Ένα
ρουμελιώτικο δημοτικό τραγούδι
και
οι παραλλαγές του
(του Τάκη Λάππα)
Μεγάλος
κι
ατίμητος
ο
θησαυρός των
δημοτικών
μας
τραγουδιών
που κληρονομήσαμε.
Κι όσα κι αν γραφτούνε γι’ αυτά,
κι όσα κι αν έρθουνε σε φως, σωμό δεν θα ‘χουν. Για
χρόνια
οι
συλλέχτες
κι
οι
επιστήμονες λαογράφοι θα καταπιάνονται
μ’
αυτά
κι
απανωτές
οι
συλλογές θα τυπώνονται χωρίς να φτάσουν σε τέλος. Νερομάνα αστείρευτη
που
το
γάργαρο
νερό
της
αδιάκοπα αφήνει να ξεχύνεται για να ξεδιψάζουν
οι
αποσταμένοι
στρατοκόποι κι οι διαβάτες.
Χρόνοι
και
καιροί
θα
διαβούν
ως
ότου
πολύτιμο
έργο,
όλο
τούτο
το
ακριβό μας βίος να περιβάλει.
Γι’
αυτό και κάθε τόσο, όλο και ξεχασμένα
τραγούδια
θα
βγαίνουν
απ’
της λησμονιάς το καταχώνιασμα που ο χρόνος έριξε. Ακριβά πετράδια που ευλαβικά θα καθαρίζουμε απ’
της πολυκαιριάς τη σκόνη και θα στήνουμε
πλάι
στ’
άλλα
τη
λάμψη τους
αντάμα
να
σκορπίσουν.
Ένα τέτοιο παραπεταμένο πετράδι
στάθηκα
τυχερός
και
γω
να
βρω και
τώρα
με
σεβασμό
ανάμεσα
στ’
άλλα αποθέτω.
Είμαι σίγουρος πως από
δω
μια
μέρα
σε
κάποια
συλλογή την
πρεπούμενη
θέση
του
θε
να
πάρει.
Πρόκειται
για
ένα
παράξενο
τραγούδι
που
μέσα
στη
Ρούμελη
ανάρια και που το ακούμε στα χαροκόπια και τα πανηγύρια να τραγουδιέται.
Σπάνια στην «τάβλα»,
πιο συχνά στο χορό. Κι όσες φορές έλαχε να το ακούσω,
ατέλειωτο
το
αφήνανε.
Κόπιασα πολύ να το ξακριβώσω.
Και κάτι
κατοχρονίτες
γερόντοι
και
γερόντισσες κούρασαν αρκετά τη θύμηση
τους
για
να
το
«ξακρίσουν»
κι
ολάκερο να μου το χαρίσουν.
Μα για ένα
τέτοιο
σπάνιο
χάρισμα
κάθε
μόχτος άξιζε. Πρωτόφαντο το θέμα του, η ιδέα του απ’ τις πιο τολμηρές. Στ’ άκουσμα του στέκει κανείς άναυδος
απ’
του
άγνωστου
βάρδου το
ποιητικό δημιούργημα.
Ένα
θέμα που θα ταίριαζε πιο πολύ στο πενηνόφτερο
κάποιου
μεγάλου
τραγωδού,
παρά
σ'
ένα
λαϊκό
τραγουδιστή.
Είναι μια μάνα που ερωτεύεται το γιο
της.
Κι
αλήθεια
πως
σ’
όλα
τα δημοτικά
μας
τραγούδια
η
μάνα
παρουσιάζεται με την πιο αγνή της μορφή. Παντού τη συναντάμε με τη θεία μητρική της στοργή,
την άδολη αγάπη.
Εξαίρεση κάνει μονάχα αυτό το τραγούδι.
Έχουμε στην αρχαιότητα τον άνομο
έρωτα
της
Φαίδρας
για
τον
Ιππόλυτο
και
στα
χρόνια
τα
βυζαντινά της Φαύστας για τον Κρίσπο.
Θέματα που περάσανε στην τραγωδία.
Κανείς όμως δεν φαντάζονταν ότι παρόμοιο
θέμα
θα
το
εκμεταλλεύονταν κι η δημοτική μας ποίηση.
Κι ενώ οι πιο πάνω δυο βασίλισσες είναι
μητριές
και
κάπως
δικαιολογιέται η σεξουαλική αυτή διαστροφή για το προγόνι τους, το δημοτικό μας δεν της δίνει κανένα λαφρυντικό
και
για
να
προσδώσει
πιο
τραγικότητα, αλλού τη θέλει καλόγρια κι αλλού
χήρα.
Εδώ
ο
γιος
δεν
βρίσκει την κακοτυχιά του Ιππόλυτου και του
Κρίσπου,
μα
έξω
νου
απ’
την πρόταση της μάνας του τη φοβερίζει
να
την
σκοτώσει
με
το
«δαμασκί» μαχαίρι του.
Οι
παραλλαγές
που
παραθέτω
είναι τρεις. Η Α' της «τάβλας» του τραπεζιού, κι ο σκοπός της είναι απ’ τους
πιο
λυπητερούς
της
Ρούμελης,
ίδιο
μοιρολόγι.
Οι
άλλες
δυο Β' και Γ΄ είναι του χορού, με αργό ρυθμό, και για πιο μεγάλη δραματικότητα
σ’
όλο
το
θέμα
βάζει
το
τσάκισμα σε κάθε στίχο «Τρέμουν τρίζουν τα
βουνά,
κάμποι
μου,
μη
λουλουδίστε».
Να τώρα το δημοτικό στις τρεις του
παραλλαγές,
όπως
πιστά
το
ξεσήκωσα
από
απανωτά
ακούσματα.
Α'
Καλογριά έχει ομορφόνε γιο
κι όμορφο παλληκάρι
τόνε ζηλεύει η γειτονιά,
τόνε ζηλεύει η ρούγα,
τόνε ζηλεύει η μάνα του
άντρα να τόνε πάρει.
Δεν έχει πως να του το πει,
πως να το ξεστομίσει,
- Άντε, παιδί μ’, να φύγουμε
σ’ άλλον τόπο να πάμε,
κι αν σε ρωτήσουν σένανε
να πεις γυναίκα μ’ έχεις,
κι αν με ρωτήσουν μένανε,
θα πω άντρα τον έχω.
- Μάνα ζουρλή, μάνα τρελή,
μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα μ’, δεν πήγες σ’ εκκλησιά,
δεν άκουσες Βαγγέλιο,
δεν άκουσες Δαμασκηνό
που τρέμει ο κόσμος όλος.
Β΄
Μια χήρα είχε ένα γιο
όμορφο μελαχροινό
ένα ωραίο παλληκάρι
που έλαμπε σαν το φεγγάρι.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά,
γεια σου αγάπη μου παλιά
τόνε ζηλεύει η ρούγα,
γεια σου αγάπη μου καινούργια.
Τόνε ζηλεύει η μάνα του
φορτούνα και τρομάρα του
ζηλεύει το παιδί της
φορτούνα στο κορμί της.
Μια Κυριακή πρωί-πρωί,
αποφασίζει να το πει,
μιαν επίσημη ημέρα
ντύθηκε σαν περιστέρα:
- Γιε μου, εγώ σε αγαπώ
και ντρέπουμαι να σου το πω,
άντρα θέλω να σε πάρω
και στεφάνι να σου βάλω.
- Μάνα ζουρλή, μάνα τρελή,
ποια μάνα παίρνει το παιδί
και το παιδί τη μάνα
πού να σου ‘ρθει τρομάρα;
Βάλε φωτιά στο στόμα σου
για να καεί η γλώσσα σου
και σ’ όλο το κορμί σου
γιατ’ είμαι το παιδί σου.
Γ ΄
Της χήρας γιος στολίζεται
να πάει στο πανηγύρι.
Τόνε ζηλεύει η γειτονιά
τόνε ζηλεύει η ρούγα.
Τόνε ζηλεύει η μάνα του
άντρα για να τον πάρει.
Και με τ’ αναστενάγματα
του ρίχνει το μαντήλι.
- Σήκω υγιέ μ’, να φύγουμε
σ’ άλλον τόπο να πάμε,
σ’ άλλον τόπο να πάμε,
γιατ’ μας ζηλεύει η γειτονιά
και μας ζηλεύει η ρούγα
κι αν σε ρωτήσουν για τα’ εμέ
θα πεις γυναίκα μ’ έχεις,
κι’ αν με ρωτήσουν για τ’ εσέ
θα πω άντρα τον έχω.
- Σώπα μανούλα μ’, μην το λες
και μην το ξεστομίζεις
και μην το ξεστομίζεις
τ’ ακούει η γης μαραίνεται,
ποτέ δεν χορταριάζει,
γιατί τ’ ακούνε τα βουνά
τα χιόνια τους δεν λυώνουν,
γιατί τ’ ακούει ο ουρανός
τρεις χρόνους δε σταλάζει.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου