TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Παραδοσιακά Μουσικά Όργανα

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ
[Τάκης Ευθυμίου-Βασίλης Κανέλλος]
Ο Αγιωργίτης λαουτιέρης Ριτσώνης Βαγγέλης  στη Μεσαία Κάψη 

Τα παραδοσιακά μουσικά όργανα που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι οργανοπαίχτες της Ρούμελης και κυρίως της Δυτικής Φθιώτιδας στα γλέντια και στα πανηγύρια ήταν τα παρακάτω.

Έγχορδα
 Λαούτο: Είναι έγχορδο  και αποτελείται βασικά από ένα μεγάλο αχλαδόσχημο ηχείο που καταλήγει σε ένα μακρύ βραχίονα, ο οποίος χωρίζεται με υποδιαιρέσεις, τους   μπερντέδες.   Το ηχείο   στην  πίσω  πλευρά  είναι  κυρτό,   φτιαγμένο  με  λεπτές ξύλινες λωρίδες, τις ντούγιες, ενώ στην μπροστινή σκεπάζεται από λεπτό ξύλινο καπάκι που στο κέντρο του υπάρχει ένα στρογγυλό άνοιγμα, η ροδάντζα, συχνά διακοσμημένη με ξύλινο γλυπτό αραβούργημα. Πάνω στο καπάκι βρίσκεται κολλημένος ο καβαλάρης, ένα λεπτό κομμάτι από σκληρό ξύλο, για τη στήριξη των χορδών από τη μία άκρη, ενώ απ’ την άλλη αυτές στηρίζονται στο άκρο του βραχίονα, τον καράβολα, εκεί όπου βρίσκονται και τα κλειδιά για το κούρτισμα. Έχει τέσσερα ζευγάρια μεταλλικές χορδές και παίζεται με πένα.
      Η ιστορία των οργάνων της οικογένειας του λαούτου ξεκινάει από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία. Στον ελλαδικό χώρο το πρώτο όργανο αυτού του τύπου που συναντάμε είναι το αρχαιοελληνικό τρίχορδο, η πανδούρα, όπως την έλεγαν. Από την πανδούρα προήλθε ο ταμπουράς και μια παραλλαγή του ταμπουρά, που διαμορφώθηκε γύρω στο 17ο αιώνα , είναι το ελληνικό λαούτο. Στο λαούτο διατηρήθηκε το μακρύ χέρι με τις κινητές υποδιαιρέσεις που είχε ο ταμπουράς, όμως το μικρό στρογγυλό ηχείο αντικαταστάθηκε από άλλο αχλαδόσχημο και βασικά πολύ μεγαλύτερο με στόχο την αύξηση του όγκου και της έντασης του ήχου.
     Είναι πάρα πολλές οι απεικονίσεις μορφών λαούτου σε αγιογραφίες, τοιχογραφίες, μικρογραφίες και λαϊκές ζωγραφιές, καθώς οι αναφορές σ’ αυτό στη λογοτεχνία και ειδικότερα στην ποίηση και στο τραγούδι.
      Στο δημοτικό τραγούδι το λαούτο προβάλλεται ως το μουσικό όργανο που είτε μόνο του, είτε ως συνοδευτικό της φωνής μπορεί να εκφράσει τα λεπτότερα και ευγενέστερα συναισθήματα του ανθρώπου.
      Το λαούτο, όπως και όλα τα παραδοσιακά όργανα, φτιαχνόταν και συνεχίζει να φτιάχνεται σε μικρά προσωπικά εργαστήρια πολλές φορές με μακριά οικογενειακή παράδοση, εξασφαλίζοντας τη γνώση που πρέπει να συνοδεύει το απαραίτητο μεράκι του κατασκευαστή. Είναι όργανο αρκετά δύσκολο στην κατασκευή του και προέχει η στερεότητά του και η αντοχή του στο σκέβρωμα, λόγω των πολύ μεγάλων τάσεων που δέχεται από τις χορδές. Μεγάλη σημασία έχει και η ακρίβεια στις αναλογίες του, ώστε όταν τελικά αρματωθεί, τοποθετηθούν δηλαδή οι χορδές, να μπορεί να κουρδιστεί και να παίζει σωστά. Σημαντικό ρόλο παίζει στην ποιότητα του ήχου και γενικά της κατασκευής, το είδος και η ποιότητα των ξύλων από τα οποία κατασκευάζονται τα διάφορα μέρη του, η κόλλα, τα βερνίκια και φυσικά η ικανότητα του μάστορα. Ανάμεσα στα στάδια κατασκευής του πρέπει να μεσολαβούν αρκετές μέρες, ώστε να στρώνουν τα υλικά και να διορθώνονται προοδευτικά οι ατέλειες.
      Το χειροποίητο και η δυσκολία της κατασκευής του, καθώς και η έλλειψη καλών μαστόρων, έκαναν  το λαούτο σήμερα, εκτός από δυσεύρετο, να είναι και πανάκριβο.
      Το λαούτο, σήμερα, χρησιμοποιείται ως όργανο κυρίως συνοδευτικό, στηρίζοντας ρυθμικά και αρμονικά τα περισσότερα μελωδικά όργανα όπως το κλαρίνο, το βιολί, τη λύρα κλπ. και η μελωδική του παρουσία περιορίζεται σε μικρές μελωδικές απαντήσεις ή μουσικές γέφυρες στα κενά της κύριας μελωδίας, παρότι παλιότερα το χρησιμοποιούσαν και ως μελωδικό. Η δυσκολία της τεχνικής του και η εισβολή και η επικράτηση άλλων πιο ηχηρών οργάνων έκανε τους πριμαδόρους λαουτιέρηδες ή ν’ αποσυρθούν ή να προσαρμοστούν στον συνοδευτικό ρόλο. Η αρμονική συνοδεία ενώ παλιότερα ακολουθούσε τους κανόνες του ισοκρατήματος και επέτρεπε συνηχήσεις σύμφωνες με τον τροπικό χαρακτήρα του μονόφωνου βυζαντινού και δημοτικού μέλους, σήμερα επηρεασμένη από την ευρωπαϊκή μουσική, επιτρέπει και συγχορδίες δυτικού τύπου, που όταν η χρήση τους φθάνει στην υπερβολή αλλοιώνει, εντελώς, το χαρακτήρα της παραδοσιακής μουσικής.
      Η δυσκολία που έχει το λαούτο στο παίξιμο και στο κράτημά του, και η ακριβή αγορά του, οδήγησαν σιγά-σιγά στην αντικατάστασή του από την ευκολόπαιχτη και φτηνή κιθάρα, η οποία, όμως, αλλοιώνει εντελώς το μουσικό ύφος του δημοτικού τραγουδιού. Του προσδίδει με το γλυκερό της ύφος και τη διαφορετική τεχνική της ένα ψευδορομαντικό ύφος, χαρακτηριστικά άγνωστο στη γνήσια δημοτική μελωδία και το παραδοσιακό παίξιμο του Έλληνα λαϊκού μουσικού.

Βιολί: Το βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με δοξάρι. Έχει τέσσερις χορδές διαφορετικού πάχους (σολ, ρε, λα, μι), που κουρδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο, ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές χωρίς να το κρατά καθόλου, ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Το βιολί εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα. Τη σημερινή μορφή του την πήρε, κυρίως, στην Ιταλία, όπου μεγάλες οικογένειες κατασκευαστών όπως οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και Στραντιβάριους, δημιούργησαν θαυμάσιας ακουστικής όργανα, που μέχρι και σήμερα θεωρούνται αξεπέραστα. Κατά την εποχή της Αναγέννησης δημιουργήθηκαν σημαντικές σχολές βιολιού, που άκμασαν στη Βενετία, τη Μπολώνια, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη και σε άλλες ιταλικές πόλεις. Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί.
        Το βιολί έχει ταστιέρα χωρίς τάστα, γεγονός που κάνει δύσκολη την εκμάθησή του. Οι χορδές του απλώνονται επάνω στην ταστιέρα και τεντώνονται επάνω σε κλειδιά και σ’ έναν χορδοστάτη, αφού περάσουν επάνω από ένα ξύλινο στήριγμα, τον καβαλάρη, που συγκρατείται στη θέση του από την πίεση των χορδών. Ο καβαλάρης μεταδίδει τις ταλαντώσεις των χορδών στο κούφιο σκάφος, που μεγεθύνει τον ήχο. Στο εσωτερικό του οργάνου, κάτω από τον καβαλάρη, βρίσκεται ένα  λεπτό ραβδάκι,  ψύχα ή ψυχή  λέγεται,  που μεταβιβάζει  τις ταλαντώσεις  των χορδών στη ράχη του οργάνου, συμβάλλοντας έτσι στη διαμόρφωση του χαρακτηριστικού ήχου του βιολιού.
Στιγμιότυπο από  παγκύρι σε χωριό της Δυτικής Φθιώτιδας,  όπου, μεταξύ των άλλων οργανοπαιχτών,
βιολί παίζει ο  Τυμφρηστιώτης Ευθυμίου Θανάσης, το 1957
        Ο ελληνικός λαός, λέγοντας βιολιά χαρακτηρίζει τις μικρές λαϊκές ή παραδοσιακές ορχήστρες από διάφορα όργανα όπως λαούτο, κλαρίνο, ούτι, ντέφι κλπ. που απαρτίζονται, κυρίως, σε γάμους και σε πανηγύρια.
      Στις δημώδεις συνήθεις εκφράσεις περιλαμβάνεται και εκείνη η λέξη «βιολί» περισσότερο μεταφορικά, όπως η ανιαρή επιμονή σ’ ένα θέμα, για παράδειγμα, «ότι να του πεις, αυτός το βιολί του», ή «πάψε συνέχεια αυτό το βιολί».

Σαντούρι: Το σαντούρι έχει και τις λαϊκές ονομασίες σβάρνα ή τσίμπαλα. Έχει σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου και φέρνει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δυο παράλληλων πλευρών του. Σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν 3-5 χορδές, κουρδισμένες στον ίδιο τόνο. Είναι τοποθετημένο πάνω σε βάση, πάνω από τα γόνατα του οργανοπαίχτη. Πολλές φορές είναι κρεμασμένο στους ώμους, όταν πηγαίνουν στο γάμο να πάρουν τη νύφη, σε πατινάδες και σε άλλες χαρούμενες εκδηλώσεις. Παίζεται με δυο λεπτά ραβδάκια, τις μπαγκέτες, τυλιγμένα στις άκρες με βαμβάκι ή δέρμα. Οι μπαγκέτες, με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα πάνω, κρατιώνται ανάμεσα στον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο, με τη βοήθεια του αντίχειρα. Στο παίξιμο χρησιμοποιείται, κυρίως, ο καρπός του χεριού και λιγότερο τα δάκτυλα. Η ονομασία του, μάλλον, προέρχεται από το βυζαντινό όργανο ψαλτήρι, μιας και φαινομενικά μοιάζει με το κανονάκι, και μέσα από τους αιώνες έφτασε να ονομάζεται σαντούρι: ψαλτήρι>σαντίρ>σαντούρι. Κατά μια άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τις περσικές λέξεις «σαν ταρ» που σημαίνουν εκατό χορδές. Σαντούρια, επίσης, μπορούμε να βρούμε στη Ρουμανία καθώς και σε χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά διαφέρουν από λίγο ως πολύ από το ελληνικό σαντούρι. Αρχικά το σαντούρι ήταν όργανο μελωδίας. Έπαιζε τη μελωδία μαζί με τ’ άλλα όργανα, ενώ παράλληλα μπορούσε να κρατήσει ένα ίσο στην τονική βάση ή την Πέμπτη της κλίμακας. Άλλοτε συνόδευε τη μελωδία με απλές συνηχήσεις. Με τον καιρό, και με την επίδραση της δυτικής εναρμονισμένης μελωδίας, το ίσο και οι συνηχήσεις μετατρέπονται σε συγχορδίες. Σήμερα, μπορεί να παίζει τη μελωδία, είτε μόνο του είτε μαζί με τα άλλα όργανα, καθώς και να παίζει τις συγχορδίες πάνω στο ρυθμό. Η αλληλουχία των φθόγγων είναι πιο περίπλοκη σε σχέση με το κανονάκι. Ανεβαίνει κατά ημιτόνια, σε αντίθεση με το κανονάκι που ανεβαίνει σύμφωνα με την κλίμακα που πρόκειται να παίξουμε. Το σαντούρι είναι έτσι κατασκευασμένο, ώστε σε κάθε μία από τις χορδές, που χωρίζονται περίπου στη μέση με τον καβαλάρη, να αντιστοιχούν δυο φθόγγοι. Η μελωδική του έκταση είναι περίπου τρεισήμισι  οκτάβες, με συνολικά 100-110 περίπου χορδές.
Ο Κουμαντάνος Λαμπράκης στο Σαντούρι

      Η καθιέρωση του σαντουριού ξεκινά, ουσιαστικά, με την Μικρασιατική καταστροφή (1922) και την εγκατάσταση προσφύγων στην Ελλάδα. Χάρη στις τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες, το σαντούρι έγινε απαραίτητο όργανο της κομπανίας. Χρησιμοποιήθηκε για να ερμηνεύσει, κυρίως, το δημοτικό μας τραγούδι. Η ανάπτυξη του σαντουριού θα κρατήσει έως τη δεκαετία του 1950. Σιγά-σιγά οδηγείται στο περιθώριο και στον αφανισμό. Οι κυριότεροι λόγοι που περιόρισαν την εξέλιξή του είναι:
-  Η μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού προς τα αστικά κέντρα και, κυρίως, στο εξωτερικό.
-  Η χρησιμοποίηση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οργάνων.
- Η καθιέρωση του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού, που μέσω αυτών καθιερώθηκε το μπουζούκι.
-  Η εισβολή του ραδιοφώνου και του γραμμοφώνου.
- Η αδιαφορία του επίσημου κράτους και η έλλειψη κρατικής σχολής λαϊκών μουσικών οργάνων.
      Παρά τις αντίξοες συνθήκες, το σαντούρι εξακολουθεί να παίζεται σε περιορισμένη κλίμακα στις αγροτικές, αλλά και στις μεγάλες πόλεις. Είναι βασικό όργανο στα συγκροτήματα παρουσίασης παραδοσιακών τραγουδιών και χορών. Χρησιμοποιήθηκε από τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες (Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, Μαρκόπουλο, Ανδριόπουλο κ.α.) στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι και σε συμφωνικά έργα. Ακόμα, χρησιμοποιήθηκε ως ηχητικά εφέ σε ντοκυμαντέρ και κινηματογραφικές ταινίες.
      Από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, προβάλλεται απ’ την τηλεόραση σε προγράμματα παραδοσιακής μουσικής, δημιουργείται λαϊκό σχολείο παραδοσιακής μουσικής και απ’ τα μέσα της δεκαετίας του 1980 διδάσκεται στα Γυμνάσια και Λύκεια.

Κιθάρα: Τα ίχνη της ιστορίας της κιθάρας μπορούν ν’ ανιχνευθούν από τον 15ο αιώνα, με την πρώτη σύγχρονου τύπου κιθάρα να συναντιέται στην Ισπανία. Οι πρώτες κιθάρες ήταν πολύ μικρές και αρχικά είχαν τέσσερα ζεύγη χορδών. Η κλασσική κιθάρα είναι καμπυλωτή στο σώμα και χρησιμοποιεί την κοιλότητα του σώματος για την ενίσχυση του ήχου. Αρχικά, χρησιμοποιούνταν χορδές από έντερα αγελάδας, αργότερα νεύρα διαφόρων ζώων, οι οποίες αργότερα αντικαταστάθηκαν από νάιλον και ατσάλινες χορδές, που χρησιμοποιούνται και σήμερα. Τον 16ο αιώνα οι κιθάρες έγιναν όργανα με πέντε ζεύγη χορδών.
      Η εξάχορδη κιθάρα έκανε την εμφάνισή της στα μέσα του 18ου αιώνα και είχε έξι μονές χορδές αντί για ζεύγη χορδών, σε αντίθεση με τους προκατόχους της, τα τετράχορδα και πεντάχορδα μουσικά όργανα. Κατά τον 19ο αιώνα η κιθάρα, όπως τη συναντάμε σήμερα, αναπτύχθηκε και βελτιώθηκε στο σχήμα και στα μηχανικά κλειδιά.
      Επίσης, εμφανίσθηκαν και άλλες ποικιλίες όπως η δωδεκάχορδη κιθάρα, η χαβανέζικη και η ακουστική κιθάρα.
      Η ιστορίας της κιθάρας συνεχίζει και εμπλέκεται με την εμφάνιση της ηλεκτρικής κιθάρας, που χρησιμοποιεί το ηλεκτρικό ρεύμα για να παράγει ενισχυμένο ήχο κατά τη δεκαετία του 1930.
      Η κιθάρα αποτελείται από δύο μέρη, το σώμα και το μπράτσο. Το σώμα της είναι το πλατύ μέρος της κιθάρας. Ο βασικός ρόλος του είναι να αποτελέσει το σημείο στο οποίο κομπλάρουν οι χορδές για να στηριχτούν σωστά και περιλαμβάνει τη γέφυρα ή καβαλάρη όπως αλλιώς λέγεται, που τεντώνει τις χορδές πάνω από την υπόλοιπη κιθάρα.  Χρησιμεύει,  επίσης,  και σαν σημείο στήριξης του χεριού που χτυπάει τις χορδές. Στην κλασική και ακουστική κιθάρα είναι κοίλο και χρησιμεύει σαν αντηχείο που ενισχύει τον ήχο της κιθάρας με φυσικό τρόπο, ενώ το ξύλο, το σχέδιο και η ποιότητα κατασκευής του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στον τελικό ήχο, που βγάζει το όργανο. Στην ηλεκτρική κιθάρα είναι συνήθως συμπαγές και χρησιμοποιείται για να στεγάσει τους μαγνήτες, τα ποτενσιόμετρα που ρυθμίζουν ένταση και τόνο, καθώς και τυχόν ηλεκτρονικά που μπορεί να υπάρχουν. Κι εδώ, όμως, το υλικό και η ποιότητα κατασκευής παίζουν ρόλο, επειδή επηρεάζουν τον τρόπο που δονείται ολόκληρο το όργανο παράγοντας ήχους.
Οι κιθαρίστες Χριστόπουλος  και Μαρανδιανός στον Τυμφρηστό (1955)

        Το μπράτσο της κιθάρας είναι το μακρόστενο μέρος της και περιλαμβάνει την ταστιέρα, το ζυγό και τα κλειδιά. Στις κλασικές κιθάρες είναι ενσωματωμένο με την υπόλοιπη κατασκευή, ενώ στους άλλους τύπους μπορεί να είναι και αποσπώμενο. Το μπράτσο χρησιμεύει για να μπορεί ο κιθαρίστας να μεταβάλλει τον ήχο που βγάζει το όργανο, πατώντας τις χορδές σε διαφορετικά τάστα. Ο ζυγός αποτελεί το απέναντι από τον καβαλάρη σημείο τεντώματος των χορδών, ενώ τα κλειδιά είναι τα σημεία όπου καταλήγουν οι χορδές και διαθέτουν κοχλία που επιτρέπει το μεγαλύτερο ή μικρότερο τέντωμά τους, για σωστό κούρδισμα.
      Το πίσω μέρος του μπράτσου είναι καμπυλωτό, για να διευκολύνεται το πιάσιμο και η στήριξη του χεριού που πατάει τις χορδές. Στις ηλεκτρικές κιθάρες, αυτή η καμπυλότητα είναι μικρότερη απ’ ότι στις υπόλοιπες. Το ξύλο από το οποίο είναι φτιαγμένο το μπράτσο είναι, όπως και το σώμα, καίριας σημασίας. Για την ταστιέρα επιλέγεται, συνήθως, έβενος ή τριανταφυλλιά, που δίνουν καλύτερη αίσθηση στο παίξιμο και αντέχουν στις φθορές. Για το πίσω μέρος χρησιμοποιούνται ξύλα που διακρίνονται για την αντοχή τους, καθώς, λόγω της τάσης των χορδών, δεν είναι δύσκολο να παρουσιαστεί σκέβρωμα στο μπράτσο, πράγμα που καταστρέφει τον ήχο μιας κιθάρας και δυσκολεύει το παίξιμο. Πολλές ακουστικές και ηλεκτρικές κιθάρες έχουν μέσα στο μπράτσο ενσωματωμένη μια σιδερένια ράβδο, η καμπυλότητα της οποίας μπορεί να ρυθμιστεί με κλειδί, επαναφέροντας τυχόν σκέβρωμα του μπράτσου.
      Οι χορδές  περνάνε  πάνω  από  την  ταστιέρα,  όπου  ο κιθαρίστας τις πιέζει σε διάφορα σημεία, τάστα, με τα δάκτυλα του ενός χεριού εκτός από τον αντίχειρα, αυξομειώνοντας το μήκος τους ώστε να αλλάζει ανάλογα την συχνότητα που θα πάλλονται. Το άλλο χέρι του κιθαρίστα κάνει τις χορδές να πάλλονται,  είτε  τραβώντας τες με τα νύχια των δακτύλων, πάλι εκτός του αντίχειρα, είτε χτυπώντας τες με μια πένα. Τα ηχητικά κύματα που παράγονται σπάνια έχουν μεγάλη ένταση, οπότε είναι αναγκαία η ενίσχυσή τους, είτε με φυσικό τρόπο στην περίπτωση των ακουστικών, όπου χρησιμοποιείται ένα αντηχείο για σώμα στην κιθάρα, είτε με ηλεκτρονικό τρόπο στις ηλεκτρικές κιθάρες, όπου χρησιμοποιείται ένας ενισχυτής. Ο ενισχυτής λαμβάνει το ηλεκτρικό σήμα που παράγεται καθώς οι χορδές πάλλονται πάνω από τους μαγνήτες της κιθάρας και το ενισχύει αναλογικά ή ψηφιακά.
      Η κιθάρα, όπως προαναφέρθηκε, αντικατέστησε στη δημοτική ορχήστρα το λαούτο.

Πνευστά
Φλογέρα: Είναι ο ποιμενικός αυλός. Αερόφωνο όργανο της δημοτικής και της λαϊκής μουσικής, που συναντιέται σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα με διάφορα ονόματα όπως φλουέρα, φλοέρα, φλουγέρα, καλάμι, τζαμάρα, σουράβλι, σφυρίγλα, καβάλι κλπ. Πρόκειται για σωλήνα κυλινδρικό-ανοικτό κι από τα δύο άκρα του. Οι διαφορές στην ονομασία οφείλονται στις διαφορές μήκους και διαμέτρου του σωλήνα, αλλά και στο επιστόμιο. Η φλογέρα κατασκευάζεται από ξύλο και κυρίως καλάμι, από σίδερο, μπρούντζο ή κόκκαλο (φτερούγα, πόδι μεγάλου πουλιού). Οι καλύτερες φλογέρες γίνονται από φτερούγα γύπα. Έχει , συνήθως, 6 οπές μπροστά και μία πίσω. Η μεταλλική φλογέρα φέρνει την ονομασία νάι.
      Ο χαρακτηριστικός ήχος της φλογέρας εκπροσωπεί ιδανικά τη θλιμμένη αξιοπρέπεια της μοναξιάς, όπως μας περιγράφει ποιητικά και ο βουκολικός ποιητής Κρυστάλλης Κώστας.
                         Ήσυχα που ‘ναι τα βουνά, ήσυχοι που ‘ν’ οι κάμποι
                         κι εσύ φλογέρα μου γιατί, γιατί δεν ησυχάζεις;
                         Τι έχεις καημένη και βογγάς και κλαις κι αναστενάζεις,
                         σ’ όλη αυτή την ερημιά, σ’ όλη αυτή τη νύχτα
                         και λες τραγούδια θλιβερά και παραπονεμένα;

Ζουρνάς: Ο ζουρνάς προέρχεται από τον αυλό, το, κατ’ εξοχήν, πνευστό όργανο της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Αναφέρεται και ως καραμούζα. Ανήκει στην κατηγορία των αερόφωνων οργάνων. Το υλικό κατασκευής του είναι το ξύλο και το καλάμι. Είναι τύπου Όμποε, δηλαδή με διπλό γλωσσίδι, στο οποίο οφείλει τον οξύ και διαπεραστικό του ήχο. Οι πιο κοντοί ζουρνάδες χρησιμοποιούνται στη δυτική Ρούμελη και στην Πελοπόννησο. Συνήθως παίζουν δυο μαζί, ένας για τη μελωδία και ο άλλος για το ίσο. Απ’ όλα τα μουσικά όργανα της πλούσιας λαϊκής οργανολογίας, που αποτελούσαν τον πολύτιμο συμπαραστάτη και τη συντροφιά στα γλέντια και τις γιορτές του λαού μας, παλιότερα, φαίνεται πως το κυριότερο ήταν η Ζυγιά, ένα ζευγάρι από ζουρνάδες και ένα νταούλι, κατάλληλο για ανοικτό χώρο. Στους ήχους τη ζυγιάς είχαν κλεισθεί οι σκοποί των δημοτικών μας τραγουδιών, αφού μπήκε νωρίς στη λαϊκή μουσική ζωή και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα είχε αυτή μόνο το προνόμιο να παίζει στα πανηγύρια, στις γιορτές, στους γάμους και σε κάθε λαϊκό γλεντοκόπι.
      Στην Ευρυτανία υπήρχε ένας  καραμουζιέρης ο Αποστόλης Τσαγκλής που   η φήμη του έφτανε μέχρι τα χωριά της Δυτικής Φθιώτιδας, επειδή ξετρέλαινε κόσμο και ντουνιά στα πανηγύρια της περιοχής. «Μωρέ, τον κερατά, βάρεμα! Σ’ ανασταίνει απ’ τον τάφο η τσαμπούνα του!», ξεφώνιζαν όλο θαυμασμό οι γλεντοκόποι, ενώ οι κουβαρντάδες κόλλαγαν σωρό τ’ ασημένια στο μέτωπο των οργανοπαιχτών και όσοι είχαν κόλλαγαν και κατοστάρικα και έτσι τα κεφάλια τους χώνονταν στα χαρτιά.
      Όλοι οι ελληνικοί χοροί παίζονται από τη ζυγιά. Υπάρχουν, όμως, και μερικοί που παίζονται αποκλειστικά απ’ αυτήν, όπως ο Ήλιος, η Παπαδιά, η Καρακάξα, η Ιτιά, που είναι αργοί τσάμικοι χοροί. Μονάχα στα λαϊκά πανηγύρια  έβρισκε, ανέκαθεν, το ξανάσασμά της η βασανισμένη καρδιά του ξωμάχου. Πανηγύρι σήμαινε ανοιχτό χώρο, αυλόγυρο ξωκλησιού και δασιά ισιώματα πλατανιών ή ευρύχωρο χοροστάσι του χωριού. Έτσι, ο οξύς ήχος του ζουρνά και το βαρύγδουπο χτύπημα του νταουλιού ήταν απόλυτα ταιριαστά στα ανοιχτά εκείνα γλεντοκόπια.

Κλαρίνο: Το  κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα απ’ την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την Ήπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ’ όπου προχωρεί και στη Στερεά Ελλάδα και πιο κάτω ακόμα. Μαζί, αρχικά, με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το, κατεξοχήν, λαϊκό μουσικό σχήμα που αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζυγιά, νταούλι και ζουρνά. Τα κλαρίνα που χρησιμοποιούν σήμερα οι λαϊκοί οργανοπαίχτες είναι, συνήθως, σε σιμπεμόλ (=σι ύφεση) ή λα κυρίως.
      Το κλαρίνο αποτελεί τον τελευταίο μεγάλο σταθμό στην πορεία της οργανικής μουσικής στα νεοελληνικά αερόφωνα. Ο ήχος παράγεται από μια καλαμένια γλωττίδα (καλάμι) που βρίσκεται στο στόμιο του οργάνου. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.
Κλαρίνο παίζει ο Νώντας Κατσαβριάς από την Πτελέα (1956)

Την εποχή που πρωτοεμφανίστηκε το κλαρίνο, γύρω στα 1835, το δημοτικό τραγούδι έχει κλείσει ουσιαστικά το δημιουργικό του κύκλο. Χάρη στις μεγαλύτερες τεχνικές και εκφραστικές του δυνατότητες σε σύγκριση με το ζουρνά, που σιγά – σιγά τον παραμερίζει, το κλαρίνο παίρνει γρήγορα την πρώτη θέση ανάμεσα στα μελωδικά όργανα. Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα.
      Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής. Γιατί ό, τι κυρίως χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια, δεν είναι η δημιουργία νέων μελωδιών, αλλά η επεξεργασία των παλιών. Και στον τομέα αυτόν ο ρόλος του κλαρίνου στάθηκε αποφασιστικός.
      Το κλαρίνο αποτελεί έναν από τους αντιπροσωπευτικούς συντελεστές και μαζί φορείς του πνεύματος που χαρακτηρίζει το δημοτικό τραγούδι στα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια.

Ακορντεόν: Είναι πνευστό όργανο και αποτελείται από ένα φυσητήρα και μια ή δυο σειρές από πλήκτρα. Όταν παίζονται τα πλήκτρα, κινούνται οι δικλείδες, στις οποίες αντιστοιχούν μεταλλικές λεπίδες που καταλήγουν σε ελεύθερες γλωττίδες.
Ψίκι στον Άγιο Γεώργιο. Στο ακορντεόν ο  Νίκος Θεοδοσόπουλος
       
Με το πέρασμα του αέρα ανάμεσά τους οι γλωττίδες δονούνται και παράγουν τον ήχο. Το ακορντεόν προήλθε από την αρμόνικα, την οποία μετασχημάτισε το 1822 ο Μπούσμαν σε αρμόνικα χεριού. Το 1827 στην Αυστρία πήρε τη σημερινή του ονομασία και το 1910 τελειοποιήθηκε με την προσθήκη των χρωματιστών μπάσων, Από τότε έγινε υπολογίσιμο όργανο στη μουσική τέχνη. Φυσικά, χρησιμοποιείται και στις παραδοσιακές δημοτικές ορχήστρες του τόπου μας.

Κρουστά
Νταούλι: Το νταούλι ή αλλιώς τούμπανο ή τουμπανέλι είναι κρουστό μεμβρανόφωνο που μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί ως ο βασιλιάς των παραδοσιακών κρουστών. Πρόκειται για αρχαίο όργανο που  το συναντάμε σε διάφορες μορφές σχεδόν σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Μαζί με δυο ζουρνάδες, όπως προαναφέρθηκε, αποτελούν μια μικρή ορχήστρα, τη λεγόμενη ζυγιά, που παλιότερα έβγαζε πέρα ολόκληρα πολυήμερα πανηγύρια. Αποτελείται από ένα ξύλινο κύλινδρο, το μέγεθος του οποίου διαφέρει από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με τα γούστα του νταουλιέρη. Στα δυο ανοίγματα του  κυλίνδρου τοποθετούνται, με τη βοήθεια ξύλινων μεταλλικών στεφανιών, τα δέρματα, κυρίως κατσίκας ή τράγου, ενώ παλιότερα χρησιμοποιούσαν και λύκου ή γαϊδάρου, τα οποία, ανάλογα με το μέγεθος του κυλίνδρου, έχουν 20 έως 60 εκατοστά απόσταση μεταξύ τους και διάμετρο 25 εκατοστά έως 1 μέτρο. Ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής του κυλίνδρου απαιτούσε δύο ή περισσότερα λεπτά φύλλα ξύλου καρυδιάς ή οξυάς, στα οποία, αφού πρώτα τα άφηναν στο νερό για να μουσκέψουν, τους έδιναν κατόπιν με τη βοήθεια της φωτιάς το κυλινδρικό σχήμα. Με μίας έως τρεις μικρές τρύπες πάνω στον κύλινδρο αποφεύγεται το εύκολο σχίσιμο των δερμάτων από την πίεση που δημιουργείται στο σκάφος κατά τη διάρκεια του παιξίματος. Τα δύο στεφάνια που συγκρατούν τα δέρματα ενώνονται και τεντώνονται μ’ ένα σχοινί, ενώ ένα δεύτερο σχοινί, σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας το πρώτο, βοηθάει στο κούρδισμα του οργάνου. Η τοποθέτηση από τη μια πλευρά πιο χοντρού δέρματος απ’ ότι στην άλλη, καθώς και το τέντωμα των σχοινιών, έχει σαν αποτέλεσμα η μία μεμβράνη να παράγει τονικά χαμηλότερο ήχο. Το νταούλι παίζεται με δυο ξύλα, τα νταουλόξυλα, ένα για κάθε χέρι. Το ένα παράγει το βαθύ ήχο, είναι χοντρό και ονομάζεται κόπανος και το άλλο είναι η βίτσα, μια λεπτή βέργα για τους τονικά ψηλότερους ήχους.
Ζυγιά  σε  παγκύρι  στη Γραμμένη Οξυά.
 Στη μέση ο νταουλιέρης (1936)

Ταμπούρλο: Είναι γνωστό μουσικό όργανο, με ακαθόριστο ήχο. Στη σημερινή του μορφή αποτελείται από έναν ξύλινο ή μεταλλικό κύλινδρο, του οποίου οι δυο βάσεις είναι σκεπασμένες από καλά τεντωμένες μεμβράνες. Υπάρχουν δύο είδη ταμπούρλων, τα ρηχά με οξύ ήχο και τα βαθιά με ήχο ακαθόριστα βαθύ. Οι διαφοροποιήσεις αυτές οφείλονται στο υλικό της μεμβράνης και στους κάτω απ’ αυτή μηχανισμούς, λουριά, σύρμα κλπ. Ιστορικά το ταμπούρλο πρωτοεμφανίστηκε στους αρχαίους Αιγύπτιους, ως πολεμικό όργανο. Αργότερα μεταφέρθηκε στην Ελλάδα και ακουγόταν σ’ όλες τις μεγάλες γιορτές.

Τουμπερλέκι: Το τουμπερλέκι είναι ένα ρυθμικό όργανο που το συναντάμε σ’ όλη την Ελλάδα, κυρίως όμως, στη βόρεια Ελλάδα και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Στα χωριά μας, συνήθως, το χρησιμοποιούσαν οι Γύφτοι. Είναι φτιαγμένο από ένα πήλινο σκελετό που το επάνω μέρος του είναι ανοικτό και αυτό σκεπάζεται από ένα τεντωμένο δέρμα που το κολλάνε ή το δένουν πάνω στο ηχείο. Φτιάχνεται σε διάφορα μεγέθη και παλιότερα αυτό το πήλινο ηχείο ήταν ζωγραφισμένο με διάφορα σχέδια ή του κρεμούσαν γύρω-γύρω καθρεφτάκια και στρογγυλά κουδουνάκια.
      Το μικρό τουμπερλέκι πολλά παιδιά το χρησιμοποιούν για να συνοδεύει τα κάλαντά τους τα Χριστούγεννα. Παίζεται με τα δυο χέρια και συνήθως είναι κρεμασμένο από τον αριστερό ώμο του παίκτη κάτω από τη μασχάλη του ή μπορεί ο παίκτης να κάθεται και να το στηρίζει ανάμεσα στα πόδια του. Με το δεξί του χέρι χτυπάει τους δυνατούς ήχους και με το αριστερό τους αδύνατους. Οι δυνατοί ήχοι έρχονται από το κέντρο του οργάνου είναι λιγότερο οξείς και μεστοί, ενώ οι άλλοι που έρχονται από τα γύρω σημεία του οργάνου είναι πιο οξείς και πιο στεγνοί. Το τουμπερλέκι δίνει θαυμάσιους ήχους όταν παίζεται από έμπειρο εκτελεστή, επειδή έχει στη διάθεσή του διάφορους τρόπους για να δώσει ποικιλία στους δυνατούς, αλλά  και στους αδύνατους ήχους του οργάνου. Μπορεί να χτυπήσει το δέρμα με συνεχή ρυθμικά χτυπήματα και με τα δυο χέρια ή να κάνει μια γρήγορη κίνηση που θα δώσει έναν ήχο σαν τρέμολο ή ακόμα να σταματήσει την παλμική κίνηση, τοποθετώντας πάνω στο όργανο τον αγκώνα του.
      Αν στο τουμπερλέκι υπάρχουν κουδουνάκια σε διάφορα μεγέθη, εύκολα μπορεί κανένας να διακρίνει τους ποικίλους ήχους με τις διαφορετικές οξύτητες. Το τουμπερλέκι παίζεται συνήθως μαζί με άλλο μουσικό όργανο, όπως με κλαρίνο, φλογέρα και λίρα. Καμιά φορά παίζεται και μόνο του, συνοδεύοντας τα κάλαντα ή το τραγούδι και το χορό σε κάποιο γλέντι όταν απουσιάζουν άλλα μουσικά όργανα.
      Όπως και τα περισσότερα παραδοσιακά μουσικά όργανα, έτσι και το τουμπερλέκι, παλιότερα, ακολουθούσε στον πόλεμο το …αφεντικό του. Σ’ ένα γράμμα του  ο ήρωας της επανάστασης του 1821 Οδυσσέας Ανδρούτσος αναφέρει πως σε μια μάχη του 1822 ανάμεσα στα λάφυρα που πήρανε ήταν και τουμπερλέκια.

Ντέλφι: Το ντέλφι είναι μουσικό όργανο που ανήκει στην οικογένεια των κρουστών και αποτελείται από μια μεμβράνη στερεωμένη σε ένα κυκλικό τελάρο και διάφορα ζεύγη από μέταλλο, τα ζίλια, που κουδουνίζουν. Το ντέλφι φτιάχνεται όπως το νταούλι. Παίζεται με διάφορους τρόπους, όπως κτυπώντας το με το χέρι ή κάποιο ξύλο, κουνώντας το ή κτυπώντας το στο πόδι. Με το βίαιο σύρσιμο του αντίχειρα ή του μεσαίου δακτύλου παράγει διακοπτόμενους ήχους. Επίσης, με τη γρήγορη κίνηση του ντεφιού, τα ζίλια δίνουν ένα μεταλλικό κουδινιστό ήχο.
      Στον ελλαδικό χώρο το ντέλφι ήταν γνωστό από τους αρχαιοελληνικούς χρόνους με την ονομασία τύμπανον. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια, όπως μας πληροφορούν τα χρονικά των ξένων περιηγητών που επισκέφθηκαν τη χώρα μας.
Η παραδοσιακή ορχήστρα των Μιχαλοπουλαίων από το Ροβολιάρι,
όπου η τραγουδίστρια συνοδεύει με το ντέλφι










2 σχόλια:

Κάβουρας είπε...

Πολύ κατατοπιστικό το άρθρο. Περισσότερα στο γνωστό πια βιβίο των ίδιων συγγραφέων.
Όμορφες και οι παλιές φωτογραφίες.
Αν δεν κάνω λάθος ο μόνος επιζών απ τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες είναι ο λαουτιέρης μπαρμπα Βαγγέλης Ριτσώνης ( που ήταν κι εξαίρετος τραγουδιστής)

Τακης είπε...

Σωστά από τους παλιούς αγιωργίτες οργανοπαίχτες ζει ο μπαρμπα Βαγγέλης Ριτσώνης και ο Νίκος Θεοδοσόπουλος κι αυτό επειδή όπως μου έλεγε ο μπαρμπα Βαγγέλης δεν κάνανε άλλες καταχρήσεις (φαγοπότι-τσιγάρο) πέρα από το αναγκαίο ξενύχτι.
Ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια!