TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Παρασκευή 19 Απριλίου 2019

Ο βομβαρδισμός της Λαμίας το 1941


Λαμία: Μια συγκλονιστική ιστορία από το βομβαρδισμό
της πόλης το 1941
[Του Γιώργου Φλέσσα...]

Ο βομβαρδισμός της Λαμίας στις 18 Απριλίου 1941. Μια ιστορία

Το πρωινό της 18ης Απριλίου 1941, ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, στη Λαμία έμοιαζε ήσυχο. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, όμως η πόλη είχε αδειάσει από τον κόσμο της. Πολλοί είχαν φύγει για τα χωριά τους· άλλοι για να γιορτάσουν το Πάσχα κι άλλοι για να προφυλαχθούν από τη γερμανική προέλαση.
Ο Γιώργος και η γυναίκα του η Βασιλική κατηφόρισαν από το σπίτι τους της οδού Έσλιν προς το μαγαζί στο τέρμα της Βύρωνος, από όπου αναχωρούσε το λεωφορείο, που θα τους πήγαινε ως τον Αη Γιώργη Τυμφρηστού. Κι από εκεί, είτε με κάποιο από τα σπάνια διερχόμενα αυτοκίνητα, είτε με μουλάρια θα έφταναν στο χωριό τους, τη Μεγάλη Κάψη, για να γιορτάσουν το Πάσχα. Τα παιδιά τους, η Ελένη, 13 χρονών, ο Σπύρος, 10 χρονών και ο επτάχρονος Μάκης ήταν ήδη εκεί, μαζί με τη θειά τους τη Μαρία και τον “μπάρμπα” τον Λεωνίδα –όπως τον φώναζαν όλοι– δυό από τα έξι αδέλφια της Βασιλικής.
Δεν είχαν περάσει ούτε δυό εβδομάδες από τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, όταν ο Γερμανός πρέσβης Βίκτορ Έρμπαχ επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Κορυζή τελεσίγραφο για την επικείμενη επίθεση για να ακούσει το δεύτερο ΟΧΙ. Λίγη ώρα μετά, στις 05:15 το πρωί, ξεκίνησε η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας, 45 λεπτά πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου.
Η 12η Στρατιά της Wehrmacht, υπό τον στρατηγό WilhelmList, με 4 τεθωρακισμένες μεραρχίες και 11 μεραρχίες μηχανοκινήτου πεζικού (680.000 άνδρες, 1.200 τανκς και 700 αεροπλάνα) ξεκίνησε τη διμέτωπη επίθεση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας.
Η γερμανική επίθεση με την κωδική ονομασία “Μαρίτα” είχε διπλό αντικειμενικό σκοπό: να βοηθήσει τον Μουσολίνι που ήταν στριμωγμένος από τις ελληνικές δυνάμεις στην Αλβανία και να εξασφαλίσει τα νώτα των δυνάμεων του Άξονα, ενόψει της επικείμενης επίθεσής τους στην ΕΣΣΔ.

Δύο γερμανικά Σώματα Στρατού εισέβαλαν στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα και επιτέθηκαν με σφοδρότητα στα οχυρά της Γραμμής Μεταξά στην Ανατολική Μακεδονία και στα μεμονωμένα οχυρά του Εχίνου και της Νυμφαίας, στη Θράκη. Την ίδια ημέρα, γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν τον Πειραιά και τις ακτές του έως το Ναύσταθμο της Σαλαμίνας, προκαλώντας βαριές ανθρώπινες απώλειες και τεράστιες ζημιές.
Στο μεταξύ, ο κύριος όγκος του ελληνικού στρατού συνεχίζει να μάχεται τους Ιταλούς στην Αλβανία. Ανάμεσα τους, ο δεύτερος αδελφός της Βασιλικής, ο Ζάχος Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Πλατανιάς, που θα παντρευόταν αργότερα τη Μαρία.
Οι υπερασπιστές των οχυρών (Ρούπελ, Ιστίμπεη, Νυμφαία, Εχίνος, Λίσε, Περιθώρι, Πυραμιδοειδές, Παληουριώνες κ.ά.) αμύνθηκαν σθεναρά στις αλλεπάλληλες επιθέσεις των υπερτέρων γερμανικών δυνάμεων. Οι Άγγλοι και οι Νεοζηλανδοί, που είχαν σπεύσει προς βοήθεια της χώρας μας, έλεγχαν μεν τον άξονα Τεμπών-Βερμίου, όμως το κέντρο του μετώπου ήταν ιδιαίτερα αδύναμο και η Θεσσαλονίκη ανοχύρωτη πόλη.
Η Γιουγκοσλαβία δεν άντεξε, ούτε δύο ημέρες. Το νότιο γιουγκοσλαβικό μέτωπο κατέρρευσε, επιτρέποντας στις γερμανικές τεθωρακισμένες μεραρχίες να εισδύσουν στα Σκόπια και –μέσω της κοιλάδας του Αξιού– να περάσουν τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα στις 8 Απριλίου, υπερφαλαγγίζοντας τη Γραμμή Μεταξά. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Θεσσαλονίκη. Στις 10 Απριλίου, περικυκλωμένοι πλέον, παραδίνονται οι ηρωικοί υπερασπιστές της Γραμμής Μεταξά.
Τις επόμενες ημέρες καταλαμβάνονται η Βέροια, η Κατερίνη, η Κοζάνη, τα Γρεβενά και η Καστοριά, με αποτέλεσμα να αρχίσει η ραγδαία υποχώρηση του κυρίου όγκου των ελληνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην Αλβανία, παίρνοντας τα χαρακτηριστικά φυγής. Η γερμανική αεροπορία βομβαρδίζει τον Πειραιά, τα Τρίκαλα, τη Σπάρτη και την Κυπαρισσία.
Στη Λαμία
Ο Γιώργος και η Βασιλική μάθαιναν με αγωνία τα δραματικά νέα, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα κι ότι άλλο κατάφερναν να ακούσουν από το μεγάλο ραδιόφωνο της τραπεζαρίας. Για ποιον να πρωτοανησυχήσει κανείς; Για τα αδέλφια στο μέτωπο, για τα παιδιά τους, για τους εαυτούς τους; Κάθε τόσο ο βόμβος των διερχόμενων αεροπλάνων διέλυε τη ζωή της πόλης, μαζί με το ουρλιαχτό των σειρήνων της αεράμυνας. Ευτυχώς, είχαν στείλει τα παιδιά στο χωριό, όπου δεν υπήρχε κίνδυνος. Και σήμερα έφευγαν κι οι ίδιοι.
Έφτασαν στο μαγαζί που χρησίμευε ως αφετηρία. Το παλιό λεωφορείο ήταν εκεί. Σε λίγο θα ξεκινούσαν. Από τη γωνία φάνηκε βιαστικός-βιαστικός ο μεγαλύτερος αδελφός της Βασιλικής, Γιώργος κι αυτός. Στο χωριό τον περίμενε η μονάκριβη μικρούλα του, η Ρηνούλα. Πόσο την είχε επιθυμήσει!
Γερμανικά τανκς στην βομβαρδισμένη οδό Καποδιστρίου στις 18 Απριλίου 1941
Ξαφνικά, τους ήχους της πόλης σκέπασε ο βόμβος από τους κινητήρες δεκάδων γερμανικών αεροπλάνων. Αυτήν τη φορά ακουγόντουσαν πολύ πιο κοντά. Αυλάκωναν τον καταγάλανο ουρανό, σε μικρούς σχηματισμούς και κατευθύνονταν προς την πόλη. Ήταν φανερό: δεν ήταν διερχόμενα· ερχόντουσαν για να βομβαρδίσουν τη Λαμία. Η μεγάλη σειρήνα του Ηλεκτρικού Εργοστασίου χτύπησε συναγερμό. Οι άλλες σειρήνες της αεράμυνας άρχισαν να ουρλιάζουν.
Ο κόσμος άρχισε να τρέχει πανικόβλητος για να προφυλαχτεί στα λιγοστά καταφύγια, στα υπόγεια, όπου μπορούσε. Χάος! Ο Γιώργος, η Βασιλική κι ο άλλος Γιώργος, μαζί με τους λιγοστούς συνταξιδιώτες στριμώχτηκαν μέσα στο μαγαζί, καθώς δεν προλάβαιναν να φτάσουν σε κάποιο κοντινό καταφύγιο. Σταυροκοπήθηκαν και περίμεναν...
Τα αεροπλάνα –“στούκας” όπως είπαν μετά– άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω από τη Λαμία, σαν γεράκια που ζυγιάζουν το θήραμα τους. Μετά από λίγο, ξέκοψαν ένα-ένα και ξεκίνησαν τις εφορμήσεις. Κατέβαιναν από ψηλά σχεδόν κάθετα και μόλις πλησίαζαν κοντά στο έδαφος, άφηναν το θανάσιμο φορτίο τους και ξανακέρδιζαν ύψος. Το δαιμονισμένο θόρυβο των κινητήρων, ακολουθούσε το σφύριγμα της βόμβας και λίγα δευτερόλεπτα μετά η εφιαλτική έκρηξη, τραντάζοντας συθέμελα τη γη, γκρεμίζοντας τα κτίρια, λιώνοντας τα σίδερα, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας τους ανθρώπους.
Εκρήξεις, φωτιές, θάνατος! Σύννεφα σκόνης, μαύρος καπνός, χαλάσματα, ουρλιαχτά απόγνωσης, κραυγές για βοήθεια, πράγματα να καίγονται και μαζί η φριχτή μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Οι εφορμήσεις συνεχίστηκαν ξανά και ξανά μέχρι που τα “στούκας” άδειασαν όλο το φονικό τους φορτίο. Αφού τελείωσαν την ανελέητη αποστολή τους, τα αεροπλάνα πέταξαν για λίγο πάνω από την πόλη, σαν να ήθελαν να καμαρώσουν το καταστροφικό τους έργο και ένα ένα –όπως είχαν έρθει– πέταξαν μακριά, ώσπου χάθηκαν στον ορίζοντα.
Η Μεγάλη Παρασκευή έγινε πιο πένθιμη για τη Λαμία του 1941. Όσοι γλύτωσαν από το βομβαρδισμό, ξεχύθηκαν στα χωράφια. Άλλοι με λιγοστά πράγματα, άλλοι χωρίς τίποτα, κατέφυγαν στα γύρω χωριά, για να γλυτώσουν. Τα νέα άρχισαν να κυκλοφορούν: οι καταστροφές ήταν πολλές, οι νεκροί αρκετοί και οι τραυματίες περισσότεροι.
Στο χωριό, στη Μεγάλη Κάψη, ο “μπάρμπας” ο Λεωνίδας είχε κακό προαίσθημα. Κανονικά, τα αδέλφια του η Βασιλική κι ο Γιώργος και ο γαμπρός του θα έπρεπε να φτάνουν προς το απομεσήμερο. Δεν είχαν έρθει, όμως! Τι να συνέβη; Οι γυναίκες, ανήσυχες κι αυτές, καταπιανόντουσαν τάχα με τις δουλειές του σπιτιού για να μην το δείξουν. Μόνο τα παιδιά έπαιζαν ξένοιαστα. Όσο πέρναγε η ώρα, το κακό του προαίσθημα δυνάμωνε.
Πηγαινοερχόταν μέσα στο σπίτι σαν θεριό, έκανε βόλτες μέχρι την άκρη του χωριού, προσδοκώντας να φανούν οι δικοί του. Τίποτα!
Λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, πρόβαλε στη στροφή του δρόμου ένας νεαρός συγχωριανός του, που ερχόταν από τη Μακρακώμη. Του είπε τα μαντάτα για το βομβαρδισμό. Για τους δικούς του δεν είχε καμία πληροφορία.
Ούτε τους είχε απαντήσει πουθενά στη διαδρομή, ούτε είχε ακούσει τίποτα.
Ο Λεωνίδας γύρισε σπίτι, ενημέρωσε τις γυναίκες, τις αδελφές του και τη Γιώργαινα (τη γυναίκα του αδελφού του και μάνα της μικρής) τις καθησύχασε και κίνησε για τη Λαμία. Ένας χωριανός τον κατέβασε μέχρι τον Αη Γιώργη και ένας άλλος γνωστός τον πήγε μέχρι την Μακρακώμη. Από εκεί με ένα διερχόμενο αυτοκίνητο έφτασε τα ξημερώματα στο Λιανοκλάδι. Ως εκεί πήγαιναν τα αυτοκίνητα, μετά ο δρόμος ήταν κλειστός. Αριστερά και δεξιά του δρόμου, βρισκόντουσαν καραβάνια από οικογένειες που είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Αντάμωσε κάποιους γνωστούς, τους ρώτησε. Δεν ήξεραν τίποτα, δεν τους είχαν δει.
Περπάτησε προς τη Λαμία. Σε καμιά ώρα θα έφτανε. Καθώς πέρασε το Σταυρό, είδε στο φως του πρωινού, από μακριά τη Λαμία σκεπασμένη με ένα αχνό σύννεφο καπνού. Η ανησυχία τον έπνιξε. Τάχυνε το βήμα του.
Όσο πλησίαζε στην πληγωμένη πόλη, τόσο πύκνωνε ο κόσμος που έφευγε κι ανάμεσα τους αρκετοί γνωστοί. Μέσα στην αναμπουμπούλα κανένας δεν είχε ιδέα.
Επιτέλους, έφτασε στη Λαμία. Άρχισε να ανεβαίνει τη(σημερινή) οδό Πλατή, για να περάσει πρώτα απ’ το μαγαζί που ξεκίναγε το λεωφορείο και μετά θα έβλεπε τι θα έκανε. Παντού κτίρια με ζημιές, χαλάσματα εδώ κι εκεί, αναποδογυρισμένα κάρα, και διάχυτη η μυρωδιά του καμένου.
Πλησιάζει προς το μαγαζί και μένει εμβρόντητος! Ερείπια. Χαλάσματα, που ακόμα κάπνιζαν. Κοιτάζει γύρω μήπως και δει κανένα γνωστό. Λίγο πιο κάτω βλέπει δυο-τρεις περίοικους που αναμετρούν την καταστροφή και κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα, κουνώντας τα κεφάλια τους. Τους πλησιάζει. “Τι έγινε εδώ, ρε παιδιά”, τους ρωτάει. “Εδώ ακριβώς έπεσε η βόμβα. Όλοι όσοι ήταν τριγύρω σκοτώθηκαν”, τού λένε. “Όλοι! Τους πήρε η δημαρχία”. “Όχι όλοι!” πετάγεται ένας άλλος “Τα ξημερώματα βρήκαν κάτω απ’ τα χαλάσματα μια γυναίκα. Ήταν ακόμα ζωντανή. Την πήραν”. Ποιοι σκοτώθηκαν; Ποια ήταν η γυναίκα; Δεν ήξεραν…
τρέχοντας προς το κέντρο να ρωτήσει, να μάθει. Στα καφενεία γύρω από το Πάρκο συναντά γνωστούς. Αποφεύγουν να τον κοιτάξουν κατάματα. Η σιωπή τους τα λέει όλα. Σκοτώθηκε ο Γιώργος –τον είχαν βρει από τους πρώτους, καθώς η έκρηξη τον είχε πετάξει προς τα έξω. Σκοτώθηκε κι η Βασίλω κι ο αδελφός του ο Γιώργος. Πάνε! Ορφάνεψαν δυό σπίτια.
Καταρρέει. Το μυαλό του σκέφτεται σαν τρελό. Δεν είναι δυνατόν. Κάνουν λάθος, δεν μπορεί. Κι αν είναι αλήθεια, τα παιδιά, η Ελένη, ο Σπύρος, ο Μάκης η μικρή Ρηνούλα τι θα απογίνουν;
Το Δικαστικό Μέγαρο της Λαμίας βομβαρδισμένο από τις Γερμανικές δυνάμεις τον Απρίλιο του 1941
Συνέρχεται. Ξεκινάει για το Νοσοκομείο Λαμίας. Στο δρόμο συναντά κι άλλους γνωστούς. Τα νέα έχουν μαθευτεί. Όλοι έχουν το ίδιο λυπημένο βλέμμα, σχεδόν τον αποφεύγουν, δεν θέλουν να είναι αυτοί που θα ξεστομίσουν τη θλιβερή είδηση. Σκοτώθηκαν όλοι!
Φτάνει στο Νοσοκομείο. Χάος κι εκεί. Τραυματίες από το μέτωπο, βασανισμένοι, ψειριασμένοι, με κρυοπαγήματα, με άρβυλα ανοιγμένα μπροστά, με δάχτυλα μελανιασμένα, μαύρα. Τραυματίες από το βομβαρδισμό, χτυπημένοι, καμένοι. Γιατροί και νοσοκόμες ολόγυρα κάνουν ότι μπορούν. Ρωτάει: "Μήπως φέρανε μια γυναίκα από τα χαλάσματα του βομβαρδισμού. Βασιλική τη λένε". Ψάχνει ένα-ένα τα κρεβάτια, τα φορεία. Ξαναρωτάει. Και ξαφνικά σε ένα θάλαμο με δεκάδες τραυματίες, τη βλέπει, σε ένα κρεβάτι, άσχημα χτυπημένη, μελανιασμένη, με γρατζουνιές παντού, μαύρη απ’ τον καπνό, με ορούς και με το ένα της πόδι τυλιγμένο σε καταματωμένους επιδέσμους.
Την παρατηρεί να κοιμάται ανήσυχα και να βογκάει σιγανά μέσα στον ύπνο της. Ρωτάει τις νοσοκόμες. Ψάχνει τριγύρω να βρει ένα γιατρό για να μάθει τι γίνεται. Περιμένει έξω από τα χειρουργεία. Γιατροί, νοσοκόμες και τραυματιοφορείς μπαίνουν και βγαίνουν συνέχεια. Φορεία με τραυματίες αραδιασμένα εδώ κι εκεί. Παντού αίμα, βογγητά, πόνος. Ρωτάει όποιον βλέπει, ξαναρωτάει. Τον κοιτούν με μάτια κουρασμένα.
Επιτέλους, βρίσκει ένα γιατρό που μοιάζει να θυμάται την τραυματισμένη γυναίκα. Δείχνει κατάκοπος. Φοράει μια ιατρική μπλούζα που μόνο λευκή δεν είναι. “Τη θυμάμαι”, του λέει. “Τη φέραν πριν λίγες ώρες. Μάς είπαν ότι τη βρήκαν θαμμένη στα ερείπια. Τη χειρουργήσαμε. Κάναμε ότι περισσότερο μπορούσαμε. Η γυναίκα σου είναι;”
“Όχι, όχι, η αδελφή μου είναι” απάντησε ο Λεωνίδας. Κι ο γιατρός συνέχισε: “Είναι άσχημα χτυπημένη και το πόδι μάλλον θα το χάσει. Είναι νωρίς για να ξέρουμε αν θα τη γλιτώσει...”
Ο Λεωνίδας, αφού ευχαρίστησε το γιατρό, ξαναπέρασε να δει τη Βασιλική και κατόπιν πήρε αργά το δρόμο για το κέντρο της πόλης. Εκεί συνάντησε κι άλλους γνωστούς, φίλους, γείτονες. Είχαν όλοι πληροφορηθεί τη θλιβερή είδηση.
Αποφάσισε να γυρίσει στο χωριό. Στη Λαμία δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να προσφέρει. Στο χωριό, όμως, τον είχαν ανάγκη. Καλύτερα να μάθαιναν από τον ίδιο τα σπαρακτικά νέα. Έτσι κι αλλιώς οι φήμες δεν θα αργούσαν να φτάσουν και στο χωριό. Καλύτερα να ήταν εκεί.
Περπάτησε πάλι έξω από την πόλη, προς τη δημοσιά του Καρπενησίου. Με το καμιόνι ενός κοντοχωριανού ταξίδεψε ως το Χάνι του Πλατανιά κι από εκεί με το μουλάρι ενός αγωγιάτη έφτασε στη Μεγάλη Κάψη. Σουρούπωνε…
Στο καφενείο, απέναντι από τον πλάτανο, καθόντουσαν αρκετοί από τους άντρες του χωριού και κουβέντιαζαν. Άρχισαν να ψελλίζουν συλλυπητήρια. Τα νέα είχαν φτάσει. Με βήμα αργό πήρε το δρόμο προς το Παπαγιαννέϊκο. Βάδιζε σαν υπνωτισμένος. Ήταν σκληρός άντρας ο Λεωνίδας, συγκρατημένος και λιγομίλητος. Αλλά όσα συνέβησαν, όσα είδε, τον είχαν λυγίσει. Προς στιγμήν λιποψύχησε. Ένιωσε ότι περπατάει στο κενό.
Προχώρησε στη μικρή ανηφόρα και διάβηκε την αυλόπορτα. Τα τρία παιδιά στεκόντουσαν στο λιακωτό και τον κοίταζαν μουδιασμένα. Ανέβηκε αργά τα σκαλιά και μπήκε στο δωμάτιο με το μεγάλο τραπέζι, με τα παιδιά να τον ακολουθούν. Οι κουβέντες κοπήκαν απότομα. Οι γυναίκες τον κοίταξαν βουβές, με βουρκωμένα μάτια, γεμάτα αγωνία. Μάτια που συγχρόνως δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν την ελπίδα πως όλες οι φήμες, οι διαδόσεις όλα ήταν ψέματα. Ψέματα!
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξεστόμισε το φοβερό νέο. “Χάθηκαν όλοι” τους είπε. “Κλάψτε όσο μπορείτε”.
Έτσι, η Ανάσταση του 1941 βρήκε τις δύο οικογένειες βυθισμένες στο πένθος και στην απόγνωση. Την Κυριακή του Πάσχα, 20 Απριλίου, οι Γερμανοί κατακτητές εισήλθαν στη Λαμία. Θα μείνουν μέχρι την 17η Οκτωβρίου 1944.
Οι αληθινοί πρωταγωνιστές
Οι δυο Γιώργηδες της ιστορίας είναι ο Γιώργος Φλέσσας –ο παππούς μου– και ο Γιώργος Παπαγιάννης, ο αδελφός της Βασιλικής, οι οποίοι σκοτώθηκαν εκείνο το ματωμένο πρωινό της Μεγάλης Παρασκευής, 18 Απριλίου 1941 στο βομβαρδισμό της Λαμίας. O παππούς μου όταν σκοτώθηκε ήταν 49 ετών (γεννημένος το 1892 στη Μεγάλη Κάψη). Μετανάστευσε το 1916 στη Νέα Υόρκη (με το υπερωκεάνιο "Πατρίς") και δούλεψε εκεί πάνω από δέκα χρόνια έχοντας ελληνικό εστιατόριο στην Αστόρια.
Έκανε περιουσία στην Αμερική και επέστρεψε στη Λαμία, όπου άνοιξε επίσης εστιατόριο, τη "Ρούμελη" στην οδό Καποδιστρίου στο κέντρο της πόλης διαγωνίως απέναντι από τα Δικαστήρια. Μετά τον τραγικό χαμό του, το εστιατόριο ανέλαβαν ο Ζάχος Παπαγιάννης και ο Ανδρέας Πλατανιάς, που μνημονεύονται παραπάνω.
H Βασιλική Φλέσσα, το γένος Παπαγιάννη –η γιαγιά μου– μετά από αρκετές εβδομάδες νοσηλείας στο Νοσοκομείο Λαμίας κατάφερε να επιβιώσει. Τελικά, δεν έχασε το πόδι της. Σε αυτό είχαν συμβάλει –από ότι μαθεύτηκε αργότερα- και οι Γερμανοί στρατιωτικοί γιατροί, που είχαν έλθει στο μεταξύ ως στρατός Κατοχής. Της έμεινε, όμως, μια αναπηρία. Αν και κούτσαινε, τη θυμάμαι πάντα μαυροφορεμένη, να ανηφορίζει ευθυτενής την οδό Έσλιν προς το σπίτι μας. Ευτύχησε να δει όλα τα παιδιά της να μεγαλώνουν και να προκόβουν, να δημιουργούν δικές τους οικογένειες. Όλοι, μικροί μεγάλοι ανεξαιρέτως, τη φωνάζαμε "Μάνα" μέχρι το 1970 που αναπαύθηκε. Πρόλαβε να δει και τέσσερα εγγόνια, ένα εκ των οποίων έφερε ακριβώς το όνομα του αδικοσκοτωμένου: Γεώργιος Φλέσσας του Σπυρίδωνος.
Τα τρία παιδιά του Γιώργου Φλέσσα μεγάλωσαν και πρόκοψαν με τη βοήθεια των αδελφιών της Βασιλικής, του “μπάρμπα” του Λεωνίδα, του Ζάχου –που γύρισε από το αλβανικό μέτωπο βρίσκοντας ξεκληρισμένη την οικογένεια– και της Μαρίας. H μεγάλη του κόρη, η Ελένη έγινε αυτόματα η μάνα της οικογένειας. Αργότερα, παντρεύτηκε το δικηγόρο Νίκο Κορκόβελο και απέκτησε δυο κόρες και τέσσερα εγγόνια. Ζει, από τότε μέχρι σήμερα, στο πατρικό σπίτι της οδού Έσλιν. Ήταν η Ελένη που με βάφτισε. H νουνά μου, όπως τη φωνάζω μέχρι σήμερα!
Ο Σπύρος Φλέσσας –ο πατέρας μου– λίγα χρόνια μετά φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, φτάνοντας μέχρι το βαθμό του υποστρατήγου. Ποτέ δεν ξεπέρασε το θάνατο του πατέρα του και το αίσθημα της ορφάνιας. Παντρεύτηκε τη μητέρα μου, τη Ματούλα, το 1961 και απέκτησαν δύο παιδιά: τον αδελφό μου Σωτήρη κι εμένα. Στο χέρι του φορούσε πάντα ένα απλό χρυσό δαχτυλίδι με μια βαθυκόκκινη πέτρα, το δαχτυλίδι του αδικοχαμένου πατέρα του. Ποτέ δεν τον θυμάμαι χωρίς αυτό! Το 2002, λίγο πριν πεθάνει, το έβγαλε και μού το έδωσε κι έκτοτε το φορώ εις μνήμην και των δύο τους, του παππού μου και του πατέρα μου. Ο βενιαμίν της οικογένειας, ο Μάκης έγινε δικηγόρος Λαμίας κι απέκτησε δυο παιδιά.
Η χήρα του Γιώργου Παπαγιάννη, η γλυκύτατη θεία Γιώργαινα –όπως την προσφωνούσαν όλοι– ανάστησε την κόρη της, τη μικρή Ρήνω, η οποία σταδιοδρόμησε ως υπάλληλος της Εθνικής Τραπέζης. Η θεία Γιώργαινα αναπαύτηκε το 1962, λίγο μετά τη γέννηση μου. Η Ρήνω πάντρεψε τους γονείς μου και συντηρεί το Παπαγιαννέϊκο –το σπίτι στη Μεγάλη Κάψη– μέχρι σήμερα.
Ο Λεωνίδας Παπαγιάννης, ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, είχε υπηρετήσει επί χρόνια στην Ελληνική Χωροφυλακή, κυρίως στην περιοχή της Μακεδονίας. Λίγο πριν τον πόλεμο αρρώστησε από φυματίωση και αποστρατεύθηκε. Εγκαταστάθηκε έκτοτε μόνιμα στη Μεγάλη Κάψη, καθώς το υψόμετρο κι ο βουνήσιος αέρας ήταν η μόνη αποτελεσματική θεραπεία, μέχρι την ανακάλυψη της στρεπτομυκίνης το 1946, που εξάλειψε τη νόσο.
Στη διάρκεια της κατοχής αναμείχθηκε με την αντίσταση και συνέβαλε στην ανάπτυξη του αντάρτικου στην περιοχή. Από το Παπαγιαννέϊκο στη Μεγάλη Κάψη πέρναγαν συχνά πολλοί καπεταναίοι του ΕΛΑΣ, μεταξύ των οποίων και ο λαμιώτης Θανάσης Κλάρας –ο χαρισματικός και αμφιλεγόμενος Άρης Βελουχιώτης– και κουβέντιαζαν. Ο πατέρας μου τον θυμόταν να κάθεται στην τραπεζαρία, βαρύς και επιβλητικός, με τα φυσεκλίκια και τα όπλα του να γυαλίζουν, ενώ οι μαυροσκούφηδές του χαζολογούσαν στην αυλή. Ο –κατά πολλούς ιστορικούς– βίαιος και ανελέητοςΆρης, κάθε φορά που συναντιόντουσαν με τον Λεωνίδα, τον ρώταγε με απρόσμενη συμπάθεια: "Τι κάνουν τα ορφανά του Φλέσσα;"
Μετά την επιχείρηση του Γοργοποτάμου, όταν ο ΕΛΑΣ άρχισε σταδιακά να στρέφεται εναντίον των άλλων ανταρτικών ομάδων, ο Λεωνίδας, ως πρώην αξιωματικός της Χωροφυλακής και μη κομμουνιστής, άρχισε να αντιμετωπίζεται από τους ελασίτες με καχυποψία και στο τέλος επικηρύχθηκε. Για να γλυτώσει κατέφυγε στη Λαμία, όπου και έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Αρκετά χρόνια αργότερα –μεγάλος πια– παντρεύτηκε τη θεία Κούλα. Δεν απέκτησαν παιδιά, υιοθέτησαν, όμως, τη Ρήνω, την κόρη του σκοτωμένου αδελφού του. Μέχρι το τέλος της ζωής του, στα μέσα της δεκαετίας του 1970, κάθε φορά που πηγαίναμε στη Λαμία, δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον επισκεφτούμε στο κλασσικό σπίτι, δίπλα στην Πλατεία Λαού, με τη μακριά ξύλινη σκάλα, τα βιβλία και το πιάνο της θείας Κούλας.
Και η δική μου εξομολόγηση
Έγραψα αυτήν την ιστορία, εβδομήντα πέντε χρόνια μετά, για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι για να αποτίσω ελάχιστο φόρο τιμής στον παππού μου και σε όλους όσους έχασαν τη ζωή τους, εκείνα τα σκληρά χρόνια. Και ο δεύτερος, για να συμβάλω στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης των γεγονότων που σημάδεψαν τη μοίρα της οικογένειάς μας, μιας μέσης ελληνικής οικογένειας. Αν δεν τα καταγράψουμε, θα χαθούν καθώς οι άνθρωποι που τα έζησαν φεύγουν.
Η ανάπλαση των γεγονότων βασίζεται στις διηγήσεις του πατέρα μου, της νουνάς μου Ελένης και άλλων συγγενών. Βασίζεται ακόμη σε μαρτυρίες που βρήκα, όπως αυτή, της νοσηλεύτριας του Ερυθρού Σταύρου από τη Λάρισα, της κύριας Ζήνας Οικονόμου-Πατέρα, που υπηρέτησε εκείνες ακριβώς τις ημέρες στο Νοσοκομείο Λαμίας (εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ) http://tinypic.com/r/t03xuq/9 και αυτή του λογοτέχνη Βασίλη Αλεξίου (Περιοδικό "Σταυροδρόμι") http://www.skamnosvoice.gr
Τα ιστορικά στοιχεία προέρχονται από διάφορα βιβλία εκείνης της περιόδου των εκδόσεων της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού, από την “Ιστορία της Κατοχής” του Δημ. Γατόπουλου και από διάφορες αναρτήσεις της Ελληνικής wikipedia.
Μήνες αργότερα από τη συγγραφή του παρόντος, ανακάλυψα στο http://www.kaliterilamia.gr/2015/08/blog-post_41.html ένα μικρό φωτογραφικό αφιέρωμα με φωτογραφίες από το βομβαρδισμό και τη γερμανική εισβολή.
Οι όποιες ανακρίβειες και τα λάθη είναι μόνο δικά μου.
Γιώργος Φλέσσας 
Πηγή φώτο: alamy stock photos / http://www.kaliterilamia.gr/2015/08/blog-post_41.html


Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

1 σχόλιο:

Τακης είπε...

Τον αξιωματικό Σπύρο Φλέσσα που αναφέρει στην όντως συγκλονιστική ιστορία ο γιος του Γιώργος Φλέσσας ευτύχησα να τον έχω υποδκή στη Δ.Α.Κ. στο Ελευθέριο Λάρισας από το 1975-78. Επρόκειτο για έναν εξαίρετο άνθρωπο που δεν είχε καμιά σχέση με τους καραβανάδες. Αγαπούσε και συμπαραστέκονταν στα φανταράκια με όλη του την ψυχή και καρδιά. Μου είναι αλησμόνητος. Τον αναφέρω πολλές φορές για το ήθος του. Αν ο γιος του Γιώργος διαβάσει αυτές τις γραμμές ας επικοινωνήσει μαζί μου στο e-mail takisefthimiou@gmail.com. Πόσο μικρός είναι ο κόσμος...

Τάκης Ευθυμίου