Στην κορφή τ’ Αϊ-Λιά
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Σε μια κορφή που ξεσπούν οι κεραυνοί του Δία, οι βοριάδες και τ’ αγιάζι, εκεί είναι αφημένο στη μοναξιά του, το χαμηλό ξωκκλήσι τ’ Αϊ-Λιά. Ο αέρας εδώ πάνω είναι αψύς, ο χειμώνας ανταριασμένος, τα χαλάζια και τα δρολάπια χτυπούν με λύσσα τις κρύες κι άφεγγες νύχτες την πόρτα του άγιου. Το σήμαντρο, που κρέμεται στο πλαϊνό κλωνάρι μιας πουρναριάς, έχει σιωπήσει από καιρό και τα κρούσταλλα κρέμονται στο γλωσσίδι του. Ένας χαμηλός περίβολος με ξηρολιθιά, οριοθετεί το βιλαέτι του.
Φταις και συ, καλέ μου άγιε, ήθελες νά ‘χεις καραούλι, ξάγναντο, να καμαρώνεις από ψηλά ούλα τα καμποχώρια!
Όταν όμως, η Περσεφόνη ανεβαίνει στη γη, απ’ το βασίλειο του Πλούτωνα κι η μητέρα της αρχίζει να χαμογελά, όλα αλλάζουν μαγικά! Τα χιόνια λιώνουν, ο ζωοδότης ήλιος αναθερμαίνει τη γη και τα ζωντανά, η φύση ανασαίνει, η καταχνιά σηκώνεται στα καμποχώρια και τα χρώματα επιστρέφουν στα χέρια του ζωγράφου δημιουργού!
Την άνοιξη στρώνεται στη γη ένα χρωματιστό χαλί, με λογής- λογής αγριολούλουδα και τα χρυσοκόκκινα ροϊδάμια λαμποκοπάνε στον ήλιο. Τα βελάσματα, τ’ αλυχτίσματα, τα μαυλίσματα και τα σαλαγητά, σμίγουν με τα κυπροκούδουνα σε μια καλοκουρδισμένη ιδιότυπη ορχήστρα, που δίνει το δικό της τόνο στις λαγκαδιές. Κουμαριές κι ανθισμένες κουτσουπιές βάζουν τις δικές τους πινελιές στο κακοτράχαλο τοπίο κι ένας αέρας που έρχεται απ’ τον Έλυμπο ανακατεύει τις μυρουδιές της μέντας, της ρίγανης και του φασκόμηλου. Κάθε λογής ζουζούνια φτεροκοπάνε στ’ αγριολούλουδα και οι σαύρες λιάζονται στα βράχια. Πέρδικες κι αηδόνια κελαηδούν στα πλάγια, με ερωτικά φωλέματα, καλωσορίζοντας την εαρινή ευδαιμονία!
«Ξύπνα πουλάκι μ’ το πρωί κι ανέβα σε κλαράκι
και τίναξ’ τα φτερούδια σου, να πέσουν οι δροσούλες!»
Ο Λεωνίδας, που είχε τα μαντριά και την καλύβα του στη Φουκαλιά, έβγαλε το κοπάδι του για βοσκή. Το είχε αρματώσει με τα κουδούνια, απ’ την Μεγ. Πέμπτη, όπως ήταν το πανάρχαιο έθιμο, που το βρήκε απ’ τους παππούδες του. Όρμοσε τα πρόβατα στον ανήφορο, στη χούνη που βγάζει στον Αϊ-Λιά κι έπιασε φτερό. Δυο μεγαλόσωμα τσοπανόσκυλα, ο Παρδάλης κι ο Γκέκας πήραν στο κατόπι το κοπάδι, που σε δυο τρεις ώρες έφτασε στον Αϊ-Λιά!
Ο Λεωνίδας είδε ένα κοπάδι γίδια, που ανέβαιναν απ’ το τσατάλι, κατάλαβε απ’ τα κυπριά πως ήταν του Κώτσιου, έβαλε τα δάχτυλα στο στόμα και σφύριξε μακρόσυρτα δυο τρεις φορές κι ακούστηκε ο αντίλαλος στην πέρα πλαγιά. Ύστερα έβαλε μια φωνή.
-Όρε Κώτσιο, κάντα σιαδώ, να πούμε καμιά κουβέντα!
Στην ερημιά του βουνού, η ανάγκη να μιλήσεις με κάποιον άνθρωπο, να πεις δυο μασλάτια είναι μεγάλη και ανακουφίζει!
-Μωρέ θα σμίξουν τα κοπάδια, απάντησε εκείνος.
-Καλά, δε θα σμίξει η τρίχα τους, του είπε χαχανίζοντας!
Σε λίγο ήρθε προς το μέρος του, ο Κώτσιος, τον χαιρέτησε, άπλωσε την κάπα του στα κοντοπούρνια και έκατσε. Άγριος ήταν σε πρώτη ματιά, αξούριστος, με μεγάλα μουστάκια, αλλά καλόκαρδος και πονετικός.
-Δουλειά είναι κι αυτή, που βρήκαμε να κάνουμε, Λεωνίδα, σαν να του παραπονέθηκε, ενώ η αγάπη του για τα πράματα ήταν απεριόριστη.
-Εδώ που βρεθήκαμε, τι ήθελες να γίνουμε γραφιάδες!
-Η κλεψύδρα αδειάζει Λεωνίδα, κανένας νέος δεν θέλει σήμερα κοπάδια και λιβάδια, εμείς θα τσακίσουμε τελευταίοι τη γκλίτσα! Ετούτος ο τόπος μια μέρα θα ρημάξει, να μου το θυμηθείς!
Ο Λεωνίδας έκανε σαν να μην άκουσε, μάζεψε μερικά ξύλα κι άναψε φωτιά. Άνοιξε τον ντορβά του, έπιασε το ψωμί κι έκοψε με το σουγιά του δυο τρεις φέτες και τις έβαλε να πυρωθούν. Όταν ροδοκοκκίνισαν από τη μία μεριά τις γύρισε απ’ την άλλη κι ύστερα έβγαλε και το κλειδοπίνακο με το τυρί. Ξαναέψαξε τον ντορβά κι έβγαλε ένα κρεμμύδι, το κοπάνισε απότομα στο γόνατο και το σκόρπισε σε κομμάτια.
-Άστα αυτά, έλα να πάρουμε μια χαψιά!
Τρώγοντας είπαν πολλά, πώς τα ξεχειμώνιασαν φέτος τα πράματα, που ήταν βαρύς ο χειμώνας και τα χιόνια πολλά.
Ευτυχώς ήρθε η άνοιξη, ν’ ανασάνουμε, όπως λέει και το τραγούδι, είπε ο Κώτσιος.
«Γιώργο, μας πήρε η άνοιξη, Γιωργάκη μ’, Γιωργάκη.
Τώρα φουντώνουν τα κλαριά και κλειούν τα μονοπάτια,
τώρα φιλιούνται οι όμορφες με τα παλληκαράκια…»
-Οι πλάτες μας ξέρουν πόσα χιόνια και βροχές σήκωσαν, είπε ο Λεωνίδας.
Ξαφνικά δυο τουφεκιές ακούστηκαν κάτω κατά πλατάνια, κόβοντας την κουβέντα τους στη μέση. Αμαρτία, μεγάλη αμαρτία να σκοτώνουν ένα διψασμένο ζώο, κάνοντας καρτέρι στο νερό, φώναξε αγανακτισμένος ο Κώτσιος και πετάχτηκε ορθός!
Είχε κι ο παππούς μου ένα δίκανο εμπροσθογεμές με κοκκοράκια, εξομολογήθηκε, αλλά με απέτρεψε από μικρό να γίνω κυνηγός.
-Πάρε το τουφέκι, στήστο όρθιο, κάτσε στον ίσκιο του, μου είπε, όση δροσιά θα δεις απ’ τον ίσκιο του, τόση δροσιά θα δεις κι απ’ το κυνήγι!
Ύστερα σήκωσε τα μάτια του στον γαλανό ουρανό κι είδε πέντε-έξι όρνια, που ζύγιαζαν τις φτερούγες τους στον αέρα κάνοντας κύκλους. Θα εντόπισαν φαίνεται με την φοβερή όρασή τους, κάποιο κουφάρι ζώου κι ήρθαν να καθαρίσουν το τόπο! Τίποτα δεν πάει χαμένο, σ’ αυτή την αλυσίδα!
-Θα σου πω μια ιστορία που άκουσα, απ’ τον παππού μου, είπε ο Λεωνίδας, για να αποφορτίσει τον Κώτσιο, που φαίνονταν νευριασμένος.
-Λένε οι παλιότεροι, δεν ξέρω αν είναι αλήθεια ή όχι, λένε πως ένας γιδοβοσκός, σαν κι εσένα, που έβοσκε τα γίδια του, πέρα εκεί στον γεροντόβραχο, έβλεπε ένα τραγί να μπαίνει μέσα σε μια στοά, ανάμεσα στα βράχια κι όταν γύριζε είχε βρεγμένο το μούσι του! Παραξενεύτηκε, πού βρίσκει νερό το τραγί, σε τούτη την κορφή με τα κατσάβραχα. Εδώ νερό μόνο σε κανένα πιθάρι, μπορεί να βρει κανείς! Παραφύλαξε λοιπόν και ακολούθησε μια μέρα το τραγί, στην υπόγεια διαδρομή του. Δεν πίστευε στα μάτια του, ένα ποτάμι περνούσε από δω με κρυστάλλινο νερό! Εκεί που έσκυψε να δροσιστεί κι αυτός, του έπεσε η φλογέρα του και ξέρεις πού την έβγαλε το ποτάμι, στο Ταμπάκο στα Φάρσαλα!
-Υπάρχει τόπος χωρίς ιστορίες, δεν υπάρχει, απάντησε ο Κώτσιος.
Στις είκοσι τ’ Αλωνάρη, που γιόρταζε ο προφήτης, οι άνθρωποι είχαν τελειώσει το θέρισμα και το αλώνισμα και τώρα πιο ανακουφισμένοι είχαν την ανάγκη να γιορτάσουν και να χαρούν. Ακολουθούσε βεβαίως σε πέντε-έξι μέρες και το τριήμερο πανηγύρι του χωριού, της Αγίας Παρασκευής, με τα όργανα και τους πανηγυριώτες!
Ανηφόριζαν λοιπόν, οι πιστοί να προσκυνήσουν και να τιμήσουν τον Αϊ-Λιά, οι περισσότεροι πεζοί κι άλλοι με τα γαϊδουράκια. Οι μανάδες σαμάρωναν το ήρεμο γάιδαρό τους κι από πάνω έστρωναν ένα κιλιμάκι με δαντέλα και κεντίδια κι ανέβαζαν στη ράχη του τα μικρά παιδιά, που δεν μπορούσαν να περπατήσουν όλη αυτή την ανηφόρα. Οι γυναίκες περπατούσαν την κακοτράχαλη αυτή διαδρομή, με τα παλιά τους παπούτσια κι όταν ζύγωναν στο ξωκκλήσι έβαζαν τα καλά τους!
Στην αρχή της ρεματιάς, στη δεξιά μεριά ήταν η δρακοσπηλιά. Στην κατοχή, όταν τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν και σκορπούσαν τον τρόμο, πολλοί άνθρωποι έβρισκαν εδώ καταφύγιο. Ο άνθρωπος σαν το κυνηγημένο ζώο έψαχνε κάπου να κουρνιάσει, να βρει ένα απάγκιο! Μόνο τέτοιες ώρες καταλαβαίνει κανείς την αξία της ειρήνης, γι’ αυτό εκείνοι που τα έζησαν, είχαν μόνιμα στα χείλη τους δυο φράσεις, «γειά και μαύρα λάχανα» και «ησυχία νά ‘χουμε!»
Δίπλα απ’ τη σπηλιά, στους αμπλάδες ήταν το καμίνι του Σήφη. Ήταν το πρώτο καμίνι στο χωριό, που έκανε ασβέστη. Ο Σήφης ήταν τούρκος και ήξερε αυτή την τέχνη, απ’ την πατρίδα του, τώρα πώς βρέθηκε εδώ, είναι μεγάλη ιστορία!
Όπως τα μολόγαγε ο ίδιος, έμενε σ’ ένα χωριό κοντά στην Άγκυρα και είχε κάποιες διαφορές και προστριβές με κάποιον γείτονά του. Μια μέρα που μάλωσαν, όπως συχνά συνέβαινε, πάνω στο θυμό και στην απερισκεψία του έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε. Αντί να πετύχει το γείτονα, σκότωσε κάποιον άλλον κατά λάθος!
Το ίδιο βράδυ πήρε τη γυναίκα του κι έφυγε όσο μακριά μπορούσε. Ήξερε πως δεν θα γλύτωνε από τους συγγενείς του αδικοχαμένου, γι’ αυτό ήρθε στην Ελλάδα και βρέθηκε σε τούτο το ορεινό χωριό!
Συνεχίζοντας τη ρεματιά προς τον Αϊ-Λιά, περνώντας τα Μάρμαρα, όπου έβγαζαν την πέτρα για να χτίσουν τα σπίτια τους, οι άνθρωποι του χωριού, έφταναν στο Τσατάλι κι από κει στρίβοντας αριστερά, φαίνονταν το εκκλησάκι.
Εκεί έδεναν τα γαϊδουράκια τους, άλλαζαν τα παπούτσια οι γυναίκες και χτένιζαν λίγο τα μαλλιά τους!
Μετά την λειτουργία και την αρτοκλασία, όλοι κάθονταν να φάνε. Έστρωναν κάποιο χράμι, κάποιο στρωσίδι στον ίσκιο στις γκορτσιές και έβγαζαν τις ετοιμασίες τους. Έπαιρναν τις δυνάμεις και τις ανάσες τους, για το γυρισμό στο χωριό!
Ο άγιος που τόσο χάρηκε αυτή την μέρα, από αύριο θα μείνει πάλι μοναχός στην ερημιά του, παρέα με τους τσοπάνηδες, που ποτέ δεν τον πρόδωσαν! Οι γκρεμνοί τριγύρω θα είναι τα κάστρα του και τα σκαρφαλωμένα γίδια οι τρομεροί πολεμιστές του!
Κάποια κίτρινα λουλουδάκια, που φύτρωσαν στην κόψη του γκρεμού, αγναντεύουν τον κόσμο, απ’ το μπαλκονάκι τ’ Αϊ-Λιά…
Γιώργος Ζούγρος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου