Τα γομαράγκαθα
Λαογραφικά
σημειώματα του Χρήστου Τούμπουρου
Είναι αλήθεια πως η φύση διαθέτει ένα ισχυρό θεραπευτικό
οπλοστάσιο. Οι ευεργετικές ιδιότητες των βοτάνων είναι γνωστές από την
αρχαιότητα, αφού όλοι οι αρχαίοι πολιτισμοί χρησιμοποιούσαν τα βότανα για την
αντιμετώπιση πολλών παθήσεων.
Το γαϊδουράγκαθο ή γομαράγκαθο είναι το φυτό που καταναλώνεται από τους όνους, τα γαϊδούρια. Το συναντούμε και με τα ονόματα Κουφάγκαθο, Αγκάβατο ή Σίλυβο και η επιστημονική του ονομασία είναι (Silybum marianum – Σίλυβο το Μαριανό). Είναι ένα διετές ακανθώδες φυτό που φθάνει σε το ύψος το 1,5μ. Τα φύλλα του είναι πράσινα με χαρακτηριστικά άσπρα σημάδια σα φλέβες και λουλούδια με βυσσινί χρώμα. Eίναι γνωστό βότανο για τη διατήρηση της καλής υγείας στο συκώτι και στο δέρμα χάρις στην αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη δράση του.
Το γομαράγκαθο λοιπόν δεν το χρησιμοποιούσαν και τόσο όπως φαίνεται οι πρόγονοί μας για τις θεραπευτικές του ικανότητες. Αυτές έγιναν γνωστές τελευταία. Παλιότερα το θεωρούσαν βρομόχορτο και μάλιστα ήταν σημάδι δυσφορίας συνεχόμενης πίκρας. «Αυτό π’ μού ‘κανε το ‘χω αγκάθ’, τι αγκάθ’ γομαράγκαθο, μέσα μ’ και μ’ αγκυλών’ συνέχεια». Αγκύλωνε ξεαγκύλωνε «εφύετο» σε ακαλλιέργητα χωράφια τα οποία μαζί με τις παλαμωνίδες τα έκανε σχεδόν μη προσβάσιμα. Η παροιμία «Η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μικρύνει το λαιμό της», είναι ασφαλώς εισαγόμενη. Δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν γκαμήλες στον Ηπειρώτικο χώρο. Απλά λέγεται για το οικουμενικό του νοήματος, όταν θέλει κάποιος να αποκτήσει ή να πετύχει κάτι πρέπει να ενεργοποιηθεί ο ίδιος και να μην περιμένει από τους άλλους.
Το γαϊδουράγκαθο ή γομαράγκαθο είναι το φυτό που καταναλώνεται από τους όνους, τα γαϊδούρια. Το συναντούμε και με τα ονόματα Κουφάγκαθο, Αγκάβατο ή Σίλυβο και η επιστημονική του ονομασία είναι (Silybum marianum – Σίλυβο το Μαριανό). Είναι ένα διετές ακανθώδες φυτό που φθάνει σε το ύψος το 1,5μ. Τα φύλλα του είναι πράσινα με χαρακτηριστικά άσπρα σημάδια σα φλέβες και λουλούδια με βυσσινί χρώμα. Eίναι γνωστό βότανο για τη διατήρηση της καλής υγείας στο συκώτι και στο δέρμα χάρις στην αντιοξειδωτική και αντιφλεγμονώδη δράση του.
Το γομαράγκαθο λοιπόν δεν το χρησιμοποιούσαν και τόσο όπως φαίνεται οι πρόγονοί μας για τις θεραπευτικές του ικανότητες. Αυτές έγιναν γνωστές τελευταία. Παλιότερα το θεωρούσαν βρομόχορτο και μάλιστα ήταν σημάδι δυσφορίας συνεχόμενης πίκρας. «Αυτό π’ μού ‘κανε το ‘χω αγκάθ’, τι αγκάθ’ γομαράγκαθο, μέσα μ’ και μ’ αγκυλών’ συνέχεια». Αγκύλωνε ξεαγκύλωνε «εφύετο» σε ακαλλιέργητα χωράφια τα οποία μαζί με τις παλαμωνίδες τα έκανε σχεδόν μη προσβάσιμα. Η παροιμία «Η γκαμήλα, αν θέλει γομαράγκαθα, ας μικρύνει το λαιμό της», είναι ασφαλώς εισαγόμενη. Δεν υπήρχαν και δεν υπάρχουν γκαμήλες στον Ηπειρώτικο χώρο. Απλά λέγεται για το οικουμενικό του νοήματος, όταν θέλει κάποιος να αποκτήσει ή να πετύχει κάτι πρέπει να ενεργοποιηθεί ο ίδιος και να μην περιμένει από τους άλλους.
Τεκμήριο μοναδικό αποτελεί τα όσα γράφει ο Κώστας Κρυστάλλης στο
διήγημά του «Πρωτομαγιά στα Γιάννενα» που το κατατάσσει στα βρομόχορτα. «Τα
πλειό ψηλότερα, τα πλειό χοντρότερα γομαράγκαθα και τα βρωμόχορτα όλα όλα τα τα
βρ απιθωμένα ‘ ςτην κλειστή πόρτα του σπητιού κσι τ’ αργαστηριού του.»
Είναι αλήθεια ότι σε μια συζήτηση, αν ένας από τους συνομιλητές «λέει, λέει, λέει… και δεν σταματά…» τον αποκρούουμε με τη φράση «γλιστρίδα έφαγες;» Πιστεύεται δηλαδή ότι η κατανάλωση γλιστρίδας ή αντράκλας δημιουργεί ευφράδεια και ταχύτητα λόγου. Αν δεν σταματά υπάρχει η λύση. «Σταμάτα μη σου βάλω κανένα γομαράγκαθο στο στόμα».
Ο παππούς μου, εκτελώντας εντολή της γιαγιάς, πολλές φορές μάζευε γομαράγκαθα. Τα ήθελε η γιαγιά, τα χρησιμοποιούσε ως εργαλείο στις «μαντικές της εργασίες». Και μάλιστα ο παππούς έπαιρνε εντολή να πάει πέρα μακριά στ’ αμπέλ’, εκεί όπου το παράτησε και βοσκάν μόνο τα μπ’λάρια του Λάμπρου. «Το παράτ’σες και έμ’νε χέρσο και μόνο γομαράγκαθα βγαίνουν». Και πήγαινε και γέμιζε μια μεγάλη πάνινη σακούλα και τα έφερνε σπίτι. Τα περιλάμβανε η γιαγιά και τα τακτοποιούσε ή τους τακτοποιούσε όλους «δια των ιερών και αφοριστικών της ενεργειών».
Πολλές φορές έβλεπα εκεί στο κατώι του σπιτιού αρμαθιές από σκόρδα, κρεμμύδια. Αλλού ματσάκια τσάι και σακουλάκια με χαμομήλι. Παραπέρα βότανα αποξηραμένα, ακόμη και γομαράγκαθα. Γι’ αυτά είχε πάντα την απορία. «Καλά όλα τα άλλα. Και τα γομαράγκαθα;» Δεν τόλμησα ποτέ να ρωτήσω. Όλα ήταν υπό την επιμέλεια της γιαγιάς και κάθε πράξη της την κάλυπτε «πέπλος μυστηρίου». Μια φορά το έφερε η τύχη να μάθω… Είχα αρρωστήσει και με είχε πιάσει ένας ασταμάτητος βήχας. Ανέπνεα βήχοντας και έβγαζα ήχο σαν λάλημα. «Δεν ακούς το παιδί λαλάει σαν κοκόρ’ από τον βήχα; Καρκαλέτσ’ έχ’. Φέρε να του βράσουμε γομαράγκαθο».
Μόλις τα άκουσα αυτά εγώ, πήδησα από το παράθυρο και «από δω πάν’ οι άλλ’». Με έκαναν Θεό για να ξαναμπώ στο σπίτι. Δεν ήθελα να πιω τίποτε, ακόμη και νερό για πολλές μέρες. Φοβόμουν για το αφέψημα της γιαγιάς. Αυτά τότε… Σήμερα στη σύγχρονη βοτανοθεραπευτική το γαϊδουράγκαθο είναι αληθινά το κύριο θεραπευτικό που χρησιμοποιείται για την προστασία του συκωτιού από λοιμώξεις, κατανάλωση οινοπνευματωδών ή ακόμη και σε χημειοθεραπείες. Κάτι ήξεραν και οι παλιοί…
Είναι αλήθεια ότι σε μια συζήτηση, αν ένας από τους συνομιλητές «λέει, λέει, λέει… και δεν σταματά…» τον αποκρούουμε με τη φράση «γλιστρίδα έφαγες;» Πιστεύεται δηλαδή ότι η κατανάλωση γλιστρίδας ή αντράκλας δημιουργεί ευφράδεια και ταχύτητα λόγου. Αν δεν σταματά υπάρχει η λύση. «Σταμάτα μη σου βάλω κανένα γομαράγκαθο στο στόμα».
Ο παππούς μου, εκτελώντας εντολή της γιαγιάς, πολλές φορές μάζευε γομαράγκαθα. Τα ήθελε η γιαγιά, τα χρησιμοποιούσε ως εργαλείο στις «μαντικές της εργασίες». Και μάλιστα ο παππούς έπαιρνε εντολή να πάει πέρα μακριά στ’ αμπέλ’, εκεί όπου το παράτησε και βοσκάν μόνο τα μπ’λάρια του Λάμπρου. «Το παράτ’σες και έμ’νε χέρσο και μόνο γομαράγκαθα βγαίνουν». Και πήγαινε και γέμιζε μια μεγάλη πάνινη σακούλα και τα έφερνε σπίτι. Τα περιλάμβανε η γιαγιά και τα τακτοποιούσε ή τους τακτοποιούσε όλους «δια των ιερών και αφοριστικών της ενεργειών».
Πολλές φορές έβλεπα εκεί στο κατώι του σπιτιού αρμαθιές από σκόρδα, κρεμμύδια. Αλλού ματσάκια τσάι και σακουλάκια με χαμομήλι. Παραπέρα βότανα αποξηραμένα, ακόμη και γομαράγκαθα. Γι’ αυτά είχε πάντα την απορία. «Καλά όλα τα άλλα. Και τα γομαράγκαθα;» Δεν τόλμησα ποτέ να ρωτήσω. Όλα ήταν υπό την επιμέλεια της γιαγιάς και κάθε πράξη της την κάλυπτε «πέπλος μυστηρίου». Μια φορά το έφερε η τύχη να μάθω… Είχα αρρωστήσει και με είχε πιάσει ένας ασταμάτητος βήχας. Ανέπνεα βήχοντας και έβγαζα ήχο σαν λάλημα. «Δεν ακούς το παιδί λαλάει σαν κοκόρ’ από τον βήχα; Καρκαλέτσ’ έχ’. Φέρε να του βράσουμε γομαράγκαθο».
Μόλις τα άκουσα αυτά εγώ, πήδησα από το παράθυρο και «από δω πάν’ οι άλλ’». Με έκαναν Θεό για να ξαναμπώ στο σπίτι. Δεν ήθελα να πιω τίποτε, ακόμη και νερό για πολλές μέρες. Φοβόμουν για το αφέψημα της γιαγιάς. Αυτά τότε… Σήμερα στη σύγχρονη βοτανοθεραπευτική το γαϊδουράγκαθο είναι αληθινά το κύριο θεραπευτικό που χρησιμοποιείται για την προστασία του συκωτιού από λοιμώξεις, κατανάλωση οινοπνευματωδών ή ακόμη και σε χημειοθεραπείες. Κάτι ήξεραν και οι παλιοί…
Χρήστος Τούμπουρος
Συγγραφέας-Ερευνητής
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου