Οι Μοίρες
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
«Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτα»
Αιώνες τώρα ένα εναγώνιο και
αναπάντητο ερώτημα έρχεται και ξανάρχεται κι απασχολεί το μυαλό των ανθρώπων,
τι γίνεται μετά θάνατον, που πάμε, τι γίνεται η ψυχή. Άλλες δοξασίες έχει ο
λαός, άλλες οι θρησκείες κι άλλες η επιστήμη.
-Αυτό ήταν το γραφτό μου,
αυτό ήταν το ριζικό μου, έλεγε η γιαγιά η Φώτο! Περαστικοί
είμαστε, μονολογούσε, ώσπου να περάσουμε τη λίμνη Αχερουσία, κρατώντας το κέρμα του βαρκάρη!
Με γέλασανε τα πουλιά, της άνοιξης τ’ αηδόνια,
με γέλασαν και μου ‘πανε, ποτέ δε θα πεθάνω!
Κι έχτισα το σπιτάκι μου, ψηλότερο απ’ τ’ άλλα,
με ξήντα δυο πατώματα με ξήντα παραθύρια.
Βλέπω το Χάρο να ‘ρχεται, παν’ στ’ άλογο καβάλα!
Οι απλοί άνθρωποι πίστευαν, πως όταν γεννιέται ένα παιδί, τις τρεις πρώτες νύχτες έρχονται οι μοίρες και λένε, προδιαγράφουν την πορεία της ζωής του.
Στην Ελληνική μυθολογία οι μοίρες ήταν τρεις ηλικιωμένες γυναίκες, που έγνεθαν το νήμα της ζωής του κάθε ανθρώπου. Η Κλωθώ, η Λάχεσις και η Άτροπος. Η Κλωθώ έγνεθε το νήμα της ζωής, η Λάχεσις μοίραζε και καθόριζε την διάρκειά της, ενώ η Άτροπος έκοβε το νήμα, θέτοντας το τέλος της ζωής. Αυτές έγραφαν το πεπρωμένο των ανθρώπων και ούτε οι θεοί δεν μπορούσαν να τ’ αλλάξουν!
-Φταίει το κακό το ριζικό
μας, φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί!
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι
αντάμα, προσμένουμε ίσως κάποιο θαύμα!
Ψάχνοντας να βρούμε την
αιτία, τι να φταίει για την κατάντια μας, γράφει ο Κώστας
Βάρναλης, στο ποίημά του, «Οι
μοιραίοι».
Πότε συνωμοτεί το σύμπαν,
κατά τον Paulo Coelho και πότε οι χειρομαντείες της γύφτισσας, που κοίταζε τη
γραμμή της ζωής και πότε τα ξόρκια του «Ζητιάνου», του Ανδρέα Καρκαβίτσα!
Λαϊκές ιστορίες εξυφαίνονταν
στη φαντασία των ανθρώπων και διαδίδονταν από χείλη σε χείλη. Όπως αυτή που μου
μολόγαγε ο παππούς μου.
Μια μάνα, που είχε ένα
νιογέννητο παιδί, δεν κοιμόνταν την νύχτα που ήρθαν οι μοίρες να το μοιρώσουν
κι άκουσε τι είπαν και τι πρόβλεψαν για τη ζωή του.
-Να ζήσει μέχρι να
παντρευτεί, είπαν!
Από τότε κάθε μέρα έκλαιγε
και στεναχωριόταν, ώσπου μια μέρα της παρουσιάστηκαν ο Άγιος Γεώργιος και ο
Άγιος Δημήτριος και της είπαν να μην ανησυχεί, αρκεί να τους καλέσει στο γάμο.
Ο γιος της χρόνο το χρόνο
μεγάλωνε, ομόρφυνε κι έγινε σωστό παλληκαράκι. Ήρθε η ώρα που αγάπησε κι αυτός
μια όμορφη κοπέλα, απ’ το διπλανό χωριό. (Βλέπεις ο έρωτας κανέναν δεν ξεχνάει,
όλους τους επισκέπτεται.) Το ξομολογήθηκε στη μάνα του και της είπε, πως θέλει
να την παντρευτεί. Η μάνα του δεν ήθελε καθόλου αυτό το γάμο, όμως το παιδί της
επέμεινε κι έτσι ορίστηκε η μέρα για τα στέφανα.
Όταν κίνησε ο γάμος, η μάνα
που δεν ξέχασε ποτέ τα λόγια των αγίων, σήκωσε τα μάτια της στον ουρανό, έκανε
το σταυρό της και φώναξε!
«Αϊ- Γιώργης κι Αϊ-Δημήτρης,
καλεσμένοι στο γάμο!»
Παρουσιάστηκαν τότε δυο
καβαλάρηδες, ο ένας με άσπρο άλογο κι ο άλλος με καφετί και μπήκαν μπροστά απ’
την πομπή του γάμου. Κι όλοι απορούσαν ποιοί να ‘ναι αυτοί οι άγνωστοι, αλλά η
μάνα που τους επικαλέστηκε ήξερε! Πήγαν στο χωριό της νύφης, έγινε το μυστήριο
του γάμου και στο γυρισμό την ώρα που θα περνούσαν το ποτάμι, που χώριζε τα δυο
χωριά, το ορμητικό νερό παρέσυρε το άλογο του γαμπρού και το ποτάμι ήταν έτοιμο
να τον καταπιεί, όπως ήταν το γραφτό του. Τότε οι δυο άγιοι πλεύρισαν το άλογό
του και τον κράταγαν.
-Τι κάνετε εσείς εκεί, τους
είπε ο Θεός, αυτός είναι το γραφτό του, τώρα να πεθάνει.
-Κρίμα δεν είναι Θεέ μου,
νιόπαντρος άνθρωπος δεν πρόλαβε να χαρεί, να πεθάνει;
Σκέφτηκε για λίγο ο Θεός και
τους λέει:
-Μόνο αν του δώσει μέρες η
γυναίκα του.
-Του δίνεις απ’ τις μέρες σου
νύφη, ρώτησαν οι άγιοι.
-Όσες έχω τις μοιράζω,
απάντησε αυτή!
Δυστυχώς δεν είχε κι αυτή
πολλές μέρες κι έτσι έζησαν μαζί μόνο για σαράντα μέρες!
Το δρομολόι καθενός, το ξέρει μόνο ο Θεός, λέει ένα τραγούδι. Κοιτάζω ένα τριγωνικό μάτι, που βρίσκεται πάνω απ’ το τέμπλο της εκκλησίας μας, θαρρείς πως είναι το μάτι του Θεού κι όλα γίνονται, υπό το βλέμμα Του!
Στον Άδη θα κατέβω και στο παράδεισο,
το Χάρο ν’ ανταμώσω, δυο λόγια να του ειπώ.
Χάρε για χάρισέ μου, σαΐτες κοφτερές,
να πάω να σαϊτέψω, δυο τρεις μελαχρινές.
Πού ‘χουν στο στόμα βάμμα, στο μάγουλο ελιές!
Γιώργος Ζούγρος Δάσκαλος-λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου