ΦΘΙΑ - Ύμνοσ ομηρικόσ
Ἔνθα Φθίη κείται, πολυλήϊος καὶ εὔανδρος,
ἐν κόλπῳ γαίης Φθιώτιδος, ὑπ᾽ Ὄθρυν τε καὶ Οίτην αἰπύν,
μητρόπολις Μυρμιδόνων, ἀνδρῶν ἀσπίδι χαλκείῃ
τέρπονται πολέμοιο καὶ ἀλκῆς ἀκαμάτου.
Οὐ χρυσὸς ἐν Φθίῃ πολὺς οὐδ᾽ ἀργύρου θαῦμα,
ἀλλ᾽ ἀρετὴ καὶ κλέος παλαιῶν προγόνων ἔνεστιν.
Τείχεα δ᾽ οὐχ ὑψηλὰ καὶ οὐρανὸν ἀμφιβαίνοντα,
ἀλλὰ στερεὰ λίθοισι, μένοντα καὶ ἐν χαλεπῷ ἀνέμῳ·
ὥς τε καὶ ἄνδρες ἔασι, βραχίονες εὐρυμέτωποι,
σιγῇ μᾶλλον ἢ λόγῳ χαίροντες ἀγορήν.
Ἐν μέσῳ δ᾽ ἄρα οἶκος Πηλῆος ἥρωος ἔστη,
αὐλαὶ εὐρύχωροι, πατημέναι ποσσὶ γενεῶν,
ἔνθα ποτ᾽ Ἀχιλλεὺς, πόδας ὠκὺς ἀμύμων,
παῖς ἔτι νήπιος ὢν δόρυ σκιρτῶν ἐδιδάσκετο,
καὶ Θέτις ἀργυρόπεζα, θεὰ ἁλιγενεία,
νύκτας ἀμφιπολεύουσα μινύριζε γόον αἰνόν,
μοῖραν ὀδυρομένη, τὴν οὐδ᾽ ἀθάνατοι λύουσιν.
Λαοὶ δ᾽ ἀμφὶ πόλιν νέμοντο πεδίον πολυβότρυν,
ἵπποι θ᾽ ὠκύποδες καὶ βόες ἀργιόδοντες·
ἄνδρες δ᾽ ἐν σκιερῷ δοράτων ἀκονητῆρες,
ἕτοιμοι καλέσαντος Ἄρηος ἀλαλκῆς.
Βωμοὶ δ᾽ ἀθανάτων καπνὸν ἀνέπεμπον ἐς αἰθέρα,
Διὶ Ξενίῳ, Ποσειδάωνι γαιήοχῳ,
καὶ Νηρηίδεσσι βαθυκρήμνοισι θαλάσσης·
ἀλλὰ μάλιστα τιμῶσιν ἀρετὴν καὶ αἰδῶ,
καὶ φήμην ἥρωος ἣ μένει μετὰ θάνατον.
Διιπετὴς δ᾽ ἄρα Σπερχειὸς ἐρρέε δι᾽ εὐρείας γαίης,
ψυχρὸν ὕδωρ προχέων, πατρὸς Διὸς ἀγλαὸν δῶρον·
πολλὰ δ᾽ Ἀχιλλεὺς μιν ἐν ἥβῃ εὐξάμενος ἔρρεξεν,
θρέψαντα πόδα θοὸν καὶ μένος ἄσβεστον ἥρωος,
ὄφρα καὶ ἐς Τροίην νόστου χάριν ἱλάσκοιτο.
Τοίη Φθίη ἐγένετο, θρέπτειρα ταχέος ὄλεθρου
καὶ κλέος ἀθάνατον· ἐξ αὐτῆς γὰρ ὁ ἥρως
ἔβη ἐς Τροίην, εἰδὼς ἐν φρεσὶν αἰσυλαέργοις
ὡς νόστος μὲν βραχὺς, κλέος δ᾽ ἄφθιτον αἰεί.
ΦΘΙΑ
(Μετάφραση στη Νεοελληνική Γλώσσα)
Εκεί απλώνεται
η Φθία, πλούσια σε λάφυρα και γενναίους άνδρες,
στην αγκαλιά της φθιωτικής γης, κάτω από την απόκρημνη Όθρυ
και την ψηλή Οίτη·
μητρόπολη των Μυρμιδόνων, πολεμιστών
που χαίρονται την ασπίδα τη χάλκινη
και την ακούραστη ορμή της μάχης.
Δεν είναι το
χρυσάφι που αφθονεί στη Φθία,
ούτε το ασήμι που θαμπώνει τα μάτια·
είναι η αρετή που κατοικεί εδώ
και το κλέος των παλιών προγόνων.
Τα τείχη της δεν υψώνονται ως τον ουρανό,
μα στέκουν στερεά, χτισμένα με πέτρα γερή,
ανθεκτικά στους άγριους ανέμους·
όμοιοι κι οι άνδρες της πόλης:
γεροδεμένοι, πλατύστερνοι,
που αγαπούν περισσότερο τη σιωπή
παρά τα λόγια της αγοράς.
Στο κέντρο
στέκει ο οίκος του Πηλέα του ήρωα,
με αυλές πλατιές, πατημένες από τα βήματα γενεών.
Εκεί κάποτε ο Αχιλλέας, ο άμωμος, ο γοργοπόδαρος,
παιδί ακόμη, μάθαινε να σκιρτά με το δόρυ στο χέρι.
Κι εκεί η αργυρόποδη Θέτιδα,
η θεά που γεννήθηκε από τη θάλασσα,
γύριζε τις νύχτες ψιθυρίζοντας πένθιμο θρήνο,
θρηνώντας τη μοίρα
που ούτε οι αθάνατοι δεν μπορούν να λύσουν.
Γύρω από την
πόλη απλώνονταν εύφορα χωράφια,
γεμάτα τσαμπιά καρπών,
γρήγορα άλογα και λευκόδοντα κοπάδια.
Κι οι άνδρες, στη σκιά, ακόνιζαν τα δόρατά τους,
πάντα έτοιμοι όταν ο Άρης
θα σήκωνε την κραυγή της μάχης.
Οι βωμοί των
θεών έστελναν καπνό στον αιθέρα:
στον Δία τον Ξένιο,
στον Ποσειδώνα τον γαιοσείστη,
και στις Νηρηίδες των βαθιών θαλασσών.
Μα πάνω απ’ όλα τιμούσαν την αρετή και την ντροπή του πολεμιστή,
και τη φήμη του ήρωα
που μένει ζωντανή και μετά τον θάνατο.
Διπλόφυτος
ο Σπερχειός κυλά,
μέσα απ’ την πλατιά γη τα δροσερά του νερά χύνει,
δώρο λαμπρό του Δία, του πατέρα των θεών.
Κι ο Αχιλλέας, νέος ακόμη, πολλά του ζήτησε,
και το πέτυχε· μεγάλωσε το πόδι του ταχύ,
και τη φλόγα της ανδρείας άσβεστη,
για να κερδίσει την εύνοια του ποταμού
και να επιστρέψει στην Τροία με δόξα.
Τέτοια ήταν η
Φθία:
τροφός γρήγορου χαμού και αθάνατου κλέους.
Από αυτήν ξεκίνησε ο ήρωας για την Τροία,
γνωρίζοντας βαθιά στην ψυχή του
πως ο γυρισμός θα ήταν σύντομος,
μα η δόξα του άφθαρτη στους αιώνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου