Ο
αρματολός Βλαχάβας & ο πιστός του σκύλος
(του Ρουμελιώτη Λαογράφου Ζάχου Ξηροτύρη)
Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q=Βλαχάβας&safe
Είναι της μοίρας ήρωες, ατρόμητα παλληκάρια που τα φοβάτ' ο
θάνατος να μη πέφτουν από βόλι του εχθρού στη μάχη στον παλληκαρίσιο αγώνα, να
πέφτουν όμως από την μπαμπεσιά του εχθρού την τόσο πλάνα που έφαγε πολλούς από
τους ήρωες του απελευθερωτικού μας αγώνα.
Ένας τέτοιος ατρόμητος πολέμαρχος, φόβος και τρόμος στ'
ασκέρια της Τουρκιάς και της Αρβανιτιάς, κι αυτού του σκληρού και αδήλιαστου
Αλή Πασά, αλλά και θρύλος των ελλήνων ήταν ο Θύμιος ή Παπαθύμιος, γιατί ήταν
αρματολός μα και παπάς ο Βλαχάβας, από τη Βλαχάβα της Θεσσαλίας, περίφημος
αρχηγός αρματολός Χασιών-Ολύμπου και Όσσας. Ήταν αλεξίσφαιρος, δεν τον έπιανε
βόλι εχθρικό, τον έφαγε όμως ή μπαμπεσιά του Αλή· «περιπεσών εις χείρας του Αλή Πασά δια δόλου εθανατώθη υπ' αυτού εν
Ιωαννίνοις κατόπιν φρικωδών μαρτυρίων και φοβερών βασάνων και εύρεν οίκτιστον
θάνατον (1809)», όπως μας λέει ο Ιστορικός.
Αρματολός ο Βλαχάβας ξακουστός, ήταν ένας από τους
νεοελληνικούς τύπους που προετοίμαζαν τον αγώνα της επαναστάσεως και εξέφραζαν
το πνεύμα της ελευθερίας και το πάθος της αντιστάσεως κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας,
κρατώντας άσβεστη τη λαμπάδα της ελευθερίας και της μεγάλης Ιδέας του γένους.
Έγινε θρύλος και ιστορία η παλληκαριά του
Παπαθύμιου Βλαχάβα, σωστό θεριό, διπλός άνδρας, από κείνους τους παλιούς άντρες
που δεν έμοιαζαν με μας τα «σμέτια». Ήταν άλλοι κείνοι όπως μας τους λέει η
παράδοση, ήταν ψηλοί-τρανοί σαν τα ελάτια, «εφτάπηχοι ήταν μερικοί, εννιάπηχοι
καμπόσοι» μας λέει η φαντασία του λαού και του ποιητή, μονάχα το κεφάλι τους
έφτανε τον ένα πήχυ, χειροδύναμοι που ξερριζώναν δέντρα. Έτσι τους θέλει ο
λαός, τέτοιους τους έπλασε η φαντασία και μας τους παρέδωσε η παράδοση, τους
παλιούς κι αντρειωμένους, και αν δεν είναι όλα αλήθεια, είναι κοντά στην αλήθεια.
Ένας τέτοιος ήταν και ο περίφημος Βλαχάβας, το στοιχειό αυτό της κλεφτουριάς
που πολέμησε σαν λιοντάρι την Τουρκιά, έπεσε όμως στα χέρια της αρβανιτιάς με
μπαμπεσιά και δόλο. Τον πήγαν στα Γιάννενα στον Αλή Πασά, τον τυράννησαν και
ξεψύχησε, μα πέθανε σαν ήρωας όπως του άρμοζε, δεν λύγισε.
Ο Εθνικός μας ποιητής, ο πατριδολάτρης, Βαλαωρίτης
σε μια ποιητική του μεταφορά θέλει τους ήρωές μας και πεθαμένους να κρατούν τα
«μετερίζια»: «πάψε ρουφιά το βογγητό, γιατί ό Πλαπούτα και νεκρός κρατεί το
μετερίζι». Και μετερίζει εδώ είναι η όλη
εθνική μας υπόθεση, ο εθνικός μας αγώνας, η επανάσταση και η ανάσταση
της λευτεριάς.
Μια τέτοια παρομοίωση μας κάνει ο ίδιος ποιητής για
το στοιχειό -το Δράκοντα της Όσσας και του Όλυμπου- τον Βλαχάβα, «ανοίξτε
λόγγοι να διαβεί, μεριάστε τα κλαριά σας και θα περάσει το στοιχειό, ο
Δράκοντας της Όσσας». Και πεθαμένο τον
καρτερεί ο ποιητής να περάσει στ’ αρματολίκι του στον Όλυμπο και τη
μάννα του Όσσα «και θα ‘βγεις ολοζώντανος και θε να ξεφυτρώσεις σαν σπόρος που
δεν σέπεται θαμμένος μεσ' το χιόνι κι όπου όσο στέκεται στη γη, τόσο βαθειά
ριζώνει». Σπόρο ασάπιστον τον θέλει ο ποιητής να φυτρώσει και αν δεν ξεφύτρωσε
ο πεθαμένος, φύτρωσε και βλάστησε και θέριεψε ο σπόρος της ελευθερίας που είχε
σπείρει σαν άλλος Ρήγας ο ήρωας πολεμιστής Βλαχάβας.
Τόση είναι ή ποιητική φαντασία του ποιητή μας που
έπλασε τον μύθο πως ο Βλαχάβας γεννήθηκε από τον έρωτα των δύο βουνών του
Ολύμπου και της Όσσας «κι ευθύς με κείνο το φιλί του Ολύμπου, ανάφτουν ζωντανεύουν της νιόνυφης τα σπλάχνα και δεν επέρασε
καιρός, χρόνοι πολλοί και μήνες κι ακούστηκε σα μια βοή μέσ' στ’ Άγραφα στον
Πίνδο τ' Αρματολού το πάτημα του φοβερού Βλαχάβα».
Ο Βλαχάβας, το στοιχειό αυτό της κλεφτουριάς, σαν
έπεσε στα χέρια των Τούρκων με απιστία ξεψύχησε από τα βασανιστήρια. Τρεις
μέρες ποδοπατούν το κουφάρι του οι Αρβανίτες, μα ο λαός όπως και η κλεφτουριά
δεν ανέχεται κεφάλι ηρωικό να πέσει στα χέρια των άπιστων, γι’ αυτό κι οι
κλέφτες την τελευταία στιγμή εφώναζαν στους συντρόφους «πάρτε μου το κεφάλι».
Ομηρική μάχη έγινε το 1772 στη Ναύπακτο για το
κεφάλι του Βλαχοθανάση. Και του Αστραπόγιαννου το κεφάλι με κίνδυνο ζωής και
ψυχική συντριβή το πήρε ο πιστός του σύντροφος Λαμπέτης και δεν έπεσε στα χέρια
του εχθρού. Η κλέφτικη τιμή, ο σεβασμός προς τους νεκρούς, η αλληλεγγύη προς
τους συντρόφους δεν επέτρεπε ν’ αφήσουν νεκρό ή τραυματία, μάλιστα αρχηγό, να
πέσει στα χέρια του εχθρού να εμπαιχθεί και να ατιμασθεί.
Και το κεφάλι του Βλαχάβα, του θεσσαλικού
σταυραετού, δεν πρέπει να μείνει στα χέρια του εχθρού να το ποδοπατήσουν
Αρβανιτάδες. Μα ‘κείνο που δεν μπορούσαν οι άνθρωποι και συμπολεμιστές του ήρωα να κάμουν το ‘κανε ο τόσο
αφοσιωμένος πιστός του σκύλος. Εκείνος ο τόσο καταφρονεμένος από τον άνθρωπο
σκύλος καραδοκεί λυπημένος πιο πολύ από άνθρωπος, αρπάζει το κεφάλι τ' αφεντικού
του και τρέχει ψηλά στην Όσσα στο βουνό τ' αρματολού που μυθολογικά γέννησε τον
ήρωα Βλαχάβα και όπως λέει ο ποιητής «καί
σκάφτει λάκκονε βαθύ και χώνει το κεφάλι - κι εκεί σιμά ξαπλώνεται και πέφτει
και πεθαίνει». Έκαμε ο πιστός του σκύλος ό,τι έκαμε ο πιστός φίλος
Λαμπέτης για τον καπετάνιο του Αστραπόγιαννο…
Πρώτος σύντροφος του ανθρώπου και του ζωικού βασιλείου
ο σκύλος όχι μόνου εξημερώθηκε, αλλά με την
ευφυΐα που τον διακρίνει ανέπτυξε αυθόρμητα και αυτοδίδακτα την αρετή
της αφοσιώσεως, της αγάπης που εμείς τον κλωτσάμε και κείνος μας κοιτάζει με τόση
τρυφερότητα, της ευγνωμοσύνης και της πιστότητας τόσο όσο δεν κατορθώνομε εμείς
να μεταδώσουμε τις αρετές αυτές στα παιδιά μας με όλα τα Πανεπιστήμια…
Αυτός ο σκύλος ίσκιος του Βλαχάβα κείνο που δεν μπορούσαν να κάμουν
οι σύντροφοι παλληκάρια του Βλαχάβα, το ‘καμε ο πιστός του σκύλος. Πήρε το
κεφάλι του ήρωα και μόνος του έσκαψε και το ‘θαψε, κι από τη λύπη του πέθανε
στο πλευρό του ήρωα, μόνο που ο άνθρωπος δείχνεται αχάριστος σε έναν τόσο πιστό
και αφοσιωμένο σύντροφο και τον αποκαλεί περιφρονητικά παλιόσκυλο, αντί να τον
θαυμάζει.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου