Το βελανίδι
Ο
Αύγουστος, με το παλιό ημερολόγιο βέβαια, δηλ. το χρονικό διάστημα από 14
Αυγούστου μέχρι 14 Σεπτεμβρίου σήμερα, ήταν για τα χωριά μας, όπως και για όλα
τα χωριά της Ελλάδας, ο καλότυχος μήνας. Η σοδειά για το ψωμί της χρονιάς και
την «ταή» των ζωντανών, είχε καλά κυβερνηθεί στ’ αμπάρια, αν βέβαια
είχε πάει καλά ο Μάης.
Οι μύλοι δούλευαν νυχτοήμερα, τα φουρνάρια
μοσκοβολούσαν από το νιο ψωμί. Ο νοικοκύρης που εξασφάλιζε το ψωμί του
σπιτιού, τη «φαούρα» του, ένιωθε ευτυχής ωσάν να είχε λύσει όλα του τα
προβλήματα. Το ψωμί της φαμελιάς ήταν το σπουδαιότερο, το βασικό, όλα
τ’ άλλα, κάπως θα τα βόλευε. Και τα βόλευε καλά και παρακαλά τις χρονιές που «έπιανε»
βελανίδι ο μεγάλος βελανιδιώνας, κύριο χαρακτηριστικό της ξηρομερίτικης ενδοχώρας.
Απ’ τη βουνοσειρά του Πεταλά, που αποτελεί και το
φυσικό όριο Ξηρομέρου και Βάλτου, πιο σωστά απ’ τα Σαρδίνινα, μέχρι κάτω χαμηλά
στον Τρίκαρδο, κυρίαρχο στοιχείο είναι
οι σκληροτράχηλες και συχνά υψικάρηνες, αιωνόβιες βελανιδιές. Ήταν κάποτε ο
μεγαλύτερος βελανιδιώνας των Βαλκανίων και λέω κάποτε, γιατί στον αιώνα μας
δοκιμάστηκε πολύ από τη φωτιά και το τσεκούρι.
Θαυμάζει κανείς τούτο το δέντρο που ριζώνει, «αξαίνει
και πλαταίνει» στις αιχμηρές και «ηλίβατες» βουνοσειρές του τόπου
μας και καταφέρνει με την ελάχιστη ικμάδα να στέκεται περήφανο και συχνά
πελώριο. Σε πολλά, που έτυχε να ριζώσουν σε «ψαχνό», μόνο το επίθετο
γιγαντιαίο ταιριάζει. Είναι πραγματικές βασιλικές δρυς.
Ως τις αρχές του αιώνα μας στη
Βελαώρα του Μαχαλά ύψωνε
το απίστευτο ανάστημα της η περιβόητη «Κάλπη», οπωσδήποτε η μεγαλύτερη
βελανιδιά της Βαλκανικής. Όταν κάποτε ζήτησα από ένα σεβάσμιο γέροντα,
σκληροτράχηλο όπως η βελανιδιά, να μου περιγράψει εκείνον το γίγαντα, μου απάντησε
χαρακτηριστικά: «Ήταν ένα έρπιτου!». Και είναι γνωστό ότι στο Ξηρόμερο
με τη λέξη «έρπετο» (όχι ερπετό), χαρακτηρίζουμε κάτι γιγαντιαίο, τερατώδες. Ήταν
τόσο μεγάλη, λοιπόν, εκείνη η βελανιδιά, που της είχαν δώσει και το τόσο
περίεργο όνομα «Κάλπη», ώστε όταν έπιανε βελανίδι, κληρονόταν ως «τεμάχι»
σε τέσσερες - πέντε οικογένειες.
Θα φανεί απίστευτο κι όμως είναι αληθινό. Οι τιναχτάδες,
που περπατούσαν πάνω στα κλωνάρια της, κατέβαζαν με τα λουριά τους εξήντα(!)
και συχνά περισσότερα φορτώματα, δηλ. 120 τσουβάλια γεμάτα ως απάνω - απάνω, «σωπανιαστά»
που λέμε.
Μα κάποτε, όπως συμβαίνει δα μ’ όλα τα ζωντανά της πλάσης,
ήρθε η μοιραία στιγμή, ήρθε το τέλος και γι’ αυτή τη βασίλισσα του μεγάλου
δάσους. Φορτωμένη, ποιος ξέρει με πόσους αιώνες, ξεριζώθηκε, έπεσε,
συντρίφτηκε με μέγα πάταγο και τότε έγινε ό,τι λέει η αρχαία παροιμία: «Δρυός
πεσούσης...». Στην περίπτωση ετούτη, πάντες οι Μαχαλιώται εξυλεύθησαν!
Τούτος, λοιπόν, ο απέραντος βελανιδιώνας ήταν
από τα πανάρχαια χρόνια πόρος ζωής, στήριγμα, πηγή πλούτου θα έλεγα για τους
Ακαρνάνες της ενδοχώρας. Ακόμα και του Οδυσσέα τα κοπάδια, «συών σοβόσια», «αγέλαι βοών» και «πόεα
οιών», εδώ έτρωγαν «βάλανον μετοικέα». Ίσως ήταν προίκα της
Πηνελόπης, της κόρης του Ικάριου, αυτό το πλουτοφόρο δάσος. Το δάσος που από
πανάρχαιες εποχές εκτός από την άφθονη τροφή στα κοπάδια, έδινε πολύτιμη,
μοναδική δεψική και βαφική ύλη. Αναμφισβήτητα έπαιξε σπουδαίο ρόλο
στη ζωή των
Ακαρνάνων και στους αιώνες που ακολούθησαν, δηλ. κατά την ιστορική π.Χ.
εποχή και κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε «προνομία»
της βαλιντέ σουλτάνας (βασιλομήτορας) με πληρεξούσιο τον εκάστοτε Καπουδάν
ποσά, δηλ. τον αρχιναύαρχο. Κι ο Βλαχογιάννης μας δίνει την πληροφορία ότι ο
Αλή Πασάς νοίκιασε τον βελανιδιώνα από τον Καπουδάν Πασά, ποιος ξέρει με πόσα
πουγγιά μπαξίσι. Ο ίδιος μεγάλος ιστορικός ερευνητής, αποκαλεί το Ξηρόμερο «καλότυχη
επαρχία» για τα προνόμια που είχε λάβει κατά καιρούς.
Μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίστηκε εθνικό κτήμα
και επιζεί ως τις μέρες μας η παράδοση ότι χάρη στον αγώνα του Θοδωράκη Γρίβα
δόθηκε το δικαίωμα της νομής του βελανιδόκαρπου στα χωριά του Ξηρομέρου και μοιράστηκε
το δάσος, ώστε να ‘χει κάθε χωριό το «τεμάχι» του.
Όταν γεννήθηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, στα 1868, η
ανακτορική καμαρίλα, οι αιώνιοι γλειψιματίες εισηγήθηκαν να γίνει το δάσος «μαντωλάδα»,
δηλ. να γίνει βασιλική προνομία, όπως η Μανωλάδα της Ηλείας. Ο ξεσηκωμός
των Ξηρομεριτών ματαίωσε τα ανίερα εκείνα σχέδια. Ολόκληρη μονογραφία αξίζει
τούτο το ευλογημένο δάσος, έχει μεγάλη ιστορία.
Αλλά καιρός για τα λαογραφικά μας.
Όπως προανάφερα, οι χρονιές που ο βέλανιδιώνας «έπιανε καρπό», ήταν
χαράς ευαγγέλια για όλα τα χωριά που είχαν «τεμάχι». Βέβαια, προνομιούχα
ήταν τα χωριά που έτυχαν κοντά και μέσα ακόμα στο βελανιδιώνα, γιατί εκτός
που είχαν πολλές, πάμπολλες, «χωραφίσιες» βελανιδιές, στοιχειωμένα,
μεγαλόπρεπα δέντρα, που κατέβαζαν και τον πολύ καρπό, μάζευαν και τη «χαμάδα»
πολύ πριν αρχίσει η συγκομιδή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν τρεις ποιότητες
βελανιδιού και λέμε υπήρχαν, γιατί τώρα πια αυτό το άλλοτε πολύτιμο προϊόν
ανήκει στα αζήτητα.
Η πρώτη ποιότητα, λοιπόν, ήταν η «χαμάδα», ο
άγουρος ακόμα και φυσικά μικρός σε μέγεθος καρπός, που έπεφτε από το δέντρο, «έρευε»
από τα μέσα Ιουλίου. Το ίδιο το δέντρο έκανε το ξεδιάλεμα, κανόνιζε πόσο
καρπό θα κρατήσει και πόσο θ’ απορρίψει.
Αυτή τη χαμάδα, λιγοστή οπωσδήποτε σε ποσότητα, την
αγόραζαν οι έμποροι με καλύτερη τιμή, γι’ αυτό και οι γυναίκες των κοντινών στα
βελανιδοτόπια χωριών ξεχύνονταν με τα σακούλια. Με τη χαμάδα μπάλωναν ένα
σωρό τρύπες του νοικοκυριού.
Το ώριμο βελανίδι ήταν το κύριο προϊόν της συγκομιδής, ήταν
το «μάτερο», ήταν αυτό που γέμιζε τις αποθήκες και σε χρονιές μεγάλης
καρποφορίας, «ξυλοκαρπίας», όπως τόσο πετυχημένα λέμε στον τόπο μας,
έφτανε και ξεπερνούσε τα πέντε και έξι εκατομμύρια οκάδες, δηλ. 7.500 τόνους
περίπου. Κάθε χωριό, λοιπόν, από τις αρχές Αυγούστου φρόντιζε να βάλει δραγάτη
στο τεμάχι του, ώστε να φυλαχτεί ακόμα και η χαμάδα. Τα «Καραγκούνικα» χωριά,
σχεδόν όλα στην καρδιά του μεγάλου βελανιδιώνα, όχι μόνο δεν είχαν δικαιώματα
στη νομή, αλλά ούτε ν’ απλώσουν το χέρι τους κάτω από βελανιδιά. Και τούτο
γιατί μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα ήταν ακόμα σκηνίτες και τους πολεμούσε
κι ο Θοδωράκης Γρίβας.
Αρειμάνιοι ντουλαμοφόροι, από κείνους τους χαρακτηριστικούς
τύπους του Ξηρομέρου, τους «περισσότερο φίλους της κίνησης παρά της
εργασίας», οπλισμένοι με το σασεπώ κι αργότερα με το θρυλικό γκρα,
φρόντιζαν να κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους.
Κατά τα μέσα του
Σεπτέμβρη, όταν πια ο καρπός ήταν ώριμος για συγκομιδή, εγιόμιζαν οι στράτες
από τα καραβάνια- πραγματική μετοικεσία, ξεσηκωμός. Καραβάνια από τα
Ριζοβούνια (Βούστρι, Άχυρα, Κομποτή) από το δήμο Σουλίου (τα χωριά Ζάβιτσα,
Μερδενίκου, Βάρνακας, Κανδήλα, Μύτικας) και του Εχίνου (τα χωριά γύρω απ’ την
Κατούνα ως Μαχαλά) κινούσαν για τη Μάνινα. Η απόσταση μεγάλη, μια ολόκληρη
μέρα στη στράτα και βάλε, από το χάραμα μέχρι το θάμπωμα. Κάθε φαμελιά με την
κουμπάνια της σε τρόφιμα και τα «σέα» της φορτωμένα στ’ αλογομούλαρα και
στα γαϊδούρια. Ψωμί για μέρες, όσπρια, τραχανά, το λαδάκι το βλογημένο αλλά και
το ξύδι για τη ζούπα. Τα εφόδια συμπληρώνονταν με τα «λούρια», που
χωρίς αυτά δεν ξεκινούσε κανείς. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να τινάξει τον καρπό;
Γι’ αυτό και φρόντιζαν μέρες πριν, πάντα παρέες, να μπουν σε παλιουριώνες και
να κόψουν τα λούρια. Ξάνοιγαν τον τόπο με τα φαλκίδια και διάλεγαν τα πιο ψηλά
και πιο εύρωστα, τα καθάριζαν και στη συνέχεια άναβαν φωτιές για να τα
«κάψουν» και στη συνέχεια να τα ισιώσουν. Σε τούτη την περίπτωση είχε κυριολεκτική
εφαρμογή η γνωστή παροιμία «το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Ο
λούρος ήταν το όπλο, το μοναδικό εργαλείο των τιναχτάδων.
Σαν έφταναν κατάκοποι στη Μάνινα, κάθε χωριό στο «τεμάχι»
του, πρώτη φροντίδα ήταν η εγκατάσταση, καθένας να στήσει το «γορδί» του.
Πόσες και πόσες γενιές δεν έστησαν τη φρατζέτα τους στον ίδιο τόπο και δεν
αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα. Όλα δύσκολα και πάνω απ’ όλα το νεράκι του
θεού.
Ανάλογα με τις φαμελιές που συγκεντρώνονταν σε κάθε τεμάχι,
ήταν και τα μερίδια που κληρώνονταν.
Με το χάραμα άρχιζε η συγκομιδή με πρωταγωνιστές τους «τιναχτάδες»
και τα «λούρια» τους, βέβαια.
Ο τιναχτής έπρεπε να είναι ψύχραιμος, προσεχτικός,
να έχει την ικανότητα να «σκαλώνει» και στις πιο δύσκολες βελανιδιές και
να καταφέρνει να ισορροπεί, ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια του, για να
χειρίζεται το λούρο.
Πολλές βελανιδιές ήταν «καλανέβατες»,
ενώ επίσης πολλές ήταν δύσκολες, «γκρίτζαλες», όπως λέμε. Ο κορμός
τους τιναζόταν κατακόρυφος, τα σταυρώματα βρίσκονταν ψηλά. Συχνά χρειαζόταν να
πετάξουν τριχιά και με τη βοήθεια της να σκαρφαλώσουν και τι να πει κανείς για δέντρα που ήταν σε «ρόβολο»,
σε γκρεμίλα.
Τα ατυχήματα ποτέ δεν έλειψαν και αρκετά υπήρξαν
θανατηφόρα. Σκληρή η δουλειά για όλους μέσα στο λιοπύρι, στ’ αγκάθια, στα λιθάρια,
στους σκορπιούς και στα φίδια. Εισόδημα πληρωμένο με πολύ ιδρώτα και με αίμα
ακόμα.
Με το βασίλεμα του ήλιου το γορδί ζωντάνευε-
ξεφόρτωναν το βελανίδι της ημέρας, τ’ απλώνανε στ’ αλώνια, ενώ οι γυναίκες άναβαν
τη φωτιά στις «φωτογωνιές», για να ετοιμάσουν το βραδινό, να φάνε κάτι
με το κουτάλι και ν’ απλώσουν μετά το κατάκοπο κορμί τους. Οι μεσίτες των
εμπόρων του Αστακού δεν αργούσαν να εμφανιστούν με τα καντάρια τους. Το πιο
σπουδαίο προτέρημα τους ήταν η τέχνη τους να «τσακίζουν» το καντάρι,
ώστε να κλέβουν δύο - τρεις οκάδες σε κάθε ζύγι. Ήταν μια αυτοπριμοδότηση που
συμπλήρωνε το μεσιτικό τους.
Αλλά και μια υποτυπώδης
αγορά δεν έλειπε από τα «γόρδια»· λείπει μαθές ποτέ το αλισβερίσι; Μαγαζιά
του Αστακού ή και του Αντελικού ακόμα, έστηναν παραρτήματα. πρόχειρες καλύβες με λίγα ψώνια, όπως πανικά,
ψιλικά, κεφαλομάντηλα, κάλτσες κ.ά. ανταλλάσσονταν με βελανίδι.
Τέλος, πώς μπορούσε να λείψει ο καφετζής; Μια
μπουκάλα ούζο, ένα κουτί λουκούμια, κάνα δυο μπρίκια για καφέ, μια φωτογωνιά κι
ένα ασκί με νερό ήταν όλα κι όλα τα καπιτάλια του καφενέ.
Οι μέρες περνούσαν με μόχθο πολύ, με στέρηση αλλά και με
τραγούδια και με χορούς ακόμα. Αν το βελανίδι είχε βγάλει τη βελάνα του, δηλ.
αν η βελάνα έβγαινε από το κύπελλο, έπρεπε η φαμελιά να καθίσει σταυροπόδι γύρω
απ’ το σωρό, να παραμερίσει κούραση και νύστα, για να «ξεβελανιάσει».
Μετά την πώληση γινόταν το «σάκιασμα» σε τσουβάλια που έφερναν οι έμποροι, το ζύγισμα και η πληρωμή
και στη συνέχεια η μεταφορά στις αποθήκες. Τη μεταφορά έκαναν τα παλιά χρόνια
Πραμαντιώτες και Καραγκούνηδες αγωγιάτες. Φάλαγγες τ’ αλογομούλαρα, φορτωμένα
με το προϊόν του μόχθου των χωριών του Ξηρομέρου, έπαιρναν το δρόμο για τις αποθήκες…
Πηγή:
«ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΣ», Φεβρ 1994
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου