TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

Ένα ρουμελιώτικο τραγούδι


Ένα ρουμελιώτικο δημοτικό τραγούδι
και οι παραλλαγές του
(του Τάκη Λάππα)

Μεγάλος κι ατίμητος ο θησαυρός των δημοτικών μας τραγουδιών που κληρονομήσαμε. Κι όσα κι αν γρα­φτούνε γι’ αυτά, κι όσα κι αν έρ­θουνε σε φως, σωμό δεν θα ‘χουν. Για χρόνια οι συλλέχτες κι οι επι­στήμονες λαογράφοι θα καταπιάνο­νται μαυτά κι απανωτές οι συλλο­γές θα τυπώνονται χωρίς να φτά­σουν σε τέλος. Νερομάνα αστεί­ρευτη που το γάργαρο νερό της α­διάκοπα αφήνει να ξεχύνεται για να ξεδιψάζουν οι αποσταμένοι στρατο­κόποι κι οι διαβάτες.
Χρόνοι και καιροί θα διαβούν ως ό­του πολύτιμο έργο, όλο τούτο το ακριβό μας βίος να περιβάλει. Γιαυ­τό και κάθε τόσο, όλο και ξεχασμέ­να τραγούδια θα βγαίνουν απτης λησμονιάς το καταχώνιασμα που ο χρόνος έριξε. Ακριβά πετράδια που ευλαβικά θα καθαρίζουμε απτης πολυκαιριάς τη σκόνη και θα στήνουμε πλάι στάλλα τη λάμψη τους αντάμα να σκορπίσουν.
Ένα τέτοιο παραπεταμένο πετρά­δι στάθηκα τυχερός και γω να βρω και τώρα με σεβασμό ανάμεσα στάλλα αποθέτω. Είμαι σίγουρος πως από δω μια μέρα σε κάποια συλλογή την πρεπούμενη θέση του θε να πά­ρει.
    Πρόκειται για ένα παράξενο τρα­γούδι που μέσα στη Ρούμελη ανάρια και που το ακούμε στα χαροκόπια και τα πανηγύρια να τραγουδιέται. Σπάνια στην «τάβλα», πιο συχνά στο χορό. Κι όσες φορές έλαχε να το ακούσω, ατέλειωτο το αφήνανε. Κό­πιασα πολύ να το ξακριβώσω. Και κά­τι κατοχρονίτες γερόντοι και γερό­ντισσες κούρασαν αρκετά τη θύμη­ση τους για να το «ξακρίσουν» κι ο­λάκερο να μου το χαρίσουν. Μα για ένα τέτοιο σπάνιο χάρισμα κάθε μόχτος άξιζε. Πρωτόφαντο το θέμα του, η ιδέα του απτις πιο τολμη­ρές. Στάκουσμα του στέκει κανείς άναυδος απτου άγνωστου βάρδου το ποιητικό δημιούργημα. Ένα θέμα που θα ταίριαζε πιο πολύ στο πενηνόφτερο κάποιου μεγάλου τραγωδού, παρά σ' ένα λαϊκό τραγουδι­στή.
Είναι μια μάνα που ερωτεύεται το γιο της. Κι αλήθεια πως σόλα τα δημοτικά μας τραγούδια η μάνα πα­ρουσιάζεται με την πιο αγνή της μορφή. Παντού τη συναντάμε με τη θεία μητρική της στοργή, την άδολη αγάπη. Εξαίρεση κάνει μονάχα αυτό το τραγούδι.
Έχουμε στην αρχαιότητα τον ά­νομο έρωτα της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο και στα χρόνια τα βυζαντινά της Φαύστας για τον Κρίσπο. Θέμα­τα που περάσανε στην τραγωδία. Κανείς όμως δεν φαντάζονταν ότι παρόμοιο θέμα θα το εκμεταλλεύο­νταν κι η δημοτική μας ποίηση. Κι ενώ οι πιο πάνω δυο βασίλισσες εί­ναι μητριές και κάπως δικαιολογιέται η σεξουαλική αυτή διαστροφή για το προγόνι τους, το δημοτικό μας δεν της δίνει κανένα λαφρυντικό και για να προσδώσει πιο τραγικό­τητα, αλλού τη θέλει καλόγρια κι αλλού χήρα. Εδώ ο γιος δεν βρίσκει την κακοτυχιά του Ιππόλυτου και του Κρίσπου, μα έξω νου απτην πρόταση της μάνας του τη φοβερί­ζει να την σκοτώσει με το «δαμασκί» μαχαίρι του.
Οι παραλλαγές που παραθέτω εί­ναι τρεις. Η Α' της «τάβλας» του τραπεζιού, κι ο σκοπός της είναι απτους πιο λυπητερούς της Ρού­μελης, ίδιο μοιρολόγι. Οι άλλες δυο Β' και Γ΄ είναι του χορού, με αργό ρυθμό, και για πιο μεγάλη δραματικότητα σόλο το θέμα βάζει το τσάκι­σμα σε κάθε στίχο «Τρέμουν τρί­ζουν τα βουνά, κάμποι μου, μη λουλουδίστε».
Να τώρα το δημοτικό στις τρεις του παραλλαγές, όπως πιστά το ξεσήκωσα από απανωτά ακούσματα.

                         Α'
Καλογριά έχει ομορφόνε γιο
κι όμορφο παλληκάρι
τόνε ζηλεύει η γειτονιά,  
τόνε ζηλεύει η ρούγα,
τόνε ζηλεύει η μάνα του
άντρα να τόνε πάρει.
Δεν έχει πως να του το πει,
πως να το ξεστομίσει,
- Άντε, παιδί μ’, να φύγουμε
σάλλον τόπο να πάμε,
κι αν σε ρωτήσουν σένανε
να πεις γυναίκα μέχεις,
κι αν με ρωτήσουν μένανε,
θα πω άντρα τον έχω.
- Μάνα ζουρλή, μάνα τρελή,
μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα μ’, δεν πήγες σ’ εκκλησιά,
δεν άκουσες Βαγγέλιο,
δεν άκουσες Δαμασκηνό
που τρέμει ο κόσμος όλος.

                       Β΄
Μια χήρα είχε ένα γιο
όμορφο μελαχροινό
ένα ωραίο παλληκάρι
που έλαμπε σαν το φεγγάρι.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά,
γεια σου αγάπη μου παλιά
τόνε ζηλεύει η ρούγα,
γεια σου αγάπη μου καινούργια.
Τόνε ζηλεύει η μάνα του
φορτούνα και τρομάρα του
ζηλεύει το παιδί της
φορτούνα στο κορμί της.
Μια Κυριακή πρωί-πρωί,
αποφασίζει να το πει,
μιαν επίσημη ημέρα
ντύθηκε σαν περιστέρα:
- Γιε μου, εγώ σε αγαπώ
και ντρέπουμαι να σου το πω,
άντρα θέλω να σε πάρω
και στεφάνι να σου βάλω.
- Μάνα ζουρλή, μάνα τρελή,
ποια μάνα παίρνει το παιδί
και το παιδί τη μάνα
πού να σουρθει τρομάρα;
Βάλε φωτιά στο στόμα σου
για να καεί η γλώσσα σου
και σόλο το κορμί σου
γιατείμαι το παιδί σου.

                     Γ ΄
Της χήρας γιος στολίζεται
να πάει στο πανηγύρι.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά
τόνε ζηλεύει η ρούγα.
Τόνε ζηλεύει η μάνα του
άντρα για να τον πάρει.
Και με ταναστενάγματα
του ρίχνει το μαντήλι.
- Σήκω υγιέ μ’, να φύγουμε
σ
άλλον τόπο να πάμε,
γιατμας ζηλεύει η γειτονιά
και μας ζηλεύει η ρούγα
κι αν σε ρωτήσουν για ταεμέ
θα πεις γυναίκα μέχεις,
κιαν με ρωτήσουν για τεσέ
θα πω άντρα τον έχω.
- Σώπα μανούλα μ’, μην το λες
και
μην το ξεστομίζεις
τακούει η γης μαραίνεται,
ποτέ δεν χορταριάζει,
γιατί τακούνε τα βουνά
τα χιόνια τους δεν λυώνουν,
γιατί τακούει ο ουρανός
τρεις χρόνους δε σταλάζει.

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου




Δεν υπάρχουν σχόλια: