TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Η γκλίτσα


Η Γκλίτσα
Του Κώστα Φλώρου (Περαστικού)
Φωτο: Τάκης Ευθυμίου-Γκλίτσες από Αγιωργίτες ξυλογλύπτες

Η Γκλίτσα, είναι το απαραίτητο εργαλείο των κτηνο­τρόφων των βουνών και των κάμπων, όλης της οικουμέ­νης, αλλά και το χρησιμότατο βοήθημα και όλων των άλ­λων κοινών θνητών, γνωστό από αρχαιοτάτων χρόνων.
Είναι ένα έξυπνο εφεύρημα των ανθρώπων όλων των κατοικημένων χώρων, προπαντός των ανθρώπων του χωριού και της στάνης. Το χρησιμοποιούν οι κτηνοτρόφοι για να οδηγούν τα κοπάδια τους, σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Να τα στομώνουν, όταν θέλουν να τους δώσουν σω­στή πορεία, αλλά και να τσακώνουν με αστραπιαία κίνη­ση τα γιδοπρόβατά τους, όταν θέλουν να τακτοποιήσουν τις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ τους.
Γκλίτσα ή αγκυλίτσα, λέγεται επειδή έχει μια αγκύλη (έ­να γκλιτσάρι) στο πάνω μέρος, μιας ξύλινης ράβδου, ενός μπαστουνιού, μιας βακτηρίας, ενός ματσουκιού ή ματσού­κας, από σκληρό ξύλο αγριελιάς, κρανιάς, καστανιάς, κέ­δρου ή οξυάς. Το άγκιστρο αυτό, το γκλιτσάρι, η αγκύλη, έχει δώσει την κοινή ονομασία: αγκυλίτσα ή αγκλίτσα ή γκλίτσα, αποτελεί δε ένα ξυλογλυπτικό καλλιτέχνημα. Η αγκύλη ή γκλιτσάρι, στο μπροστινό μέρος του παριστάνει μια κεφαλή ζώου, που μοιάζει, άλλοτε με λιοντάρι, άλλο­τε με λύκο, άλλοτε με σκυλί και άλλοτε με ζαγάρι. Στο πίσω μέρος, μοιάζει με ουρά γοργόνας ή με μια πλεξούδα τσελιγγοπούλας, αν δε μοιάζει με αρειμάνιο μουστάκι κτηνοτρόφου.
Ο κάθε καλλιτέχνης, είτε του βουνού, είτε του κάμπου, βάζει όλο του το μεράκι κι ο κάθε κάτοχος, καμαρώνει, ανάλογα με τα γούστα ή τα αισθήματα του.
Η γκλίτσα είναι γνωστή και σα ματσούκα ή ματσούκι. Αλίμονο σ' εκείνο το ζώο δίποδο η τετράποδο που θα προσπαθήσει να ξυστεί στη γκλίτσα κάποιου τσοπάνου! Είπαμε, πως είναι εργαλείο των κτηνοτρόφων κι ό­λων των χωρικών της οικουμένης, που το χρησιμοποιούν, για να εξυπηρετούν πολλές και διάφορες ανάγκες τους, προπαντός ν' ακουμπούν, όπως ακουμπούν στα μπα­στούνια τους οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας των πόλεων, οι ευγενείς και λιμοκοντόροι.
Στα χωριά και στις πόλεις μπορούν να χρησιμοποιή­σουν αυτό το εργαλείο κατά των κεφαλών αλλήλων, αν το απαιτήσει η ανάγκη κυρίως αν δεν είναι αποτελεσματι­κός ο λόγος, ή κάποια δικαστική απόφαση. Στα χωριά μας, η γκλίτσα αποτελεί είδος πρώτης ανάγκης «εν επάρ­κεια» και τη χρησιμοποιούν πολύ, εκτός των ντόπιων κτη­νοτρόφων ή λοιπών κοινών θνητών και όλοι οι παραθε­ριστές, από σνομπισμό, αλλά και από ανάγκη.
Τώρα τελευταία, είχα την τύχη να κάνω τις διακοπές μου σε κάποιο ορεινό χωριό και εκεί, από τις πρώτες μέ­ρες μοιραία βρέθηκα με μια δανεικιά γκλίτσα στα χέρια. Κι απ' τις πρώτες μέρες, είχε γίνει ο αχώριστος σύντρο­φος μου. Έκανα ό,τι έκαναν και οι άλλοι του ανδρικού πληθυσμού του χωριού. Ακουμπούσα, στηριζόμουν όταν βρισκόμουν σε κακοτοπιές, πέρναγα πότε-πότε τη γκλί­τσα μου στο σβέρκο μου, άλλοτε στη μέση μου κι άλλοτε τη στριφογύριζα στα χέρια μου σα μαέστρος και σιγοψυθίριζα τον αμάραντο, όταν βρισκόμουν στο δάσος και ά­κουγα τα πουλιά να κελαηδούν και τον τσοπάνο να παίζει τη φλογέρα του.
Περνούσα ευχάριστα την ώρα μου κι αισθανόμουν α­σφάλεια και ηρεμία, αφού μπορούσα ν' ατενίσω άφορα τα τσοπανόσκυλα. Κάποτε-κάποτε την ξεχνούσα στο κα­φενείο όπου παίζαμε πρέφα, αλλά δεν υπήρχαν συνέπει­ες, αφού τότε που γύριζα, την εύρισκα στη θέση της. Ό­μως συνέπειες και προβλήματα υπήρξαν, όταν μια μέρα την ξέχασα σε κάποιο μακρινό φιλικό μου σπίτι.
Μόλις έφυγα, ο φίλος μου ανησύχησε και προσπάθη­σε να μου τη στείλει. Δεν βρήκε πιο γρήγορο και πρό­σφορο μέσο κι αναγκάστηκε να μου τη στείλει με κάποιον άγνωστο περαστικό καμικάζι. Πριν φθάσω στο σπίτι μου, αντιλήφθηκα πως με προσπέρασε ο περί ου ο λόγος, με κόντρες και σούζες, δεν συνειδητοποίησα όμως, πως η γκλίτσα την οποία εκράδαινε με χαριτωμένες κινήσεις, ή­ταν η δική μου.
Κι ασφαλώς δεν θα θυμόμουνα πού ξέχασα τη γκλίτσα μου, αν ο γνωστός μας καφετζής, δε με πληροφορούσε πως του την παρέδωσε κάποιος ξένος μοτοσυκλετιστής. Διασκεδάσαμε το πράγμα και αρπάξαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για συνηθισμένους μύθους και πραγματικότη­τες, περί της χαμένης γκλίτσας και της χαμένης ομπρέλας ακόμη.
Τότε και με τη συμμετοχή όλων των θαμώνων του κα­φενείου και ομοιοπαθών οπωσδήποτε, έγινε ευρεία συζή­τηση περί ματσουκολογίας και γκλιτσογίας. Ο καφετζής έ­κανε την εισήγηση: «Από δω μέσα, άρχισε, πέρασαν αμέ­τρητες γκλίτσας και ματσούκες, σκέτες, άνευ ιδιαίτερης α­ξίας, μέχρι πολυτελείας. Γκλίτσες κεντημένες από άξιους ξυλόγλυπτες και κοσμημένες με χρωματιστές χάνδρες με σμαράγδια και πετράδια, σωστά κομψοτεχνήματα.
Εδώ, στην αποθήκη μου, έχω περί τις 15 γκλίτσες, ξε­χασμένες από ερασιτέχνες και αζήτητες. Κανείς ευσυνεί­δητος κτηνοτρόφος ή επαγγελματίας διακονιάρης από τα Κράβαρα, δεν ξέχασαν εδώ κάποιο εργαλείο της δουλειάς τους. Από την εμπειρία που έχουν όλοι οι άνθρωποι του χωριού και της πόλεως, θεωρούν πως οι πολλές γκλίτσες, σ' ένα τσελιγκάτο, φέρνουν υλική και πνευματική φτώ­χεια, ενώ τα πολλά ματσούκια, σ' ένα κραβαρίτικο συγγενολόι, σε μια επαχτίτικη φαμελιά, φέρνουν υλικό πλού­το και πολιτιστική πρόοδο».
   Εντυπωσιάστηκα από τα διαμειφθέντα, αλλά δεν κάθισα να φιλοσοφήσω. Μου αρκούσε το ότι βρήκα τη γκλίτσα μου, μετά από περίεργες συνθήκες και περιπετειώδη τρόπο. Κατόπιν, το ενδιαφέρον μου κεντρίστηκε, όταν, μετά την εμπεριστατωμένη εισήγηση του καφετζή, το θέμα μπήκε στην κρίση της ολομέλειας των θαμώνων.
Ένας απόστρατος βαθμοφόρος της χωροφυλακής εί­πε: «Η γκλίτσα, δεν υπήρξε, αποκλειστικά όργανο των κτηνοτρόφων, υπήρξε και φύλαξ άγγελος των οργάνων της τάξεως, αλλά και των αρματωλών και κλεφτών»....
Ένας δάσκαλος είπε: «Η γκλίτσα ή ματσούκα και η κρανίσια βέργα, υπήρξαν όργανα των δασκάλων και κα­νόνες πίστεως για την ορθή εκπαιδευτική αγωγή και την εκμάθηση της ορθοφωνίας, της γραμματικής και της α­ριθμητικής».
Ένας καθηγητής είπε: «Η γκλίτσα υπήρξε έργο τέχνης στα χέρια των ζωγράφων, των λαογράφων και των ποιη­τών. Την ύμνησαν όλοι, μα ο καθένας με το δικό του τρό­πο. Όλοι μίλησαν για την πρακτική της αξία και τη θεω­ρητική της λαογραφική και πνευματική αποτίμηση».
Μια παλιά χαλκογραφία, παριστάνει αρματωλούς των χρόνων της επαναστάσεως, περαστικούς από στάνη του Ολύμπου, των πολλών Θεών και των αναρίθμητων μύ­θων και θρύλων, όπου η γκλίτσα, παίρνει περίοπτη θέση.
Πολλοί πιστεύουν πως ο Θεός της κτηνοτροφίας Πά­νας έδωσε τα σχέδια της γκλίτσας και ο Ήφαιστος ανέ­λαβε την κατασκευή της. Και πως ο Απόλλωνας σχεδίασε και τοποθέτησε τη φλογέρα δίπλα στη γκλίτσα.
   Πολλοί είναι σίγουροι πως ο πλάστης του σύμπαντος κόσμου, έδωσε την έμπνευση στους ανθρώπους, να κα­τασκευάσουν τα εργαλεία που θα τους χρειασθούν για να εργασθούν να παράγουν και να επιβιώσουν και πρώτη απ' αυτά τη γκλίτσα, σαν την πλέον απαραίτητη. Απόδει­ξη, πως κάθε γεωργικό και κτηνοτροφικό προϊόν, έχει σή­μα κατατεθέν τη γκλίτσα. Ήρθε η εκκλησία να ευλογήσει και ν' αγιάσει το απαραίτητο αυτό βοήθημα των ανθρώ­πων και κυρίως των κτηνοτρόφων. Και μετά ήρθαν οι ζω­γράφοι ν' αποθανατίσουν το ευλογημένο αυτό στήριγμα των ανθρώπων και οι ποιητές να το υμνήσουν, να το δο­ξάσουν και να τ' ανεβάσουν στο υψηλότερο βάθρο της πυραμίδας, σαν ανεκτίμητο έργο τέχνης.
Μεγαλύτεροι υμνηστές υπήρξαν: «ο Σολωμός, ο Πα­λαμάς, ο Παπαδιαμάντης, ο Κρυστάλλης, ο Βαλαωρίτης, ο Κάλβος, ο Γρανίτσας, ο Σούτσος, ο Σουρής, ο Καρκαβί­τσας, ο Βαγγέλης Αβέρωφ, ο Σπύρος Ματσούκας και χιλιάδες άλλοι».
Όταν ανέβαινε στο βήμα κάποιος θαλασσινός, παρα­θεριστής, με είχε πάρει ο ύπνος και έτσι, δε μπόρεσαν ν' ακούσω τη συνέχεια... Την άλλη μέρα, ωστόσο, δεν θυμό­μουν, ούτε την αρχή. Λέτε να πρόκειται, περί παραισθήσεως; Λέτε να ήταν κάποιο όνειρο θερινής νυκτός ή κά­ποιος εφιάλτης, που μου σκάρωσε όλη αυτή την περίεργη ιστορία, περί γκλίτσας της καραματσούκας και δε συμμαζεύεται;...

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: