ΞΥΝΟΓΑΛΑΔΕΣ
(Του Σεραφείμ Τσιτσά)
Ξυνογαλάδες ονομάζονταν οι κάτοικοι του Λιδωρικιού κι όλης της ενδοχώρας της Δωρίδας, γιατί το κυριότερο επάγγελμά τους ήτανε, μέχρι προ τινος, αυτό του κτηνοτρόφου. Η ορεινή και δύσβατη χώρα τους, από τα χειμαδιά της ποταμιάς του Μόρνου έως την Αρτοτίνα και τις γυμνές κορφές των Βαρδουσίων είναι ένας απέραντος βοσκότοπος. Έτσι η ζωή τους περνούσε ανάμεσα σε στάνες και γιδοπρόβατα, ανάμεσα σε τσελιγκάτα, σε μπιστικούς και τσοπάνους, ανάμεσα σε γάλατα, βούτυρα και τυριά. Στα χρόνια μας, όλα αυτά αρχίζουν να περνούν στο πεδίο της Λαογραφίας.
Ένα από τα κτηνοτροφικά τους προϊόντα ήταν το ξυνόγαλο. Αυτό δηλαδή που μένει από την αποβουτύρωση του γίδινου γάλακτος. Πριν επινοηθούν οι «φυγοκεντρικές» μηχανές, που ξελιγώνουν το γάλα και βγάζουν ύστερα το τυρί νηστήσιμο, σαρακοστιανό, η αποβουτύρωση στα χωριά μας γίνονταν με το χτύπημα σε ξύλινες κοπανοκάδες, τη βούρτσα ή μποτινέλο ή καράμπα, όπως λένε στα διάφορα μέρη αυτά τα εγχώρια βιοτεχνικά σύνεργα.
Το κοπανισμένο γιδόγαλο, απ’ το οποίο έχουν βγάλει το βούτυρο, είναι το ξυνόγαλο. Ξυνούτσικο και δροσερό, όταν μάλιστα είναι φρέσκο, με τα σπιθουράκια του, είναι ορεκτικότατο το καλοκαίρι.
Πολλοί Λιδωρικιώτες ξυνογαλάδες εγκατέλειψαν τα παλιά χρόνια τα βουνά της Δωρίδας κι εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, όπου βρήκαν την τύχη τους με τα γάλατα, τα βούτυρα και τα τυριά. Ένας απ’ αυτούς — όπως μολογάει μια εύθυμη παλιά ιστορία — είχε ανοίξει γαλατάδικο στην πρωτεύουσα. Στο χωριό του, όταν ήτανε τσοπάνος, παράδινε το γάλα του κοπαδιού του ανόθευτο, όπως το άρμεγε.
Κανένας δεν τολμούσε τα χρόνια εκείνα να το νοθέψει, γιατί γίνονταν γρουσουζιά στη στάνη κι έπεφτε αρρώστια απάνω της.
Στην Αθήνα όμως, τη γη της απώλειας, τους έπαιρνε τους άδολους ξυνογαλάδες η διαφώτιση ιδιαίτερα και τους έβγαζε τσιράκια. Νόθευαν πια το νερό με γάλα, όχι το γάλα με νερό.
Δεν άργησε έτσι κι ο Λιδωρικιώτης της εύθυμης ιστορίας μας να μπει στα μυστικά της αθηναϊκής γαλατικής τέχνης. Μόλις εγκαταστάθηκε στο μαγαζί του, πρώτη του δουλειά ήτανε να βάλει σ’ αυτό μια καλή ταμπέλα, που να διαφημίζει το καινούργιο κατάστημα. Πήγε σε κάποιο ζωγράφο, που του συνέστησαν, και του ‘δωκε τη σχετική παραγγελία. Του είπε πως θέλει να ζωγραφίσει στη μέση της ταμπέλας μια σοϊλίδικη γελάδα, που να βόσκει σε καταπράσινο λιβάδι.
Ο ζωγράφος έμεινε σύμφωνος. Δε συμφωνούσαν όμως στην πληρωμή της πινακίδας. Ο Λιδωρικιώτης ήτανε τσιγκούνης και τη ζητούσε κοψοχρονιάς. Τότε ο ζωγράφος του παρατήρησε, πως με τέτοια μικρή αμοιβή θα ζωγραφίσει τη γελάδα λυτή. Δε θα την έδενε, για να τη σιγουρέψει. . . « Μωρέ με χρυσό γαϊτάνι θα τη δέσεις; κάνει μ’ έκπληξη ο Λιδωρικιώτης. Εγώ τη γελάδα μαζί με τα γράμματα θέλω να ζωγραφίσεις. Δε με νοιάζει, αν θα ‘ναι λυτή ή δεμένη».
Έτσι ο ζωγράφος έφτιασε σκάρτη την πινακίδα. Τη γελάδα τη ζωγράφισε με πρόστυχες, φανταχτερές, νερομπογιές. Ο Λιδωρικιώτης τη χάρηκε, όταν την είδε και την έστησε με καμάρι απάνω από την πόρτα του μαγαζιού του:
ΓΑΛΑΚΤΟΠΩΛΕΙΟΝ
«Ο Σπερχειός»
ΙΟΡΔΑΝΗ ΞΥΝΟΓΑΛΑ
Έλα όμως που με την πρώτη βροχή που έπεσε ύστερα από λίγους μήνες, ξεπλύθηκε η νερομπογιά κι η εικόνα με τη γελάδα χάθηκε. Όταν το είδε ο Ιορδάνης άναψε. Τρέχει στο ζωγράφο και του ρίχνεται.
- Α, πατριώτη, του κάνει εκείνος, η συμφωνία μας ήτανε αυτή: Ήθελες λυτή τη γελάδα. Αν την έκανα δεμένη θα ‘μενε χρόνια στο ίδιο μέρος του λιβαδιού. Έπρεπε να το προβλέψεις αυτό. Κάθεται ποτέ το ζώο λυτό στο ίδιο μέρος; Φυσικό ήτανε να φύγει. Και πολύ μάλιστα κάθισε στο λιβάδι της πινακίδας. . .
Ο Ιορδάνης κατάλαβε τότε τη βαγαποντιά του ζωγράφου. Πως του την έσκασε έξυπνα. Λίγες όμως ακόμα οκάδες νερό παραπάνω στο γάλα εξουδετέρωσε τη ζημιά, που του στοίχισε η καινούργια πινακίδα!
Πηγή: περιοδικό «Υπάτη»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου