Η παλιά μας γειτονιά
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Πηγή φωτο: Τάκης Ευθυμίου
Ήταν μια γλυκιά εποχή, παρ’ όλες τις δυσκολίες, τη φτώχεια, την ανέχεια και την πολλή δουλειά. Όλες οι οικογένειες, προπολεμικά, είχαν πολλά παιδιά, χατίρια δεν είχε κανένας, αλλά ούτε και μοναξιά! Οι αυλές, τα σοκάκια και οι αλάνες ήταν γεμάτες παιδιά, μέχρι το σούρουπο, ώσπου ν’ ακουστεί η φωνή της μάνας, που σήμαινε τη λήξη του παιχνιδιού, ως το επόμενο πρωί. Για το μπαλωμένο ρούχο, το τρύπιο παπούτσι δεν σκοτίστηκε ποτέ κανείς, άλλωστε όλοι την ίδια μόδα ακολουθούσαμε! Για το ματωμένο γόνατο, το καρούμπαλο στο κεφάλι δεν μυξόκλαψε κανείς, για να μην τον πουν κιοτή και βουτυρόπαιδο, άλλωστε όλοι ήμασταν σκληραγωγημένοι απ’ τα γεννοφάσκια μας! Οι πληγές στο σώμα γιατρεύονται, οι πληγές στην ψυχή δεν γιατρεύονται!
Οι αυλές ευωδίαζαν από βασιλικό και μαντζουράνες, ντάλιες και τριανταφυλλιές, γαρούφαλλα και αγιόκλημα, φυτά ανθεκτικά, σαν τ’ αφεντικά τους. Αμυγδαλιές, κορομηλιές και συκιές υπήρχαν σε όλες τις αυλές και απαραίτητα δίπλα στο μπαλκονάκι μια κληματαριά!
Ο ξυλόφουρνος και το χαγιάτι συμπλήρωναν το σκηνικό, απλά πράγματα, όπως απλή ήταν κι η ζωή.
Λεφτά δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα, με κανένα αυγό αγοράζαμε λίγες καραμέλες ξερολούκουμο! Όνειρό μας ήταν να πετάξουμε μακριά, να γνωρίσουμε τον κόσμο, ν’ αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε. Ότι μας δίδαξαν οι δικοί μας με λόγια, πράξεις και κυρίως με τον τρόπο της ζωής τους, ήταν τα πρώτα εφόδια στο δισάκι μας. Ήμασταν ολιγαρκείς και εκτιμούσαμε αυτά που είχαμε, τη δουλειά δεν τη φοβόμασταν, τα χέρια και η πλάτη μας άντεχαν πολλά! Τη λεβεντιά, την περηφάνια και την ντομπροσύνη μας, φοβόμασταν μη χάσουμε.
«Τον κακομαθημένο μην τον κλαις, τον καλομαθημένο να κλαις!»
Περνούσαν γρήγορα τα χρόνια, τα παιδιά γίνονταν παλληκαράκια, τα κορίτσια μέστωναν, σαν το γλυκό σταφύλι κι άναβαν σεβντάδες. Οι γεροντότεροι τα καμάρωναν και θυμούνταν τα δικά τους…
«Πώς νά ‘ταν, πώς να γένονταν, τα γέρα να πουλήσω,
να γίνω δεκαοχτώ χρονών, να μπω στα εικοσιένα,
να βγω στη ρούγα για γαμπρός, στη γειτονιά για νύφη
και να πουλώ γεράματα και ν’ αγοράζω νιάτα!»
Τα σπίτια ήταν ξεκλείδωτα μέρα και νύχτα. Σήμερα ρωτούν με περιέργεια τα εγγόνια, δεν φοβόσασταν γιαγιά τους κλέφτες;
-Τι να μας πάρουν, παιδάκι μ’, τα χρυσαφικά ή τ’ ασημένια μαχαιροπήρουνα!
Τις ζεστές καλοκαιριάτικες νύχτες πολλοί κοιμούνταν έξω στις αυλές, κάτω απ’ τ’ αστέρια και τ’ αυγουστιάτικο φεγγάρι, ακούγοντας τον γκιώνη και τα τριζόνια!
Η παλιά γειτονιά λειτουργούσε, με τους κανόνες του αλληλοδανεισμού, δεν είχες ψωμί, πήγαινες στην γειτόνισσα και της ζητούσες ένα καρβέλι κι όταν την άλλη μέρα ζύμωνες, της το επέστρεφες ζεστό-ζεστό, μόλις το έβγαζες απ’ τον φούρνο. Δεν είχε λάδι η γειτόνισσα, έρχονταν και ζητούσε ένα νεροπότηρο. Με τις κουταλιές το μέτραγαν το λάδι, πού έριχναν στο φαϊ!
Εμείς είχαμε πολύ πάρε-δώσε, με μια γειτόνισσα τη Θωμαή, ήταν κι αυτή φτωχιά και δεν μας παρεξηγούσε. Κι αυτή είχε το θάρρος, έμπαινε στο σπίτι μας, ας μην ήταν κανένας εκεί κι έπαιρνε ότι της χρειάζονταν, πότε ένα ταψί, πότε το κόσκινο και πότε την παλάντζα! Ήταν ευλογία να έχεις καλή γειτονιά, γιατί όπως λέει κι η παροιμία «Ο κακός ο χειμώνας περνάει, ο κακός ο γείτονας δεν περνάει!»
Τα καλοκαίρια, που είχαμε σωρό τα καλαμπόκια στην αυλή, έρχονταν για βοήθεια στο ξεφλούδισμα και για κουβέντα, απ’ όλη τη γειτονιά. Εκεί να δεις γέλια και χωρατά!
Τ’ απογεύματα οι γυναίκες γέμιζαν με άσπρη τλούπα τη κεντησμένη ρόκα τους ή έπαιρναν το πλέξιμο μαζί τους και κάθονταν στα πεζούλια κουβεντιάζοντας μέχρι να σουρουπώσει.
«Το κέντημα είναι γλέντημα κι η ρόκα είναι σεργιάνι
κι αυτός ο έρμος αργαλειός, είναι σκλαβιά μεγάλη!»
Δεν έλειπαν και οι καυγάδες στους φράχτες μεταξύ τους, πότε για τις κότες, πότε για το γουρούνι και πότε «δια ασήμαντον αφορμήν», αλλά την άλλη μέρα τα ξεχνούσαν.
-Κάθε μέρα, πρώτα βλέπεις το γείτονα και μετά τον ήλιο, έλεγε η γιαγιά μας.
« Μαρή κακιά, μαρή κακιά γειτόνισσα, Ελένη,
αχ, κακιά γειτονοπούλα, πετροκαλαματιανούλα.
Μάσε τα πε- μάσε τα περιστέρια σου, Ελένη,
αχ, ερχόνται στην αυλή μου, πετροκαλαματιανή μου.
Τρώνε το σι- τρώνε το σιταράκι μου, Ελένη
αχ, πίνουν και το νερό μου, πετροκαλαματιανό μου.
Παίρνουν και στα, παίρνουν και στα νυχάκια τους, Ελένη,
αχ, το χώμα απ’ την αυλή μου, πετροκαλαματιανή μου…»
Υπάρχουν άνθρωποι, που έζησαν μια ζωή σαν παραμύθι, όπως ο παπα-Άνθιμος που βρέθηκε στο χωριό, εκείνα τα χρόνια. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στην Σμύρνη και όταν δέχτηκε το σχήμα της ιεροσύνης, έγινε ακόλουθος του Επισκόπου Χρυσοστόμου Σμύρνης. Η Σμύρνη η χιλιοτραγουδισμένη ήταν τότε στις δόξες της, με πολιτισμό, πλούτο και γράμματα. Οι άνθρωποι έλληνες και τούρκοι, αρμένιοι και κούρδοι ζούσαν αρμονικά κι αγαπημένοι, ώσπου ήρθαν το ’22, οι ορδές του Κεμάλ κι έκαψαν την πόλη, έσφαζαν και βίαζαν τις γυναίκες και τρόπος διαφυγής δεν υπήρχε. Ο άγιος της εκκλησίας μας Χρυσόστομος Σμύρνης κατακρεουργήθηκε και μαρτύρησε στα χέρια των τούρκων, που τον έσερναν στους δρόμους της πόλης.
Ο παπα-Άνθιμος είχε τρεις αδερφές, την Κλειώ, τη Γλυκερία, της οποίας οι τούρκοι έσφαξαν τον άντρα της στα γόνατά της και την Βασιλική. Λένε πως τον έντυσαν γυναίκα για να μπορέσει να μπει στο καράβι για την Ελλάδα! Ο παπα-Άνθιμος είχε αδελφική φιλία με τον Δαμασκηνό, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Φθιώτιδας, γι’ αυτό ήρθαν στη Λαμία. Όταν χήρεψε η θέση του ιερέα στο χωριό, ζήτησε από μόνος του να έρθει, σ’ αυτό το ορεινό και απομονωμένο χωριό, που δεν είχε ούτε συγκοινωνία! Ήταν ευσεβής και ενάρετος, όπως έλεγαν όσοι τον γνώρισαν και πως έκλαιγε, όταν τους ‘ξηγούσε το Ευαγγέλιο τις Κυριακές.
Ένα πρωί του Οκτώβρη, οι άνδρες ξεκίνησαν, όπως κάθε μέρα τέτοια εποχή, για να οργώσουν τα χωράφια τους. Έζεψαν τα βόδια, έκαναν το σταυρό τους κι έπιασαν τη χειρολάβα. Δεν πρόλαβαν να κλείσουν μια σποριά, όταν ακούστηκε η καμπάνα του χωριού να χτυπάει ασταμάτητα, δαιμονισμένα, όπως σε πυρκαγιά ή σε μεγάλο κακό. Ανάστατοι όλοι βγήκαν στους δρόμους, να μάθουν τι κακό τους ξημέρωσε. Επιστράτευση… επιστράτευση… ήταν η μόνη λέξη που άκουγες παντού!
Έμεινε το όργωμα και η σπορά στη μέση κι όλοι έτρεχαν στο κοινοταρχείο, να δουν ποια ονόματα ήταν στο χαρτί που ήρθε και έπρεπε να παρουσιαστούν στο στρατό. Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο, ήταν κιόλας στα ελληνοαλβανικά σύνορα! Ο πρόεδρος φώναζε τα ονόματα, όσων έπρεπε να ντυθούν στο χακί και να κινήσουν για το μέτωπο.
Ο παπα-Άνθιμος τους μάζεψε όλους και τους λειτούργησε, τους μετάλαβε και τους έδωσε κι από ένα φυλαχτό!
Όσοι πήγαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τα κρυοπαγήματα, τις ψείρες, την πείνα και το θάνατο, αλλά κι όσοι έμειναν πίσω κι αυτοί λιμοκτονούσαν.
Την άνοιξη θέριζαν τα πρώιμα κριθάρια, τα στούμπαγαν για να φτιάξουν λίγο κρίθινο ψωμί! Ακόμα και σήμερα λένε στα μικρά παιδιά, που δεν τρώνε και διαλέγουν φαγητά, «δεν γνωρίσατε ‘41»
Όταν γύρισαν όλοι σώοι και αβλαβείς, διηγούνταν τις ιστορίες τους. Ο μπαρπα-Θωμάς έλεγε πως έτρεχαν στα χιόνια και οι σφαίρες τρυπούσαν την χλαίνη του δεξιά-αριστερά και στο κορμί του τίποτα! Ο μπαρμπα-Τάσος μολόγαγε και βούρκωνε. « Εγώ όταν έφευγα για το μέτωπο, πήρα ένα χαλίκι απ’ την εκκλησία και το κουβαλούσα πάντα μαζί μου κι όταν γύρισα ζωντανός, πήγα και τ’ άφησα πάλι εκεί, στην Αγια-Παρασκευούλα!»
Η ελπίδα εκείνες τις ώρες κρεμάστηκε απ’ όπου μπορούσε, από την πίστη, από ένα φυλαχτό, από ένα χαλίκι!
Ο παπα-Άνθιμος άφησε διάδοχό του, τον παπα-Θανάση, αφού πρώτα τον πάντρεψε με την ανιψιά του τη Νίκη, κόρη της Κλειούς και πήγε να μονάσει στο μοναστήρι της Αντίνιτσας. Όταν οι γερμανοί έκαψαν το μοναστήρι το ’44, έφυγε και πέθανε απ’ τον καημό του.
Ύστερα άρχισε ένας άλλος πόλεμος, χειρότερος απ’ τον πρώτο, ο εμφύλιος κι αδερφοκτόνος πόλεμος. Τα στόματα για χρόνια ήταν κλειστά, κανένας δεν μιλούσε για κείνη την ντροπιαστική εποχή, οι άνθρωποι κουμπώθηκαν και έχασαν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
-Παλιοκαταστάσεις, έλεγε η γιαγιά, να φύγουν και να μην ξανάρθουν. Αναπολούσαν τις περασμένες όμορφες και ειρηνικές μέρες και μονολογούσαν. «Πώς γίναμε έτσι!» Κρατούσαν μέσα τους τις εικόνες, απ’ τις χαρές και τα πανηγύρια, προσμένοντας να έρθουν πάλι μέρες αδερφοσύνης και αγάπης…
Γιώργος Ζούγρος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου