ΕΝΑ ΧΕΡΟΒΟΛΟ ΣΤΑΧΥΑ
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
«Όσο σε βοηθάει η νύχτα κι η αυγή
δεν
σε βοηθάει η μάνα κι η αδερφή»
Αυτή η λαϊκή σοφία επικρατούσε
σ’ όλο το χωριό και έκρυβε μεγάλη αλήθεια. Γι’ αυτό ξυπνούσαν θαμπά-θαμπά και
τους έβρισκε το ξημέρωμα στο χωράφι.
Τα στάχυα βαρέθηκαν το παιχνίδι με το αεράκι
και περίμεναν το χέρι του θεριστή. Ο θέρος όμως δεν ήταν παιχνίδι, ήταν ένας
αγώνας για το ψωμί, μέσα στο λιοπύρι. Ήταν και οι κολτσίδες, τα σακοτρύπια και
τ’ αγκάθια οι κεφαλάδες που φύτρωναν ανάμεσα στα στάχυα.
Οι άντρες κατέβαιναν στο βαρκό,
να βρέξουν το δεματικό, εκεί που οι νεροφίδες κυνηγούσαν τα μπακακάκια ανάμεσα
στα βούρλα. Οι μικρομάνες κουβαλούσαν και τα κούτσικα στο θέρο. Γύριζαν ένα
σαμάρι ανάποδα για μπισίκι και τ’ άφηναν εκεί στον ίσκιο της γκορτσιάς. Κι όταν
αυτά έκλαιγαν τα βυζόπιαναν λιγάκι και ξαναρίχνονταν στον έργο.
Το δρεπάνι έκοβε ασταμάτητα τα
στάχυα, που γίνονταν χερόβολα και δεμάτια. Ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπο, όσο
ανέβαινε το καντήλι του ήλιου στον ουρανό. Αποκαμωμένοι ξώμαχοι οι θεριστές
τράβαγαν για το σκορδόξυδο στον ίσκιο της γκορτσιάς, να δροσιστούν τα σωθικά
τους.
Μια ζωή θα κουβαλάμε μέσα μας
αυτές τις εικόνες σαν χαϊμαλί στον κόρφο μας. Έτσι για να μπορούμε πάντα να
εκτιμάμε και να τιμάμε το ψωμί που τρώμε. Κι αν σήμερα όλα αυτά ξεμάκρυναν τόσο
πολύ, μια εικόνα δεν πρόκειται να χαθεί ποτέ απ’ το μυαλό μου. Εκείνο το μικρό
κοριτσάκι που σεργιάναγε ανέμελα ανάμεσα στις κόκκινες παπαρούνες, κρατώντας
ένα χερόβολο στάχυα, παίζοντας με τις πεταλουδες και τις πασχαλίτσες.
Τα δεμάτια του σταριού
καρτερούν στ’ αλώνι την πατόζα, καλοβαλμένα σε θυμωνιές και τσιρένια. Άλλα στο
Μυριά, άλλα στη Τζιούμα κι άλλα στο Παλιοχώρι. Πολλοί κοιμόταν εκεί κοντά στο
μόχθο τους, για να μην έρθουν τη νύχτα λυμένα ζώα και τους κάνουν ζημιά.
Ένα βράδυ έπεισα τον πατέρα, να
με πάρει μαζί του, στα δεμάτια μας στο Παλιοχώρι. Ήταν η πρώτη φορά που θα
κοιμόμουν έξω τη νύχτα κι είχα ένα φόβο κυρίως για τα ζούμπερα. Εκεί κοντά
τριγυρνούσε κι ο αγροφύλακας και μόλις μας είδε ήρθε και στρογγυλοκάθισε για
κουβέντα. Αφού είπαν πολλές παλιές ιστορίες, μας καληνύχτισε κι έφυγε για το
χωριό. Τότε μου έστρωσε ο πατέρας μια βελέντζα καταή και μου είπε «Πλάγιασε
τώρα!»
Πού να κλείσω μάτι εγώ! Πότε
τήραγα στον ουρανό τ’ αστέρια, πότε μου μύριζε η φρεσκοκομμένη σταροκαλαμιά και
πότε με μάγευαν τα τριζόνια με τη συναυλία τους. Η πιο όμορφη όμως μελωδία ήρθε
αργότερα, όταν ένα κοπάδι πρόβατα αρματωμένο με τα κουδούνια του, νυχτοβόσκαγε
στα γύρω τσαΐρια κι ο τσοπάνος τ’ αλκόταγε
σιουρίζοντας.
Αποκαμωμένος απ’ όλα αυτά και
απ’ τα παιγνίδια της μέρας παραδόθηκα σ’ έναν γλυκό ύπνο. Ούτε το γκάρισμα του
γαϊδάρου δεν μ’ ενοχλούσε πια!
Το πρωινό δροσιό κι ο ήλιος που ρόδισε πέρα
στης Γούρας την ανατολή, έκοψαν τ’ όνειρο στη μέση. Είχε χαράξει για τα καλά!
Ζούγρος Γιώργος
Δάσκαλος-λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου