του αείμνηστου πρωτολαογράφου συμπατριώτη μας Ζάχου Ξηροτύρη, αλλά και τον ίδιο το μάχημο Γιάννη Σαντάρμη.
Γιάννη μου να με συμπαθάς για το τόλμημά μου!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Lots of helpful information. I have bookmarked your site.