TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

Αλλοτινά χρόνια

                                                  ΑΛΛΟΤΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Απάνω στον Κασιδιάρη συνάζονταν τα τελευταία ανοιξιάτικα σύννεφα και συνεννοούνταν κατά που να τραβήξουν! Και κίναγαν, κατά τον Αρμυρό και το Αιγαίο πέλαγος.

Το βοριαδάκι που κατέβαινε γιομάτο μυρουδιές, ξεθύμαινε στα κήπια και τα περιβόλια. Οι γειτόνισσες κουβέντιαζαν στους φράχτες, που χώριζαν τις αυλές, αλλά όχι τις καρδιές των ανθρώπων. Οι νιοι του χωριού, με ανοιχτό πουκάμισο έτρεχαν καβάλα στ’ άλογα, αφήνοντας πίσω ένα σύννεφο σκόνης.

Το Θεριστή σαν έκλεινε το δημοτικό σχολείο, εμείς συνεχίζαμε όλο το καλοκαίρι στο σχολείο της φύσης. Εκεί έβλεπες ολοζώντανα, πώς αλλάζει το φιδοπουκάμισο η δεντρογαλιά και πώς το πλι σπάει τ’ αυγό και βγαίνει στον ήλιο! Τα τρύπια παπούτσια, μας πήγαιναν με σίγουρα βήματα παντού… στο παιγνίδι, στο χορό, στη χαρά! Ζηλεύαμε τα καλούδια που είχαν τα παιδιά της πόλης, δεν ξέραμε τότε, πως αυτά που είχαμε ήταν σημαντικότερα απ’ αυτά που μας έλλειπαν!

Κι η μάνα μου, να με φωνάζει: Να διαβάζεις, να μάθεις γράμματα κι ας υπόγραφε με σταυρό! Αυτοί που δεν ήξεραν γράμματα, τα είχαν σε μεγάλη εκτίμηση!

Στον εσπερινό με φώναζε ο παπα-Θανάσης, ένας άγιος άνθρωπος, με κάτασπρα μαλλιά και γένια, να  διαβάζω στο ψαλτήρι κάτι παράξενα γράμματα. «Λαός μου, τί εποίησά σοι και τί μοι ανταπέδωκας; Αντί του μάννα χολήν, αντί του ύδατος όξος, αντί του αγαπάν με σταυρώ με προσηλώσατε…»

Κάθε Κυριακή, οι γέροντες του χωριού, έφταναν στην εκκλησιά, κρέμαγαν τις μαγκούρες τους στα κλαδιά του δέντρου, που ήταν στην αυλή, έβγαζαν τις τραγιάσκες τους, σταυροκοπιόνταν κι έμπαιναν στο ναό. Σαν τέλειωνε η λειτουργία, έπαιρναν με ευλάβεια τ’ αντίδωρο και με προσοχή μην πέσει κανένα ψίχουλο κάτω και κάθονταν στα πεζούλια, κάνοντας γεροντοκούβεντο με τις ώρες!

Κι όντας κινούσαμε να πάμε στο ξωκλήσι τ’ Αϊ-Λιά που γιόρταζε, η μάνα σαμάρωνε το γάιδαρό μας κι από πάνω έστρωνε ένα κιλιμάκι με κεντίδια και δαντέλα και με ανέβαζε στη ράχη του.

Τα μεσημέρια ανεβαίναμε για δροσιά, στο βακούφικο δάσος τ’ Αη-Γιώργη. Πού και πού μας αλάφιαζε το σύρσιμο της χελώνας στα ξερά φρύγανα κι η ψυχή μας πήγαινε στην Κούλουρη! Η βελανιδιά σιγοκουβέντιαζε με τη φλίκα και τα κλωνάρια της κοιτούσαν τον εγκρεμό, ο κισσός αγκάλιαζε τους κορμούς και τα κλωνάρια τους κι αυτά τον καλοδέχονταν! Λίγο πιο κάτω ξεκομμένος ένας αιωνόβιος πλάτανος, που στο ίσκιο του θα μπορούσαν να σταλίσουν διακόσια πρόβατα, στέκεται περήφανος.

Περνούσαμε απαραίτητα κι από τις αλεπότρυπες, μήπως πετύχουμε την κυρα-Μάρω στη βόλτα της κι ύστερα καθόμασταν σ’ έναν παχύ ίσκιο κι από κει αγναντεύαμε τον κάμπο της Θεσσαλίας, τον καρβουνιάρη και την Πετρομαγούλα.

Πώς βρέθηκε ένα βουναλάκι, η Πετρομαγούλα, καταμεσής στον κάμπο, ποιος ξέρει; Ένας θρύλος λέει, πως μια μάνα είχε έναν γιο, που αρρώστησε βαριά και κάποιος της είπε πως σ’ ένα βουνό μακριά, υπάρχει ένα βοτάνι θαυματουργό. Πήγε λοιπόν σ’ αυτό το βουνό, έψαξε  έψαξε, αλλά δεν μπόρεσε να το βρει, έκοψε τότε το βουνό, το φορτώθηκε και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Στη μέση του κάμπου έμαθε το πικρό μαντάτο, πως το παιδί της χάθηκε! Ξεφορτώθηκε το βουνό και τ’ άφησε εκεί κατακαμπής, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα… η Πετρομαγούλα!

Μια ζεστή μέρα τ’ Αυγούστου, τραβήξαμε με την Αρετούλα προς το ποτάμι. Καθίσαμε στον ίσκιο μιας φτελιάς και πετούσαμε πετραδάκια στο νερό, χωρίς να μιλάμε. Ξαφνικά η Αρετή όρμησε στο ποτάμι κι όταν βγήκε το φόρεμά της, ένα φτηνό τσίτι, είχε κολλήσει στο κορμί της. Κατάλαβα τότε, πως τα κουρέλια δεν μπόδιζαν τα κορίτσια να μεγαλώνουν!

Η φύση ήταν απλόχερη φέτος σε κούμαρα, τσάπουρνα, κράνα και γκόρτσα, εμείς όμως  προτιμούσαμε να κλέβουμε τον άγριο καρπό της βατομουργιάς, απ’ τα κοτσύφια και τους τρυποφράχτες! Ευλογημένος Αύγουστος, ευλογημένο καλοκαίρι, που μεστώνουν τα τσάμπουρα κάτω απ’ τα κληματόφυλλα, κλείνοντας μέσα τους τον ήλιο και τ’ αυγουστάπιδα, πως μοσχοβολούν στην κανίστρα!

«… από σταφύλι άνυδρο, πήρες την νοστιμάδα!»

Κάθε που χάραζε, οι ακτίνες του ήλιου, έλουζαν τις γιγάντιες πέτρες του κάστρου, ένιωθες ξαφνικά ότι «πατάμε επί βημάτων άλλων»

«Τούτο τον κόσμο το καλό, άλλοι τον είχαν πρώτα,

τούτο τον κόσμο τον καλό, άλλοι τον καρτεράνε…»

Πέρασαν από δω πλάσεις και πλάσεις, έλεγε η γιαγιά, κανένας δεν έμεινε για πάντα! Ύστερα μου έδειχνε με το αδύναμο δάχτυλό της, πάνω στις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, πρόσωπα και τόπια, ξετυλίγοντας στη θύμησή της ολάκερη ζωή, γεμάτη στερήσεις, καημούς και αγωνίες.

-Κοπανηθήκαμε, όπως τ’ αλάτι στη τζιούμα, μουρμούριζε.

Αυτές οι παλιές φωτογραφίες είναι οι μάρτυρες του καθημερινού μόχθου ενός λαού, που ξέρει να αγωνίζεται με καρτερικότητα, με φιλότιμο κι ανθρωπιά. Αυτά τα τόπια που καταδέχτηκαν τα βήματα των παππούδων μας, αυτή η γης που έθρεψε γενιές και γενιές, αυτή η γη δένει το σήμερα, το χτες και το αύριο!

Όσοι τέλειωναν το θέρισμα, βοήθαγαν και τους άλλους συγγενείς τους, οι άνθρωποι τότε είχαν μεγάλη φτώχεια και μεγάλη καρδιά, είχαν αξόδευτη την αγάπη και την έδιναν απλόχερα! Οι γυναίκες λίχνιζαν με το καρπολόι στ’ αλώνι τον χρυσαφένιο καρπό, καρπό αντάξιο του μόχθου τους. Τα γεννήματα έμπαιναν στ’ αμπάρι, για να γίνουν αύριο ζεστό καρβέλι και πρόσφορο στην εκκλησιά, να γίνουν το στάρι, που θα μοιραστεί για τις ψυχές το ψυχοσάββατο!

Πάντα τίμιο ήταν το ψωμί που φάγαμε και τα γράμματα που μάθαμε στον μαυροπίνακα του σχολείου, όλα για τον άνθρωπο μιλούσαν και την αγάπη!

Εκείνο το καλοκαίρι, κάποιος σκότωσε ένα λύκο κι όπως ήταν συνήθειο, περιέφερε το κεφάλι και το δέρμα του, στα γύρω χωριά. Στη θέα του ανοιχτού στόματος με τα κοφτερά δόντια μας έπιανε σύγκρυο. Οι γυναίκες κάρφωναν στη μακριά γλώσσα του ένα βελόνι, βλαστημώντας «το ξεραμένο», που έκανε τόσες ζημιές στα κοπάδια τους.

Η λέξη λύκος, ήταν απαγορευμένη στο σπίτι μας κι αν τυχόν την ξεστομίζαμε, τότε μας μάλωναν. «Μην τ’ αναφέρεις το ξεραμένο!»

Όταν είχαμε ζώα έξω τις νύχτες, συνήθως τα γελάδια μας, η μάνα έβαζε κοντά στη φωτιά στο τζάκι, ένα κουροψάλιδο κλειστό και με το στόμα κάτω. Κι όταν τη ρωτούσα γιατί το έκανε, νευρίαζε και με απόπαιρνε και λιγοστά ήταν τα λόγια της.

«Πράματα έχουμε έξω…», μουρμούριζε.

Μια Κυριακή ξύπνησα απ’ τους καπνούς, που έπνιξαν το χωριό και τις κατάρες που ξεστόμιζαν οι γυναίκες στη γειτονιά. Στην πλατεία του χωριού, έκαιγαν «ως ακατάλληλα» τα καπνά κι έκλαιγαν οι γυναίκες για τα κόπια και τον ιδρώτα τους, που πήγαν στράφι, κοιτώντας το μαύρο πυκνό καπνό, που ανέβαινε στον ουρανό! Πώς να χωρέσουν οι καρδιές, τόσο φαρμάκι!

Από τότε κύλησαν τα χρόνια κι  εμείς σκορπίσαμε σαν τα πουλιά, που μαζεύονταν στα τηλεγραφόξυλα, πριν φύγουν για τα μέρη της Αραπιάς.

Σήμερα τα εγκαταλειμμένα σπίτια, προσπαθούν να σταθούν όρθια στη φθορά του χρόνου, τα μισόκλειστα παντζούρια θυμούνται τ’ απογεύματα, που πρόβαλε η κόρη να ποτίσει τα βασιλικά και τις μαντζουράνες. Τ’ αγκωνάρια διηγούνται τον αγώνα του νοικοκύρη, να κατεβάσει απ’ το βουνό την πέτρα, διηγούνται την υπομονή των μαστόρων να την πελεκήσουν.

Τώρα πέτρωσε η σιωπή στο κατώφλι, χορτάριασε ο τόπος, παντού πλανιέται η ερημιά! Πού πήγε η νοικοκυροσύνη της μάνας και η αξιοσύνη της κόρης, πού πήγαν οι φωνές και τα γέλια των παιδιών;

Πώς να ιστορήσει τώρα η μηλιά, όλα όσα είδε… γι’ αυτούς που έφυγαν στη ξενιτιά… γι’ αυτούς που έφυγαν για πάντα…

Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 


 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: