Η μαθητική ζωή στη Δυτική Φθιώτιδα
[Του Βασίλη Κανέλλου, δασκάλου]
Από την εκδήλωση που οργάνωσε ο
Σύλλογος «Μιχάλης Παπαμαύρος» για την ιστορία της εκπαίδευσης στα σχολεία της
Δυτικής Φθιώτιδας στον Άγιο Γεώργιο στις 20-8-2017
«Αλησμονώ και
χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω…»
Σε τέτοια νοσταλγικά
πισωγυρίσματα, σε τέτοια γκαρδιακά συναπαντήματα, ιερές στιγμές τιμής και
μνήμης, αυτοί οι λαϊκοί δημοτικοί στίχοι γίνονται τόσο επίκαιροι, όσο και
διαχρονικοί.
Συχνά πυκνά ο κάθε άνθρωπος στην ώριμη ηλικία του γυρίζει τους δείκτες
του ρολογιού της ζωής του προς τα πίσω. Νοσταλγεί ο άνθρωπος εκείνο που δεν
έχει αλλά και ωραιοποιεί τα περασμένα. Μόνο που τώρα υπάρχει μια διαφορετική
οπτική γωνία: Είναι αρκετά μεγάλος ώστε να θυμάται τα παλιά και ξεπερασμένα ήθη
κι έθιμα και αρκετά νέος ώστε να κατανοήσει την κοινωνία όπως έχει διαμορφωθεί
σήμερα. Κατά πως λέει κι ο ποιητής: «Δε φταίω εγώ που μεγαλώνω, φταίει η ζωή
που είναι μικρή».
Με την αναφορά μας στη
μαθητική ζωή της μεταπολεμικής (κυρίως) περιόδου αφορμές θα δώσουμε και
σκόρπιες παιδιάτικες μνήμες και βιώματα θ΄ ανασκαλέψουμε. Ενθυμήματα
ατέλειωτα. Ένα οδοιπορικό στα χρόνια τα μακρινά, τα αλησμόνητα κι αγαπημένα,
παρόλο που τα σημάδεψαν οι εθνικές περιπέτειες και ο σκληρός αγώνας της
επιβίωσης.
Δεν θα αναφερθούμε στην
εκπαιδευτική πολιτική και στα εκπαιδευτικά συστήματα τα οποία αναμφισβήτητα
επηρέασαν τη σχολική ζωή στα μεταπολεμικά χρόνια. Πολλοί είναι εκείνοι που
μιλούν για ένα σχολείο αυταρχικό και δασκαλοκεντρικό, για τις αυθαιρεσίες της
τότε κρατικής εξουσίας και τον επιθεωρητισμό. Και έτσι ήταν. Ζούσαμε σε μια εποχή
με αυστηρά τα ήθη. Και οι μαθητές όπως όλη η ανθρώπινη κοινωνία αντιμετώπιζαν
της δυσκολίες και αντιξοότητες της ζωής με φυσικότητα. Τίποτε όμως δεν εμπόδισε
εκείνη τη γενιά να ατσαλωθεί και να δημιουργήσει. Το σχολείο ήταν πάντα και
εξακολουθεί να είναι ένα ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας και φυσικά αντίγραφο της
επικρατούσας κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής κατάστασης της κάθε εποχής. Οι
αλλαγές και μεταρυθμίσεις και γενικά η ροή των εξελίξεων στην παιδεία ήταν
απαίτηση και κατάκτηση μιας υγειούς και προδευτικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας
που συνεχώς εξελίσσεται προς το καλύτερο, πότε με αργό και πότε με γρήγορο
τέμπο. Ο σωφρονισμός στο σχολείο και η σχέση μεταξύ δασκάλου και μαθητή ήταν
πάντα σημεία αντιλεγόμενα και πέρασαν από χίλια μύρια κύματα. Κι ας
διατείνονται κάποιοι ότι ήταν κατάκτηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών
αγώνων και μόνο. Κι ας την πισωγύρισαν μερικοί δήθεν αρμόδιοι και ειδήμονες όλα
αυτά τα χρόνια με την προσωπικές κι αλλοπρόσαλλες πολιτικές τους. Άλλοι
λένε ότι το παλιό σχολείο ήταν καλύτερο από το σημερινό κι άλλοι το αντίθετο.
Άλλοι αρνούνται ή απαξιούν το πισωγύρισμα της μνήμης με δικαιολογητικό τα
προσωπικά τους αρνητικά βιώματα.
Οι περισσότεροι όμως
πιστεύω θα συμφωνούν για τη γοητεία, για κάτι το μαγικό που έχει η μαθητική
ζωή. Ότι σε σημαδεύει ανεξίτηλα. Οι εμπειρίες που βίωσες ήταν ουσιαστικά η αρχή
της ζωής σου. Και ξέρεις πολύ καλά ότι δεν μπορείς να γυρίσεις το χρόνο πίσω
για να τις αλλάξεις. Αν ήταν καλές, το λιγότερο που μπορείς να αισθανθείς είναι
ευλογημένος. Μια όμορφη αρχή για μια ακόμη καλύτερη συνέχεια. Αν δεν ήταν και
τόσο καλές, πάλι ευγνωμοσύνη να νιώθεις γιατί σου έδωσαν δύναμη και σοφία για
το μέλλον.
Μπορεί να μην ήσουν ποτέ
λάτρης του σχολείου. Λίγο ή πολύ, όμως, αγάπησες τα όσα πέρασες εκεί. Σίγουρα
έγινες πιο σοφός, όχι γιατί διάβασες πολλά βιβλία. Αλλά γιατί διδάχθηκες
μαθήματα «ζωής» που θα σε συντροφεύουν διαρκώς όσο προχωράς στο ταξίδι της ζωής
σου, κρατώντας σφιχτά μια βαλίτσα γεμάτη καλούς φίλους,
ανθρώπους-πρότυπα, γλυκόπικρες αναμνήσεις.
Τα μαθητικά χρόνια, το
σχολείο, ήταν το σημείο αναφοράς σου. Ιδιαίτερα όταν μεγάλωσες και νόησες
περισσότερο. Περνούσες εκεί τη μισή σου ημέρα αλλά ακόμη κι όταν γυρνούσες
σπίτι, γι’ αυτό μιλούσες, μ’ αυτό ασχολιόσουν. Εξιστορούσες τι έγινε και μελετούσες
για την επομένη. Κι ας γκρίνιαζες ότι σας «βάζουν πολλά» κι ας χαλούσες τον
κόσμο που πάλι θα γράφατε διαγώνισμα. Σίγουρα θα
έδινες πολλά για να γυρνούσες έστω μια μέρα στο αγαπημένο σου σχολείο, στο
παλιό σου θρανίο. Όχι για το μάθημα, ή αν θέλετε μόνο για το μάθημα. Αλλά για
να ζήσεις ξανά τη συντροφικότητα, τα γέλια, τα παιχνίδια και τις περιπέτειες
των πιο αθώων σου χρόνων.
Αυτό το κομμάτι της
ζωής σου είναι φτιαγμένο από όνειρα, δυνατές στιγμές, συγκινήσεις, τρέλες. Κι
ας ήταν μπερδεμένες οι χαρές με τις λύπες, τα γέλια με τους αναστεναγμούς. Έχει
το άρωμα των βιβλίων και της δερμάτινης σάκας. Έχει τη γεύση της παιδικής
τσιχλόφουσκας κι ενός γλυκόξινου γλυκού του κουταλιού.
Έχει και τη θύμηση του πατέρα και
της μάνας, με τα σκαμμένα πρόσωπα και τις ροζιασμένες παλάμες. Του «μάθε παιδί
μου γράμματα». Της γιαγιάς και του παππού. Των παιδικών σου φίλων.
Όμορφα χρόνια, ιδιαίτερα τα
εφηβικά, ποτισμένα με τη γοητεία και την αθωότητα της ηλικίας, τα γέλια, τα
πειράγματα, τις ζαβολιές. Οι στερήσεις και τα βάσανα μπορεί να μην έλειπαν.
Αλλά όλα τ’ άλλα, οι φιλίες σου, τα καρδιοχτύπια κι οι νεανικοί έρωτες, η
γκρίνια για το πρωινό ξύπνημα, τα διαλείμματα στο κυλικείο, το σκασιαρχείο από
τη γυμναστική, τα παρακάλια στον απουσιολόγο να κάνει τα στραβά μάτια, γέμιζαν
την καθημερινότητά σου με μια πληρότητα που όμοιά της δε θα ζήσεις ξανά. Γιατί
ήταν μια καθημερινότητα γεμάτη ταυτόχρονα με την τρέλα και την αδιαφορία της
νιότης, απαλλαγμένη από τις υποχρεώσεις και τα βάσανα που έχεις τώρα φορτωθεί.
Ο ομιλών, γεννημένος στα μέσα της
δεκαετίας του ΄50, πρόλαβε και ως μαθητής στο μικρό σχολείο της Σπερχειάδας,
αλλά και ως δάσκαλος σε κάμποσα ορεινά χωριά της, να βιώσει σχολικές στιγμές
πολύ διαφορετικές από τις σημερινές που σήμερα φαντάζουν σαν ένα αλαργινό
παραμύθι. Στιγμές που θα επιχειρήσω να ανασύρω κι από τη δική σας μνήμη. Για το
σχολειό της νιότης μας.
Θα ήθελα να ξεκινήσω από το
δάσκαλο των παλιών χρόνων, που για μένα σημάδεψε την ιστορία της εκπαίδευσης
τις προπολεμικές αλλά και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Όχι βέβαια για να
ευλογήσουμε τα γένεια μας, αλλά για να καταδείξουμε το τεράστιο εκπαιδευτικό
και συνάμα κοινωνικό του έργο, ιδιαίτερα στα σχολεία των «άγονων γραμμών».
Πρόεδρος, παπάς και
δάσκαλος, λέγανε τότε. Οι κεφαλές του χωριού. Ξεχωριστή η σεβάσμια και αυστηρή
μορφή του δασκάλου. Η «επιστήμη και η κοινωνία» του χωριού.
Οι πολυφαμελίτες κι
αγράμματοι χωρικοί έβλεπαν στο πρόσωπό του εκείνον που θα έδινε λύση στις
απορίες και στα καθημερινά τους προβλήματα και που θα χάριζε στα παιδιά τους
ένα απολυτήριο, εισιτήριο τότε για το ταξίδι που πάει πιο πέρα από τη δική τους
μιζέρια.
Η αυθεντία σε όλα τα
ζητήματα. Καμιά αντίρρηση και καμιά συζήτηση σε όσα είπε ο δάσκαλος. Ο σεβασμός
στις γνώσεις του απεριόριστος. Η γνώμη του βαρύνουσα είχε την ίδια αξία με τη
θυμοσοφία και πολυγνωσία των γερόντων. «Το ΄πε ο δάσκαλος, ξέρει αυτός !». Η
εφημερίδα του καφενείου από αυτόν θα μελετηθεί φωναχτά, αράδα αράδα, επί μια
εβδομάδα στους θαμώνες του. Η τρέχουσα πολιτική και οικονομική κατάσταση, εγχώρια
και διεθνής, θα αναλυθεί με την πάσα λεπτομέρεια μέχρι τη βαθιά νύχτα.
Φταίει η Αμερική, φταίει η Ρωσία, φταίνε ο υπουργός και οι βουλευτές… Αυτό
λάθος, εκείνο σωστό. Παθιασμένος με την ιστορία των προγόνων, την
ελληνοπρέπεια και την αρετή.
Αυτός θα εκφωνήσει τον πανηγυρικό
λόγο στις επίσημες μέρες και τελετές του χωριού. Αυτός θα συντάξει τα έγγραφα,
ελλείψει γραμματέως, που θα στείλει η Κοινότητα στις προϊστάμενες αρχές και
υπηρεσίες. Το «Λαμβάνω την τιμήν» και το «ευπειθέστατος» δεν είναι σε θέση
όλοι να το χειριστούν όπως ο δάσκαλος. Σχολαστικός με την καθαρεύουσα,
την ψιλή, τη δασεία και τις καταλήξεις.
Επίσημος
προσκαλεσμένος σε όλες τις κοινωνικές εκδηλώσεις. Τιμή και καμάρι το ΄χει η
οικογένεια σαν παρευρεθεί ο δάσκαλος στις χαρές της, στα αρραβωνιάσματα, στο
γάμο ή στα βαφτίσια. Θα γλεντήσει μαζί τους, θα χορέψει και θα κεράσει και τα
όργανα. Είναι δα και περιζήτητος γαμπρός. Απαραίτητη η παρουσία του και στα
νυχτέρια και στις τρανές ημέρες του χωριού. Οι ξένοι στο σπίτι του θα φιλοξενηθούν.
Εκεί θα στείλει για καλό κατάλυμμα τον επίσημο επισκέπτη ο πρόεδρος. Στο
καφενείο παραγγέλνει και πίνει τον «μέτριο βαρύ σε χοντρό φλιτζάνι» βρασμένο
και ξαναβρασμένο, με καϊμάκι κι όλο άρωμα καφέ, φάρμακο για τα νεύρα όπως λέει,
πληρωμένον απ΄τον προεξωφλημένο λιγοστό μισθό του.
Η εκπαιδευτική
του αξία μετριέται με τις βέργες. Όσο περισσότερες βέργες, κρανίσιες, σπάει ο
δάσκαλος στα χέρια των παιδιών, τόσο καλός παιδαγωγός είναι για τους γονείς. Οι
περισσότερες ξυλιές είχαν να κάνουν με εξωσχολικά κατορθώματα, με τις
ανήλικες σκανταλιές και παρανομίες. Κατήγοροι οι ίδιοι οι γονείς και
προπαντός ο αγροφύλακας, το «μάτι» του χωριού. Αυτός μαρτυρούσε τα παιδιά που
χάλαγαν τις φωλιές, που πετούσαν πέτρες στ΄ αχλάδια, που ανέβαιναν στις
κερασιές, που έκλεβαν τα μήλα. Για την επιδρομή στις καρυδιές δε χρειάζονταν
αποδείξεις, το μαρτυρούσαν οι μαυρισμένες παλάμες. Για το παιχνίδι
δικαιολογία καμιά.
Κι αυτός
σκλάβος, πρωί- απόγευμα, της παλιάς ξύλινης έδρας του σχολείου του, που τρίζει
από το σαράκι. Όμοια σαν κι αυτόν που τον τρώει το σαράκι από τις οικογενειακές
υποχρεώσεις και τις κακουχίες μιας στερημένης ζωής.
Ώσπου, με άσπρο το
κεφάλι πλέον, να πάρει τη μετάθεση, μέσω του βουλευτή, για κάποιο
κεφαλοχώρι ή το χωριό του, για να καλυτερέψει λίγο η σταδιοδρομία του. Ο
σεβασμός και η καταξίωση τον συντρόφευαν μέχρι να χτυπήσει για τελευταία
φορά το σήμαντρο της ζωής του.
Είχαν οι δάσκαλοι εκείνης
της εποχής μια αποστολικότητα, μια ιερή δηλαδή αφιέρωση και αφοσίωση στο έργο
τους, ένα στοιχείο άγνωστο ίσως στις μέρες μας. Χρειαζόταν πραγματική
γενναιότητα και αυταπάρνηση, ένας μόνο άνθρωπος, να διδάσκει πρωί απόγευμα, σε
όλες τις τάξεις, σε σχολείο με πενήντα, εξήντα και περισσότερα παιδιά.
Χρειαζόταν δύναμη και κουράγιο να επιβάλλεται στην αίθουσα και να διδάσκει
γράφοντας με την κιμωλία τα πάντα στον πίνακα, γιατί βιβλία και άλλα βοηθητικά
και εποπτικά μέσα διδασκαλίας δεν υπήρχαν. Χρειαζόταν ρωμαλαιότητα ψυχής για να
παραβλέπει το γράμμα και το πνεύμα κάποιων νόμων, αυτών που ήταν έρμαια των
εκάστοτε πολιτικών σκοπιμοτήτων και της κάθε μορφής εξουσίας.
Το τι ήταν ο δάσκαλος
στο χωριό αποτυπώνεται νομίζω στο παρακάτω ευτράπελο περιστατικό που το
αφηγείται ένας παλιός δάσκαλος:
«Ένα πρωινό διέσχιζα το δρόμο για το
σχολείο, που ήταν στην άκρη του χωριού. Περνώντας το ρέμα, με το σκιερό πλάτανο
και τη μικρή ποτίστρα, συνάντησα το μπαρμπα-Στέργιο με το βόδι του. Μπροστά το
βόδι και ξωπίσω ο γέροντας με τον τροβά και τη μαγκούρα του. Μόλις είδε το
δάσκαλο το βόδι πισωπάτησε και θέλησε ν’ αλλάξει δρόμο. Τότε ο
μπαρμπα-Στέργιος, ξαμώνοντας με τη μαγκούρα του, φώναξε: Ω! ω! Κατσούλ’
… Δεν τον γνωρίζεις κοντζάμ δάσκαλο;»
Πώς ήταν όμως τότε οι συνθήκες της ζωής
στα χωριά; Ας τις σκιαγραφήσουμε για λίγο: Πολυφαμελίτες
όπως είπαμε τότε οι περισσότεροι χωριανοί. Η πολυτεκνία στην ακμή της.
Υπεργεννητικότητα και βάλε. Τσούρμο τα λιανόπαιδα στους μαχαλάδες. Η επιλεκτική
διαβίωση, δουλειά του θεού. Τα περιλειπόμενα, καλφούδια, μαστορόπουλα,
μαθητούδια και σε πρώτο στάδιο ζωής τσοπανόπουλα. Από νωρίς γεύονται φροντίδες
και μοιράζονται έγνοιες. Ανελιπώς δίπλα στην αποσταμάρα των γονιών. Η φιλοζωϊα
αυτοδίδακτη και αναγκαία. Τσοπανεύουν ποικιλία ζωντανών. Κοπαδάκια κοκτέιλ στις
πλαγιές και στα λιβαδοχώραφα: Χοιρομάνες, αγελαδικά, υποζύγια και
κατσικοπροβατίνες. Λίγες κλεφτές ματιές και σε κανένα δανεικό βιβλίο. Αυτές οι
ανελέητες βιοτικές μέριμνες στέρησαν σε τόσα και τόσα παιδιά το δικαίωμα της
μόρφωσης.
Κι όταν ξεκλέβαν λίγο χρόνο, πρωί
κι απόγευμα σχολείο, έπαιρναν σειρά στις αλάνες τα πατίνια και τα ποδήλατα, η
μπάλα, το εφτάπετρο, η γρούνα, η τσιλίκα και τα σκατόλια κι ότι άλλο σκάρωνε το
παιδικό μυαλό. Το μενού συμπλήρωναν η επιδρομή στα πορκά, το ψάξιμο για φωλιές
και το κυνήγι αγριοπουλιών. Πάντα με το φόβο του αγροφύλακα. Τα γόνατα
ματωμένα, όπως και οι ξυπόλητες πατούσες από τ΄αγκάθια, τις παλαμονίδες και τα
λιθοπάτια. Μια φέτα ψωμιού με ζάχαρη ή θρεψίνη στο χέρι. Και τα κορίτσια το
«κουτσό», το «σχοινάκι», το «κρυφτό», το κυνηγητό και βέβαια το «κέντημα».
Ώσπου να πέσει το πρώτο σκοτάδι και ν΄ακουστεί η φωνή της μάνας για το
συμμάζεμα στο σπίτι. Εκεί όπου στο αχνό φως της λάμπας τέλειωνε ο χειρονακτικός
αγώνας και έπαιρνε σειρά ο αγώνας του μυαλού.
Κι όταν έφτανε η ώρα για το
σχολειό το σήμαντρο χτύπαγε πένθιμα για τα περισσότερα μαθητούδια. Ξεκινούσε ο
Γολγοθάς. Ο Γολγοθάς του σχολείου.
Η παλιά παιδαγωγική στα
σχολεία και ιδιαίτερα στα δημοτικά ήταν «δασκαλοκεντρική», η από καθ΄έδρας
διδασκαλία δηλαδή. Οι γνώσεις και η εμπειρία του δασκάλου ήταν τα μεγάλα όπλα
του. Η απομνημόνευση, η συνεχής επανάληψη, ο αυστηρός έλεγχος, η τιμωρία, ο
ανταγωνισμός, ήταν τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά εκείνης της μαθησιακής
διαδικασίας. Που αναπόφευκτα οδηγούσαν σε μικρής ή μεγάλης έκτασης αυταρχικότητα.
Έτσι όμως ήταν τότε η ζωή και εκτός σχολείου. «Δάσκαλε το κρέας δικό σου, τα
κόκαλα δικά μου».
Ο αυστηρός δάσκαλος ψηλά στην έδρα με το
χάρακα ή τη βέργα στην πρώτη θέση. Από κάτω οι μαθητές με σταυρωμένα χέρια.
Όταν εξετάζονταν σηκώνονταν όρθιοι. Στοιβαγμένα 3 και 4 μαζί στο θρανίο. 50 έως
και 100 παιδιά σε κάθε αίθουσα, συνήθως με όλες τις τάξεις. Άκρα σιωπή. Σιδηρά
πειθαρχία. Η σιωπηρή εργασία υποχρεωτική κι αναπόσπαστο κομμάτι της μαθησιακής
προσπάθειας.
Ανήλιαγες και με κακό φωτισμό οι
αίθουσες. Στους τοίχους κρεμασμένες εικόνες ηρώων και χάρτες. Τα βιβλία λιγοστά
κι αυτά αγορασμένα ή δανεικά. Το μάθημα γράφονταν στον μαυροπίνακα ή έπρεπε να
απομνημονευτεί στην παράδοση. Μπλε ποδιές με άσπρο γιακά και κορδέλα στα μαλλιά
τα κορίτσια, καπέλο και κούρεμα με την ψιλή μηχανή τ΄αγόρια. Σχολαστικός ο
έλεγχος το πρωί, μετά την προσευχή, για τα μαλλιά, για τα κομμένα και
καθαρά νύχια και ρούχα.
Υποχρεωτικός ο εκκλησιασμός στις
γιορτές και Κυριακές. «Το πάτερ ημών» και το «πιστεύω» υποχρεωτικό κι αυτό για
τους μεγαλύτερους. Το σαββατιάτικο μάθημα περιλάμβανε απαραίτητα και το
διάβασμα και ερμηνεία του Ευαγγελίου.
Οι σάκες, υφαντές και υφασμάτινες
στην αρχή και δερμάτινες αργότερα, καθαρές και γερές για όλες τις χρονιές.
Είχαν σειρά ύστερα και οι επόμενοι της οικογένειας. Εκεί καταχωνιάζονταν η
πλάκα με το κοντύλι αρχικά, οι πένες αργότερα τα μολύβια και οι στυλοί και τα
λιγοστά βιβλία. Τα καθαρά κι ατσαλάκωτα τετράδια μαρτυρούσαν τον καλό κι
επιμελή μαθητή.
Στο τέλος της σχολικής χρονιάς οι
γυμναστικές επιδείξεις, τα αγωνίσματα και τα σκετς, οι χειροτεχνίες,
πιστοποιούσαν και στους γονείς την πρόοδο των παιδιών τους.
Κι όσα τα κατάφερναν να πάρουν το
απολυτήριο του δημοτικού ετοιμάζονταν για το ψηλότερο σκαλοπάτι. Το Γυμνάσιο.
Όσα δεν πήγαιναν βέβαια να μάθουν μια «τέχνη». Κι εδώ άρχιζε μια άλλη ζωή,
ξεκινούσε ένας άλλος δρόμος, ανηφορικός και γεμάτος άγνωστες προκλήσεις.
Ιδιαίτερα για εκείνα που έπρεπε να μετακομίσουν στα κοντινότερα αστικά κέντρα.
Eκείνα τα χρόνια τα χωριά μας, ακόμα ζωντανά και ακμαία, είχαν την
πλειοψηφία στο μακρύ μαθητικό κατάλογο των σχολείων του κέντρου. Της
Σπερχειάδας, της Μακρακώμης και του Αγίου Γεωργίου δηλαδή. Τα «χωριατάκια» μέσα
στις τσάντες τους κουβαλούσαν, μαζί με τα μαθητικά τους όνειρα και την έγνοια
της διαβίωσης και της προσαρμογής σε μια νέα κοινωνία. Οι μαθητές από τα
πολύ κοντινά χωριά, πρωί –μεσημέρι, μία και δύο ώρες πεζοπορία, έκαναν το
καθημερινό μονότονο δρομολόγιο προς τις κωμοπόλεις. Τα λίγο μακρινότερα,
Κυριακή βράδυ ή Δευτέρα πρωί, κατηφόριζαν προς τη νέα τους κατοικία, μέχρι το
Σάββατο το απόγευμα, που ξανάπαιρναν πάλι το δρόμο του γυρισμού. Στο χωριάτικο
ταγάρι ένα καρβέλι ψωμί, λίγα αυγά, ξερό τυρί, όσπρια και καμιά χορτόπιτα ή
τυρόπιτα. Τα βάσανα λιγόστεψαν όταν στα μέσα της δεκαετίας του ΄60 το ΚΤΕΛ
άρχισε τα δρομολόγια. Κι εκείνα των πολύ μακρινών χωριών έβλεπαν τα σπίτια τους
Χριστούγεννα, Πάσχα και στις καλοκαιρινές διακοπές. Η επιστροφή για τις
χειμωνιάτικες διακοπές, θύμιζε πολλές φορές χιονισμένη Οδύσσεια.
Αρκετοί από αυτούς τους
μαθητές των χωριών φιλοξενούνταν σε σπίτια συγγενών ή φίλων. Οι
περισσότεροι όμως νοίκιαζαν δωματιάκια. Πολλοί ήταν εκείνοι που κατασκεύαζαν
για το σκοπό αυτό στις αυλές τους δωματιάκια, τα επίπλωναν πρόχειρα και τα
νοίκιαζαν. Νοίκιαζαν ακόμα και τις άδειες κάμαρες των σπιτιών. Το νοίκι μικρό,
όταν μάλιστα στο δωμάτιο μένανε κι άλλοι μαζί. Είναι αλήθεια ότι οι
περισσότεροι σπιτονοικοκύρηδες φρόντιζαν και νοιάζονταν σαν δεύτεροι γονείς. Η
οικοσκευή περιλάμβανε συνήθως ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα στρώμα- λινάτσα της
ρίγας γεμάτο άχυρα, μια βελέντζα, δυο τρεις μαντανίες, ένα μικρό τραπέζι
στρωμένο με εφημερίδα, το φανάρι για τα τρόφιμα και βέβαια το κασελάκι με τα
μαγειρικά σκεύη: τέντζερη, τηγάνι, πιάτο, μαχαίρι, κουτάλι και πιρούνι. Οι
προμήθειες κατέφθαναν από τα χωριά μέσα στο κοφίνι ή στο σακούλι με τα
φορτηγοεπιβατηγά, που καθημερινά ή και μια φορά την εβδομάδα έκαναν τα
δρομολόγια. Τα λίγα χρήματα των γονιών προορίζονταν για την αγορά θρεψίνης, το
βασικότερο είδος διατροφής, χαλβά, ρυζιού και ζυμαρικών. Ο καημός του χωρισμού
και η αγωνία της επιβίωσης αποτυπώνονται στα από καρδιάς λόγια μιας
γιαγιάς που μη μπορώντας να χωνέψει τη φυγή του εγγονού ψέλλιζε συνεχώς: «αχ
το παιδάκι μ΄, καθώς έφυγε μούκοψε τα ήπατα, αυτή τη ρημάδα τη Σπερχειάδα, πόσο
την εχτρεύομαι!».
Στα υγρά κι
ανήλιαγα δωματιάκια με τη λιγοστή και πολλές φορές ανύπαρκτη θέρμανση, που τα
φώτιζε η αδύνατη λάμπα του πετρελαίου, τη φτωχή και στερημένη ζωή την εξωράιζε
η γλυκιά αγωνία αλλά και η δύναμη της εφηβείας, η άμιλλα και η πίστη σε ένα
καλύτερο μέλλον. Το πηλίκιο με την κουκουβάγια και η μπλε ποδιά ήταν η αρχή του
εφηβικού ονείρου και το απολυτήριο, αυτό το μαγικό χαρτί, ήταν τότε το
εισιτήριο για το ταξίδι που θα μας πήγαινε λίγο πιο πέρα από τη φτώχεια και τη
μιζέρια των απλοϊκών γονιών. Το περιεχόμενο και η εμβέλεια του κοφινιού
καθόριζε εν πολλοίς και το μέλλον μας στην τριτοβάθμια εκπ/ση.
Η εξωσχολική ζωή είχε
ψαλιδισμένες τις παιδικές ελευθερίες. Οι δάσκαλοι ήταν αυστηροί και με
υπερεξουσίες. Σύμμαχοι γονείς και καθηγητές.
Η πρόσβαση στην πλατεία και στα κεντρικά
σημεία της μικρής πόλης ήταν απαγορευμένη, ολοένα μικρός δακτύλιος. Η
κυκλοφορία τη νύχτα το ίδιο. Οι περιπολίες και οι έφοδοι των καθηγητών σύνηθες
φαινόμενο.
Σωρός οι ανήλικες παρανομίες και
ζαβολιές από τις γυμνασιακές κουστωδίες. Σκασιαρχεία, επιδρομές στα καρποφόρα,
κυνήγι αγριοπουλιών, κοντσίνα και λαθραίο τσιγαράκι στα κοντινά δασάκια και
στις καναπίτσες. Τα βράδια οι παρεούλες στα καμαράκια έβγαζαν το άχτι τους. Οι
πιο τολμηροί μηχανεύονταν αθώες σκανταλιές και σκάρωναν απολαυστικά επεισόδια.
Έτσι όπως αραδιάζονται κάθε φορά στα ανταμώματα μαθητών και δασκάλων. Πόσο
διαφορετικά χρόνια από τα σημερινά!
Κι ενώ τα «χωριατάκια»
απολάμβαναν την απουσία της γονέικης κηδεμονίας, οι λοιποί προνομιούχοι της
έδρας και των περιχώρων, φορτωμένοι με οικοκυρικά και αγροτοκτηνοτροφικά
καθήκοντα αναζητούσαν λίγες στιγμές παιδικής ελευθερίας και ξεγνοιασιάς. Στα
προπολεμικά χρόνια αλλά και στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, τα παιδιά από
νωρίς γεύονταν φροντίδες και μοιράζονταν έγνοιες με τους πολυφαμελίτες γονείς.
Ανελλιπώς δίπλα στην αποσταμάρα και την ανέχεια τους. Οι αγροτοδουλειές δεν
απόλειπαν από κανένα σπιτικό.
Μέχρι να καθιερωθεί, το
1964, η δωρεάν εγγραφή και προμήθεια βιβλίων, τα βιβλία της τάξης
αγοράζονταν στην αρχή της σχολικής χρονιάς από τους παλιότερους και πωλούνταν
ύστερα στους νεότερους. Οι λύσεις των μαθηματικών και οι μεταφράσεις των
αρχαιοελληνικών, δια της περιφοράς, άλλαζαν καθημερινά πολλά χέρια. Διπλωμένα
μέσα τους η «Μάσκα», ο «Μικρός ήρωας», οι ήρωες του Ντίσνεϊ, κάπου κάπου και
καμιά αθλητική εφημερίδα. Το «Χτυποκάρδι» και το «Ρομάντσο» για τις
κοπελιές, συμπλήρωναν το παράνομο αναγνωστικό μενού. Το ελληνοχριστιανικό ήθος
και χαρακτήρα τα έπλαθε «Η ζωή του παιδιού» και το κατηχητικό από το δημοτικό ακόμη.
Μέχρι που ήρθε ο πολιτισμός, το ηλεκτρικό, το «σινεάκ» και η τηλεόραση
και άλλαξαν πολλά στη ζωή μας, σχεδόν όλα.
Κι από την άλλη μεριά οι
αυστηρές και σεβάσμιες μορφές των καθηγητών μας. Κανείς δεν ξεχνά και το
δικό τους αγώνα για μια αξιοπρεπή ζωή και παρουσία στη μικρή κοινωνία της πόλης
και το μόχθο τους για μια καλύτερη παιδεία. Από την ξύλινη έδρα, μπροστά
στο μαυροπίνακα, με πενιχρά ή και ανύπαρκτα εποπτικά μέσα, ο καθηγητής, με ψηλό
αίσθημα ευθύνης, κατέθετε ολάκερη την ψυχή του για να αποτελειώσει την ύλη, να
χτίσει στέρεες, καλές καγαθές συνειδήσεις. Δύσκολη η διδασκαλία στα συνήθως
πολυάριθμα τμήματα. Επιβεβλημένη κι εδώ η πειθαρχία και η τάξη μέσα στην
αίθουσα. Για τους περισσότερους μαθητές, το άνοιγμα του καταλόγου σήμαινε την
ανάβαση και πάλι στο Γολγοθά, το χτύπημα του κουδουνιού έφερνε τη λύτρωση.
Κάπως έτσι περνούσαν οι
ώρες, οι μέρες και τα χρόνια εκείνων των παιδιών κι εφήβων. Χαρές, πίκρες,
καημοί και νεανικοί πόθοι. Ανακατωμένες οι θύμησες. Τα παλιά
πέτρινα κτίρια θυμίζουν στον καθένα τα μαθητικά του χτυποκάρδια και
χελιδονίσματα, τη χαμένη αθωότητα αλλά και τις προσδοκίες εκείνης της
ηλικίας. Πολλά γραφικά και πέτρινα σχολικά κτήρια στις μέρες μας
δεν παραμένουν σιωπηλά. Τα περισσότερα από αυτά, κοσμήματα αρχιτεκτονικής
κληρονομιάς, μετατρέπονται από κάποιους δραστήριους συλλόγους σε μουσεία
και φιλοξενούν παλιά σχολικά χρηστικά αντικείμενα και φωτογραφίες δασκάλων και
μαθητών. Κρατούν ζωντανές τις μνήμες και την παράδοση. Αντιστέκονται στη λήθη
και στη σαρωτική μανία της πολιτισμικής μας κατεδάφισης. Χαρακτηριστικό
γνώρισμα του νεοέλληνα. Γιατί είναι η ζωντανή ιστορία του κάθε τόπου. Γιατί
τότε τα σχολεία δεν ήταν μόνο χώρος εκπαίδευσης, δεν στέγαζαν μόνο τα φτερωτά
παιδικά όνειρα αλλά στέγαζαν και τα κοινωνικά και πολιτισμικά δρώμενα. Κάθε
χωριό και ένα σχολείο, κάθε σχολείο και μια ιστορία. Ένα κομματάκι από την
ιστορία της εκπαίδευσης που έχουμε χρέος και να καταγράψουμε και να
αναδείξουμε. Πρωτίστως εμείς οι εκπ/κοί.
Κλείνοντας θα ήθελα να κρατήσουμε
δυο πράγματα από το παλιό σχολείο. Πως με λιγοστά μέσα και σε αντίξοες συνθήκες
μπορείς και πρέπει ν΄ αγωνίζεσαι για ένα καλύτερο αύριο και πως το χθες το δικό
μας, των πατεράδων και των παππούδων μας είναι δυστυχώς το σήμερα για
εκατομμύρια παιδιά αυτού του δύσμοιρου πλανήτη.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου