TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης κι ο Νικόλας

 

Η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης κι ο Νικόλας

Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου / ΜΜΜ Ε.Μ.Π. Ομότιμο Μέλος του Τ.Ε.Ε.

30 Μάρτη του 1976 ξέσπασε στο έργο της μεγάλης τότε μεταλλευτικής μαγνησίτη (λευκολίθου) και προϊόντων του, Α.Ε. Επιχειρήσεων του συγκροτήματος Σκαλιστήρη στο Μαντούδι Ευβοίας, η μεγαλύτερη ίσως σε σφοδρότητα και παράλογη αγριότητα απεργία στη χώρα της μετά τα Λαυρεωτικά και αυτή της Σερίφου το 1916. Κράτησε μέχρι της 7 Απριλίου 1976. Ήμουν της από της 4 Τομεάρχες της Εκμετάλλευσης Μαντουδίου. Αναίμαχτη απεργία αλλά ψυχοφθόρα. Αγριότητα από πλευράς υποτιθέμενου και πραγματικού προλεταριάτου κατά της πραγματικής και υποτιθέμενης εργοδοσίας. Παράλογη αγριότητα με συνέπειες της ψυχές ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με την αυταρχική διοίκηση της Επιχείρησης, που ήσαν αντίθετοι μάλιστα πολλοί, με δημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά έτυχε να είναι υπάλληλοί της.  Παράλογη και κατά των οικογενειών της εγκατε-στημένων στο γκέτο της έδρας του έργου, στον οικισμό της, μία κατά τα’ άλλα δωρεάν παροχή για τα στελέχη της απ΄ όλη την Ελλάδα και της οικογένειές της. Αυτό, όχι γιατί της άρεσε αλλά γιατί εκεί εργάζονταν οι σύντροφοι, οι γονείς ή τα παιδιά της.

Σ’ αυτό το γκέτο αποκλείστηκαν σε καθεστώς φόβου για πάνω από εβδομάδα, όσο διήρκεσε. Eνδεικτική της αγριότητάς της υπήρξε κι η ανάγκη επιβολής στρατιωτικού νόμου με αποστολή 2.500 (!) ανδρών καταστολής με  40 αύρες.

Η απεργία έγινε σταθμός της Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Κινηματογραφική ταινία   με τίτλο «Μαντούδι 76». «Απεργία» που έμοιαζε γεμάτη ντόπιο ρατσισμό σε μια περιοχή με τα μέγιστα μέσα εισοδήματα της χώρας για της χιλιάδες εργαζομένους απ΄ όλη την Εύβοια οικογενειακά που οφείλονταν στο Έργο και τελικά ξέφυγε από της στόχους της που ήταν ή έπρεπε να είναι αποκλειστικά το να πλήξουν τον εργοδότη για τον τρόπο διοίκησής του. Εργοδότη που έλυνε και έδενε εν ψυχρώ απολύοντας εκατοντάδες κάθε φορά ανθρώπους, εκβιάζοντας όταν του αρνιόνταν ή τον δυσκόλευαν στα νέα δάνεια που ζητούσε.

Λεγόταν, ότι ακόμα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήθελε να τον ιδεί ζωγραφιστό, ενώ έβλεπε τον Μποδοσάκη, ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν για της εκβιασμούς του. Ταυτόχρονα, έπρεπε αριστερά και σοσιαλιστικά κόμματα να δείξουν στίγμα. Στόχοι αποδεκτοί και ηθικοί με της οποίους συμφωνούσα. Αξέχαστες οι καταστάσεις όταν ο Χατζηκυριάκος, Δ.Δ. και Μασκσλέρης έρχονταν από το Κέντρο της Επιχείρησης στην Αθήνα και ανακοίνωναν απολύσεις. Είχαν βέβαια την ευθύνη μεταβίβασης της απόφασης στη διεύθυνση εκμετάλλευσης Μαντουδίου και στους Τομεάρχες της σε σύσκεψη.

Απόφαση του Εργοδότη ή και συναπόφασης μαζί του. Απόφασης για το νούμερο των για απόλυση με την υποχρέωση να τον μοιράσουν ανά Τομέα. 1.400 απολύσεις έγιναν μεταξύ 1974-76.  Σε τέσσερις της τότε Τομεάρχες Μηχανικούς πέταγαν της ευθύνης της συγκεκριμενοποίησης σ’ ανθρώπους. Τότε ήταν που παλεύαμε με τους συνεργάτες μας Προϊστάμενους Μηχανικούς να βρούμε τον τρόπο που θα προκαλούσε τον λιγότερο πόνο, επιλέγοντας συνήθως από ένα ανύπαντρο άτομο από πολυμελείς οικογένειες, όλων σχεδόν εργαζομένων στο Έργο ή άτομα που τους αναφέρθηκαν να κοιμούνται στην βάρδια 23:00- 07:00, A΄ βάρδια, με ακινητοποιημένο πανάκριβο μηχανικό εξοπλισμό ή απρεπή, ειδικά για Α&Υ, συμπεριφορά…

Η απεργία όμως κατέληξε να μοιάζει περισσότερο σαν απεργία των ντόπιων κατοίκων, ειδικά κοντινών χωριών, κατά των «ξένων», μη καταγόμενων από την περιοχή, που καλοπληρώνονταν, Μηχανικών, Χημικών, επιστημόνων και μη, ειδικοτήτων απ’ όλη την Ελλάδα, ανύπαρκτων στην περιοχή, εκμεταλλευόμενοι τον «δικό της ορυκτό πλούτο», παρά απεργία με ξεκάθαρα εργατικά αιτήματα κατά του Εργοδότη. Έστω να δείξουν ότι «του τρίβουν την μούρη» μήπως και βάλει μυαλό. Ταυτόχρονα η απεργία ήταν και ήταν αίτημα της εποχής της Μεταπολίτευσης.

Άσχετα των παραπάνω, βρήκαν την ευκαιρία κάποια άτομα εμπαθή ή και με προσωπικά συμφέροντα. Συμμετείχαν πολιτικοί ή εν δυνάμει πολιτικοί, αριστεροί και σοσιαλιστές, αυτοί που θεωρούσαν ότι δρούσαν σοσιαλιστικά ή που ήθελαν να φανούν σοσιαλιστές, προβλέποντας την αλλαγή και τα πιθανά της οφέλη.

Η πολιτική πορεία πολλών το απέδειξε.

…………………………………………………….

Ο Εργοδότης με δηλώσεις του σε τοπικό τύπο μετά καιρό, θεώρησε αιτία της απεργίας την απαίτηση των εργαζομένων να πληρώνονται υπερβολικά χωρίς να δουλεύουν αντίστοιχα, την πολιτική καθοδήγηση και το πνεύμα συνδιοίκησης από της εργάτες. Καμιά αυτοκριτική για την δική του, προσωπική συμπεριφορά και κάποιων κοντινών του συνεργατών…

……………………………………………………

Συνεχίζοντας, ελάχιστοι εργαζόμενοι φάνηκαν στη δουλειά της τη πρώτη ημέρα, κανείς μετά. Μόνο οι Τομεάρχες και επιστημονικό προσωπικό της ιεραρχίας, κι αυτοί σε δόσεις, αν τους επιτρεπόταν η είσοδος από τους απεργούς που περιφρουρούσαν της αχανείς χώρους.

Οι δρόμοι προς τους Τομείς κλείστηκαν. Φράχτηκαν από κορμούς τεράστιων αιωνόβιων πεύκων που κόπηκαν. Περιπολίες ομάδων απεργών και «απεργών», άγνωστων τις περισσότερες φορές, κουβαλημένων από παντού της Εύβοιας και της Ελλάδας, περιφρουρούσαν.

Άγνωστοι, για να την ενισχύσουν αριθμητικά αλλά και για να μη μπορεί κάποιο πιθανό θύμα βιαιότητας, να τους αναγνωρίσει και να τους καταγγείλει αργότερα. Από την άλλη μεριά, όλα τα Μ.Α.Τ της Ελλάδας και οι ΑΥΡΕΣ είχαν μαζευτεί στον εξωτερικό χώρο του Κεντρικού Τομέα και της διεύθυνσης του Έργου στο Μαντούδι. Μαζί και εισαγγελείς.

……………………………………

Η κήρυξη της απεργίας με ξάφνιασε, παρ’ ότι την θεωρούσα πιθανή. Δεν ήταν σχεδιασμένη σωστά χρονικά, ούτε έγκαιρα εκπαιδευμένοι οι ομαδάρχες της που να γνωρίζουν όρια και να τα επιβάλουν στους απεργούς με συμπεριφορά όχλου. Ήμασταν στα γραφεία μας στους Τομείς μας όταν η απεργία άρχισε. Το προσωπικό αποχώρησε σε λίγες ώρες. Μείναμε εγώ κι ο Γιώργος, Τομεάρχης του μεγαλύτερου Τομέα του Έργου με άλλο επιστημονικό του προσωπικό, Προϊσταμένους, και δυο- τρεις Εργοδηγούς. Αποφασίσαμε να μείνει ο ένας από τους δυο με συνεργάτες που θα έμεναν οικειοθελώς. Δεν μπορούσαμε να εγκαταλείψουν της εγκαταστάσεις καθώς ήμασταν οι υπεύθυνοι και νόμιμοι εκπρόσωποι της Επιχείρησης κατά νόμο, επιτρέποντας σε κάποιους να τις καταλάβουν αφού εγκαταλείφθηκαν. Αυτή ήταν τουλάχιστον η δική μου θεώρηση. Δεν θα κάναμε βέβαια μάχη μένοντας για την μη κατάληψη αλλά θα έπρεπε να σκεφτούν της συνέπειες αυτοί που θα έκαναν την απόπειρα. Αυτά ίσχυαν τότε. Καμιά σχέση με τα σημερινά.

Έμεινε ο Γιώργος πρώτος μ΄ εθελοντές. Εγώ με τη σύντροφό μου έγκυο, έφυγα για τον οικισμό μας. Στο υπηρεσιακό μου αυτοκίνητό πήρα ένα γεωλόγο μου, τον αποκαλώ Λάκη, παντρεμένο με δυο παιδιά, κάτοικο του οικισμού μας. Η διαδρομή ήταν σχεδόν ήρεμη μέχρις έξω από την κεντρική είσοδο της έδρας του Έργου και του οικισμού. Εκεί αντιμετώπισα την έκπληξη καθώς ένα τεράστιο πλήθος απεργών και ξένων, άγνωστων, είχε κλείσει τον δρόμο, απομονώνοντας τις περιφραγμένες εγκαταστάσεις και τον οικισμό με τις οικογένειες. Με ταχύτητα πεζού για να περάσω και μπω στις εγκαταστάσεις, ομάδα άγνωστων με σταμάτησε, ξέροντας, ότι είμαι Τομεάρχης. Πέντε– έξι άρπαξαν το Renault 4L μου από τη μεριά μου και το σήκωσαν σαν παιχνιδάκι στους δεξιούς μπρος– πίσω τροχούς από τη μεριά του Λάκη. Ελάχιστα ήθελαν να το τουμπάρουν μ’ εμάς. Ο Λάκης βρέθηκε πιθαμή από το χώμα του δρόμου, εγώ στον αέρα περιμένοντας την πτώση μου καθώς το αυτοκίνητο θα τουμπάριζε…

Κάποιος με μυαλό που με αναγνώρισε, φώναξε επιτακτικά να σταματήσουν αμέσως. Κι έτσι έγινε. Κατέβασαν απαλά το αυτοκίνητο στη θέση του. Μετά παραμέρισαν αφήνοντάς να περάσω. Ο Λάκης φοβισμένος με ύφος άφεσης. Το απόγευμα ανταμώσαμε, βρίσκοντάς τον ήρεμο πήγαμε στη καντίνα. Μίλησα για λίγο με τον Χατζηκυριάκο, άτομο σκληρό, κι αντιπαθητικό που κατέφθασε με τον Μασκαλέρη. Είδα τα μάτια του Λάκη ν’ αγριεύουν βλέποντάς τους. Τα αισθήματά του γι’ αυτούς, γνωστά, ήταν τα χειρότερα…

Την άλλη ημέρα της δέκα μου κτύπησε την πόρτα. Είχε καλό καιρό. «Πολιορκητές» δεν φαίνονταν έξω απ’ τον οικισμό. Έπρεπε να πάω με τα πόδια στο Μαντούδι για τρόφιμα. Ο Λάκης μ΄ ακολούθησε. 50 μέτρα βγαίνοντας όχι απ’ την κεντρική πύλη αλλ΄ απ΄ το πορτάκι φτιαγμένο για της πεζούς κατοίκους του οικισμού να μην κάνουν γύρο του μας πλαγιοκόπησαν απρόσμενα τέσσερις γεροδεμένοι, άγνωστοι «απεργοί». Λουφαγμένοι κοντά στο πορτάκι, περίμεναν κάποια έξοδο σαν την δική μας, κατοίκων του οικισμού. Ήλθαν κυκλωτικά. Από το μέρος μου, δεξιά μου, από το μέρος του Λάκη, αριστερά του και δυο πίσω μας. Μας αγριοκοίταζαν ενώκοιτιόνταν μεταξύ της αναποφάσιστοι.

Έκανα πως δεν της έβλεπα μην αγριέψω την κατάσταση. Παρακολουθούσα

τον Λάκη με το ύφος του άφεσης, τάση να εκραγεί, μάτια έτοιμα να πεταχτούν από της κόγχες τους. Του μιλούσα ήρεμα ενθαρρύνοντάς τον να μη δίνει σημασία στα ανησυχητικά που συνέβαιναν. Εγώ περίμενα επίθεσή.

Αυτό μέχρι λίγο πριν το Μαντούδι. Κουβέντα δεν ανταλλάξαμε στη διάρκεια της ψυχολογικής τους βίας. Δεν ξεχνώ το περιστατικό με τους δήθεν στρατευμένους προλετάριους για τα δίκαια της εργατικής τάξης, φερμένους ποιος ξέρει από πού, ποιας παράταξης κομματόσκυλα, κάνοντας πολύ κακό στην κοινή υπόθεσή. Αυτό γιατί ανάλογα περιστατικά σημειώθηκαν πολλά.

Ξαφνικά, εξαφανίστηκαν της εμφανίστηκαν. Ψωνίσαμε στο Μαντούδι που προσπαθούσε να δείξει ότι δεν συμμετείχε στην άσκηση βίας κατά των κατοίκων του οικισμού. Γνώριζαν ότι άσχημη συμπεριφορά καθώς γνωρίζονταν, θα βρίσκονταν λήγοντας η απεργία. Όχι με καταγγελίες της αρχές αλλά από προσωπική βεντέτα.

Αηδίασα για τον τόπο και κάποιους κατοίκους. Το 1961, σπουδαστής ΕΜΠ, περνώντας με της καλοκαιρινές μου ασκήσεις για 2- 3 ημέρες, είδα και γουρούνια στη χωμάτινη τότε πλατεία του. Την εποχή των συμβάντων είχε ευπρεπιστεί. Οι κάτοικοι είχαν ένα από τα μεγαλύτερα εισοδήματα της χώρας. Γυρίσαμε χωρίς απρόοπτο. Έβραζα και το έκρυβα. Ο Λάκης ήταν ανήσυχα ήρεμος. Στη καντίνα αγρίεψε βλέποντας τις αντιπάθειές του. Δεν πήρα τον Λάκη μαζί μου την άλλη ημέρα στον Κάκαβο, στα εργοτάξια, ν΄ αντικαταστήσω τον Γιώργο, τον αισθανόμουν βαρίδι. Τελικά αυτό ήταν λάθος. Αν ήταν δίπλα μου και της υπόλοιπες ημέρες, είμαι βέβαιος ότι θα ξεπερνούσε εύκολα αυτά που συνέβαιναν καθώς επεδίωκε πολύ την παρέα μου. Τον ηρεμούσα. Γνώριζε ότι τον συμπαθούσα πολύ και την οικογένειά του, αναγνώριζα την εργασία του. Είχε τις ίδιες συμπάθειες και αντιπάθειες στην επιχείρηση αλλά κι εκτός, ίδια σχεδόν πιστεύω, κοινή αγάπη στην επιστήμη του.

Ο λίαν αγαπητός συνάδελφος μένοντας της Φούρνους, μετά από σειρά  γεγονότων που οφείλονταν στο τραυματικό παρελθόν της διαμονής των σπουδών του στη φτώχεια στη Γερμανία και της βίας της απεργίας, έπαθε έντονη κρίση σχιζοφρένειας… Το πρωί της προηγούμενης ημέρας της 06:30 άφησα τη σύζυγό μου, έγκυο στον 7ο μήνα, στα 21 της χρόνια κι΄ έφυγα για Κάκαβο. Χωρίς εμπόδιο. Έκοψα ταχύτητα πριν την είσοδο στο χώρο των εργοταξίων. Ο δρόμος κλειστός από τεράστια οδοφράγματα από χονδρούς κορμούς πεύκων αιωνόβιων. Υπήρχαν υπολείμματα από φωτιές. Οι απεργοί ξενυχτούσαν αποκλείοντας την είσοδο. Δεν είδα ψυχή. Πριν αναρωτηθώ πώς θα ανοίξω μόνος τον δρόμο, καμιά 10ριά παλικάρια, ντόπιοι απεργοί, όλοι εργαζόμενοι γνωστοί μου στο Έργο, ξεπετάγονται από το δάσος. Στο πι και φι μου ανοίγουν δρόμο μετατοπίζοντας της κορμούς. Χαιρετιστήκαμε σαν φίλοι. Συνέχισα τον δρόμο μου. Πίσω μου το οδόφραγμα αποκαταστάθηκε άμεσα.

Η στάση των πραγματικών απεργών απέναντί μου υπήρξε άψογη σ’ όλη τη διάρκεια της απεργίας. Είχαν ξεκάθαρη τακτική για κάθε στέλεχος της Επιχείρησης ανάλογη με τη συμπεριφορά του στους εργαζόμενους κι αυτήν του Εργοδότη απέναντί του. Κάποιους αντάμωσα άνεργους χρόνια μετά εργαζόμενος στην κατασκευή των γραμμών 2 και 3 του Μετρό Αθηνών με την O.A.M.C.W.J/V. Μου θύμισαν γεγονότα, φρόντισα να προσληφθούν, έσωσα από απόλυση, σπουδαίοι εργάτες και χειριστές μ΄ έβγαζαν ασπροπρόσωπο…

Μιλήσαμε με τον Γιώργο πριν φύγει. Έμειναν μαζί μου δυο συνεργάτες μου Μηχανικοί, ο Σπύρος Βαμβακάς κι ο Μάρκος Λεοντίδης, ένας γεωλόγος, κι ο γηραιός χημικός κ. Παπαστασινός. Άλλους δεν θυμάμαι. Έπιασα γραφείο που μας χώραγε και είχε καλή θέα στις εγκαταστάσεις. Η ψυχολογική κατάσταση όλων ήταν κακή. Όλοι ήθελαν να είναι στις οικογένειές τους, όχι εδώ αντιμετωπίζοντας μια άγνωστη εξέλιξη.

Τους παρακολουθούσα έναν- έναν ανησυχώντας υπερβολικά, γι’ αυτούς. Δεν τους υποχρέωσαν να μείνουν. Το έκαναν προσωπικά ή αισθάνονταν ότι

διαφορετικά θα έδειχναν στον Εργοδότη ότι απεργούν κι αυτοί. Δυο μικροεπεισόδια μου έτυχαν καθώς ήλεγχα μόνος τα εργοτάξια. Αντάμωσα ομάδες περιφρούρησης της απεργίας των τριών- τεσσάρων ατόμων απ΄ τις οποίες η μια ήταν από γνωστούς εργαζόμενους. Χαιρετιόμασταν με κάποια κίνηση του χεριού. Γνώριζαν ότι η είσοδός τους στους χώρους απαγορευόταν. Η θέση τους ήταν έξω από της πύλες.

Άσχημα νέα έμαθα για τον Λάκη τηλεφωνικά από τη σύντροφό μου Δέσποινα από τον οικισμό μέχρι που οι απεργοί έκοψαν την γραμμή. Η έλλειψη της έκοψε την επικοινωνία με τους δικούς μας. Η ασύρματη επικοινωνία δεν ήταν απόρρητη. Από της ασυρμάτους μας των γραφείων, των αυτοκινήτων μας των Τομεαρχών, των εργοταξίων, της διεύθυνσης Έργου, μπορούσε ν’ ακουστεί ότι ιδιωτικής φύσης θα λεγόταν. Η συγκίνηση και φόρτιση ήταν μεγάλες καθώς μου μίλησε κλαίγοντας η σύντροφός μου από τον ασύρματο του Γιώργου, αγνοώντας ότι ακουγόταν από τρίτους σ’ όλη την έκταση του έργου. Αναγκάστηκα να την μπλοκάρω. Η σύζυγος του Λάκη με τα παιδιά τους έλειπαν στη Σαλονίκη. Δεν είχε την θαλπωρή της στήριξης της οικογένειάς του.

Έμαθα απ΄ τη σύντροφό μου και συναδέλφους ότι πρωί που έφυγα για Κάκαβο, ο Λάκης με αναζήτησε. Κτύπησε την πόρτα στη σύζυγό μου. Μαθαίνοντας ότι είχα φύγει της είπε στενοχωρημένος:

- Και δεν με πήρε μαζί του!...

Στη συνέχεια πήγε στη καντίνα. Εκεί φορτιζόταν βλέποντας τα ανεπιθύμητά του πρόσωπα. Τσακωνόταν. Αρπάχτηκε με άλλον γεωλόγο, λίαν αντιπαθητικό άνθρωπο. Έβρισε χωρίς αφορμή, διευθυντές του Κέντρου, ειδικά τον Μασκαλέρη. Επιτέθηκε σε κάποιον αλλά τον συγκράτησαν. Θέμα του Κυπριακού ημερών πριν και η στάση στο θέμα των Αμερικανών του ανέβασαν την επιθετικότητα. Βράδυ, πήγε στο διαμέρισμά του για ύπνο.

Την επόμενη πρωί, η Δέσποινα μόνη, ξύπνησε από κραυγές ανθρώπινες τρόμου, κι ουρλιαχτά. Ήταν τόσο άγρια που έμοιαζαν σαν κάποιο θηρίο ν΄ ανέβηκε στον όροφο και κατασπάραζε άνθρωπο. Έσκασε την πόρτα. Φρίκη. Ο Λάκης, με διαμέρισμά κάτω από το δικό μας, σε κατάσταση άγρια, σε κρίση σχιζοφρένειας, σωματώδης και ψηλός, είχε αρπάξει από τον λαιμό αφρίζοντας να πνίξει τον γεωλόγο που αντιπαθούσε, που πήγε να τον ιδεί. Παίρνει τον Γιώργο που ήλθε αμέσως. Χώρισαν τους δυο γεωλόγους με άλλους που κατέφθασαν με τις κραυγές. Ειδοποιήθηκε ασθενοφόρο, του φόρεσαν ζουρλομανδύα, τον πήραν. Τον πήγαν στη νευρολογική κλινική Σινούρη στη Κηφισιά. Εκεί έμεινε ένα σημαντικό διάστημα. Πήγαμε και τον είδαμε με την Δέσποινα το πρώτο Σάββατο με τη λήξη της απεργίας. Μας δέχτηκε με αγάπη, ζαβλακωμένος από ηρεμιστικά. Ζήτησε συγνώμη για την ταραχή της Δέσποινας. Την ώρα της κρίσης του φαίνεται κατανοούσε. Με μάλωσε ψευτοθυμωμένος:

- Γιατί ρε μπαγάσα δεν με πήρες μαζί σου;

Όταν βγήκε απ’ τη κλινική, ο Εργοδότης τον μετέθεσε, πάλι καλά που δεν τον απέλυσε, σε μεταλλείο στην Β. Ελλάδα, στη Ξάνθη. Αργότερα μετέθεσαν εμάς τους Τομεάρχες από το Μαντούδι. Κάποιο χρονικό διάστημα εργάστηκα στο Κέντρο. Τότε ο Σκαλιστήρης μου ζήτησε ν’ ανέβω στη Χαλκιδική να κάνω και πάλι εκτεταμένες έρευνες με γεωτρήσεις όπως το 1969- 70. Μου έδωσε και κάποιον γεωλόγο. Ζήτησα τον Λάκη και τον πήρα.

Ανταμώνοντας, η χαρά του Λάκη ήταν απερίγραπτη. Έκανε σαν παιδί. Εγκαταστάθηκε στη αγαπημένη του Σαλονίκη. Έπαιρνε τα ηρεμιστικά του. Ερχόταν στην εργασία τρισευτυχισμένος και παραγωγικός. Μετά τη δουλειά, τρώγαμε σε ψησταριές χωριών. Ζούσε σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Φθινόπωρο 1977, τελευταία περίοδος που τον είδα. Άρχισαν τα δικά μου πάθη με της διαφωνίες μου με τον Εργοδότη. Πού καιρός για αισθήματα! Έμαθα ότι μετά δυο χρόνια ανέβηκε να συνεχίσει την έρευνά μου στη Χαλκιδική ο πρώην διευθυντής μας στο Μαντούδι. Ζήτησε κι αυτός τον Λάκη για γεωλόγο κατά το παράδειγμά μου. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν καλά καθώς δεν υπήρχε καμιά χημεία μεταξύ τους. Αντίθετα μάλιστα. Ο Λάκης κύλησε πάλι σε κρίσεις καθώς ήλθε σε σύγκρουση μαζί του.

Αργότερα έμαθα ότι τον εγκατέλειψε κι η σύζυγός του κρατώντας τα παιδιά. Τον πρόσεχε ο αδελφός του. Έκτοτε σιγή, παρά της προσπάθειές μου…

……………………………………..

Η απεργία κράτησε πάνω από βδομάδα. Έμαθα ότι έληξε με επίθεση των Μ.Α.Τ που διέταξε ο εισαγγελέας σε μεγάλη συγκέντρωση των απεργών και «απεργών» έξω από το χωριό. Έμαθα, χωρίς να ορκίζομαι γι΄ αυτό, ότι ή κάποιος ηλίθιος θερμοκέφαλος απεργός ή «απεργός» πέταξε πέτρα που βρήκε τον μέχρι τότε διστακτικό εισαγγελέα ή κάποιος προβοκάτορας πέταξε στον εισαγγελέα την πέτρα, που διέταξε γενική επίθεση Μ.Α.Τ και αστυνομικών.

……………………………………..

Εδώ σταματώ την διήγηση που κράτησε, παρά τις συντομεύσεις μου, πολύ. Αν ιδώ ενδιαφέρον, θα συνεχίσω με την αντίδραση της Εργοδοσίας μετά την απεργία, εξ ίσου λίαν ενδιαφέρουσα..

…………………………………….

1. Διασκευή από το βιβλίο μου «Η εργασία μου στον ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα»

2. Οι δυο μαυρόασπρες φωτογραφίες είναι από τον Τύπο των ημερών.

 

Ν. Παπ.

 

Επιμέλεια - Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: