TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

Η "λήξη" του εμφυλίου και το φάντασμά του ελεύθερο

29.08.1949: Η «λήξη» του Εμφυλίου και το φάντασμά του ελεύθερο!...

[Του Νίκου Δημ. Παπαδιονυσίου]

Το φάντασμα του Εμφυλίου που δεν θέλουν να το βάλουν στο χρονοντούλαπό του, όπως στην Ισπανία π.χ. με τον πιο φρικτό δικό της, ταλαιπωρεί τη χώρα μας, την κρατά πίσω καθώς οι λαοί προοδεύουν γιατί βολεύει κάποιους…

Με την ευκαιρία της 29ης Αυγούστου, δημοσιεύω το Requiem, μικρό μέρος ανέκδοτου δικού μου βιβλίου, του «Μνήμες Εμφύλιου με ανθρώπινες ιστορίες, από τον γενέθλιο τόπο» (Μνήμες για τον Εμφύλιο με ανθρώπινες ιστορίες από τον ...sitalkisking.blogspot.com) στο Βελούχι, την Μεγάλη Κάψη της δυτικής Φθιώτιδας, (Επίλογος για τα μετεμφυλιακά χωριά. Το πρωτόλειο, έγραψα πολύ πριν το 2000 με  πρόσφατες τις μνήμες μου...)

……………………………………………
Όλα σχεδόν τα σημερινά μετεμφυλιακά ορεινά χωριά, με το θάνατο όσων από τους εναπομείναντες αντιπάλους του Εμφύλιου, λοιπών, των ολίγων γερόντων που απομένουν, θα αποτελούν πλέον τόπους μνήμης, παραθερισμού και ολιγοήμερων γιορτινών διαμονών.

Τα χωριά αυτά, με επισκευασμένα ή καινούργια σπίτια, προσπάθεια καταξίωσης κάποιων απομακρυσμένων παιδιών τους, με καινούργια εμφάνιση, ζωντανεύουν κάθε καλοκαίρι με τις διακοπές, Χριστούγεννα, Πάσχα, 15Αύγουστο ή τοπικά πανηγύρια.

«Τα χωριά ερημώνουν, τα νεκροταφεία τρανεύουν», ομολογούν οι εναπομείναντες, καθώς όλοι οι καταγόμενοι απ’ αυτά έχουν τελευταία επιθυμία να ταφούν σ’ αυτά. Τα χωριά ερημώνουν, τα μονοπάτια έκλεισαν.

Κάποιοι από τους παλιότερους όταν τα επισκέπτονται, προσπαθούν να βρουν αυτά τα μονοπάτια, να τα περπατήσουμε, να τα ξαναζωντανέψουν, λες και με θαύμα θα ξαναγίνουν όπως ήσαν, θέλοντας να φέρουν και τα χρόνια πίσω.

Πίνουν νερό στις δροσερές τους πηγές, χωρίς τις γελαστές, κοκκινομάγουλες, γεροδεμένες, ζωσμένες ζαλίγκα τις βαρέλες τους κοπελιές, χωρίς να διψούν, προσποιούμενοι αθέλητα τα παλιότερα χρόνια, όταν έπιναν διψασμένοι απ’ το παιχνίδι ή τον μόχθο της δουλειάς ή της πορείας. Τώρα το νερό τρέχει μοναχικό κελαρύζοντας θρηνητικά στην απόλυτη σιγή χωρίς ανθρώπους και ζώα να το χαρούν με μόνο του ν΄ ακούγεται απ΄ τον σπάνιο περαστικό.

Φαντάζονται μπαίνοντας στην εκκλησία, αριστερά τις γυναίκες, δεξιά τους άντρες, υπερπλήρη τον γυναικωνίτη, κατειλημμένα όλα τα στασίδια «επισήμων» και γερόντων πίσω απ’ το παγκάρι και δεξιά-αριστερά. Παρόντες ο πρόεδρος της κοινότητας, ο γραμματικός, ο αγροφύλακας, οι «πλούσιοι» συγχωριανοί παραθεριστές και οι «Αμερικάνοι». Παρόντες κι οι απόντες, μανάδες και πατεράδες τους, τ’ αδέλφια τους, παππούδες και γιαγιάδες τους, άλλοι συγγενείς τους και αγαπημένα πρόσωπα από ζωντανούς και φευγάτους. Μαζί κι οι κάποτε αγαπημένοι παιδικοί φίλοι, σύντροφοι στο παιχνίδι, σήμερα αγνώριστοι ασπρομάλληδες ή άφαντοι, κάποιοι αναγνωρίσιμοι, καταξιωμένοι και μη.

Πιο φωτεινά κι απ΄ τους πολυελαίους φισκαρισμένα από κεριά τα κηροπήγια, όλα τα καντήλια να σπινθηροβολούν αναμμένα. Ματιές των κοριτσιών στ’ αγόρια και αντίθετα. Δεξιός και αριστερός ψάλτης οι καλύτερες φωνές. Παπάς, σεβάσμιος σεμνός, μορφωμένος ο παπα-δάσκαλος παπά-Βαγγέλης στρίβοντας αργά και με τις δυο του παλάμες τα άσπρα γένια του, απομακρύνοντάς τα απ’ τον λαιμό. Κι ίδιοι, παπαδάκια, με μανουάλια ή εξαπτέρυγα στα χέρια και μέσα στο ιερό πονηρολογούν ν’ αρπάξουν κάποιο κομμάτι από μυρωδάτο πρόσφορο από το πανέρι του παπά..

.....................................................
Αγίας Τριάδας το 2000, για πρώτη φορά στη ζωή μου, κατέβηκα να παρακολουθήσω τη λειτουργία στην εκκλησιά του χωριού μου απ’ την αρχή, πράγμα που ποτέ δεν είχα κάνει. Πρώτη φορά άκουσα ευχάριστα την «πρώτη καμπάνα» να με ξυπνά χωρίς ενόχληση όπως πάντοτε κάθε άλλη φορά από παιδί, καθώς το καμπαναριό απέχει λίγα μέτρα από το υπνοδωμάτιο που συνήθως κοιμόμουν στο πρώην σπίτι τού παππού Στέλιου, του θείου Βαγγέλη.

Μπαίνω, παίρνω κι ανάβω το κεράκι μου, πάντοτε το πιο μικρό, μη δίνοντας αξία στο μέγεθος, προσκυνώ μνημονεύοντας αστραπιαία, νοερά όπως πάντα, τους φευγάτους δικούς μου, κάνοντας τους μνημόσυνο, να γνωρίζουν εκεί που βρίσκονται πως τους θυμάμαι, να ευφραίνεται η ψυχούλα τους. Μάνα, πατέρα, αδελφό πρώτα. Ακολουθούν οι λοιποί με πρώτο τον παππού Στέλιο, την γιαγιά Ρήνω, το συγγενολόι το Μακεδονίτικο από τον πατέρα μου, αυτό της χαμένης Στρώμνιτσας της σημερινής FYROM, το Σαλονικιό και του Κιλκίς των προσφύγων ανιόντων μου, όσων πρόλαβα.

Ο τότε επίτροπος Λουκάς, που έκανε αμισθί αυτό το καθήκον και με θυμόταν από παιδί, όταν μας έκανε καλότροπα τότε: «σσσουτ!» για να ησυχάσουμε, ένας απ’ αυτούς που μ΄ έλεγαν «Νικ’λάκι», 85 χρόνων περίπου τότε, με την ίδια σκυφτή φιγούρα, κοντούλης, αδύνατος, σβέλτος όμως και καλοσυνάτος, με πλησίασε.

Βλέποντάς με ασπρογκριζομάλλη και μοναχικό μετά πολλά χρόνια που είχε να με ιδεί, να παίρνω θέση ορθός και μόνος μπροστά στο δεξί των ανδρών, αναγνωρίζοντάς με, με καλωσόρισε σιγανόφωνα. Πιάνοντάς με ύστερα απαλά από το μπράτσο με οδήγησε στο στασίδι των «επισήμων». Αυτό, που παιδί το κοίταζα σαν κάτι αταίριαστο για μένα, βλέποντας τους γέροντες να το’ χουν καταλάβει.

Άρχισε ανελέητη η συναισθηματική μου φόρτιση.

Κοίταζα κάθε γνώριμη γωνιά, ιδωμένη άπειρες φορές. Εξέταζα και πάλι κάθε λεπτομέρεια για πολλοστή φορά το ξυλόγλυπτο από καρυδιά τέμπλο, τεχνουργημένο από τον παππού μου Στέλιο Υφαντή, ένα από τα 32 τέμπλα που κατασκεύασε στη Ρούμελη, στις 58 εκκλησιές όπου κατασκεύασε διάφορα έργα του, μύριζα την ευωδιά του λιβανιού και των κεριών. Προσπάθησα κι έκρυψα την συγκίνησή μου…

Άκουγα, όχι τις ψαλμωδίες των σημερινών παπά και ψάλτη αλλά αυτές του παπά-Βαγγέλη Πολυχρονόπουλου και διάφορων παλιών χωριανών ψαλτάδων που θυμάμαι, μεταξύ τους και του παππού Στέλιου, του Μήτσου του Διπλάρη, του Τσιρώνη, κ.α... Θρηνούσα μέσα μου τους φευγάτους μου γονείς, ανθρώπους αγνούς και ειδικά την αδικοχαμένη, νεοχαμένη από σπιτικό ατύχημα στα 58 της Αγραφιώτισσα μάνα μου που την πίκρανα αθέλητα πριν «φύγει». Λατρεύοντας το χωριό μας- δεύτερη πατρίδα της μετά τ΄ Άγραφα, λαχταρούσε πότε θα κλείσουν τα σχολεία για να μας πάρει παιδιά και να ανεβούμε σ’ αυτό. Τον αδελφό μου που έφυγε στα 65 του, που οι δυο μας τόσες φορές ερχόμασταν αιφνιδιαστικά στο πολυαγαπημένο μας χωριό όποτε βρίσκαμε  ευκαιρία, μαζί με τον Βαγγέλη, τον θείο-αδελφό για την διαφορά μόνο δυο χρόνων, μεγαλωμένους μαζί. Έκανα και πάλι νοερά το μνημόσυνό του.

Αισθανόμουν μια κατάνυξη που δεν είχα νιώσει ποτέ μέχρι τότε, ούτε στα πιο θρήσκα παιδικά χρόνια μου, στην εποχή του κατηχητικού, του συχνού εκκλησιασμού και των εξομολόγων της «Ζωής». Κατάνυξη πολύ μεγαλύτερη κι’ απ’ αυτή που ένοιωθα στο Άγιο Όρος, στη Σιμωνόπετρα και άλλες Μονές, όταν μετά αυστηρή νηστεία που ακολουθούσα πιστά παρακολουθούσα με το βυζαντινό ωράριο την κατανυκτική βυζαντινή λειτουργία – μυσταγωγία από μορφωμένους, σπουδαγμένους καλόγερους, με το φως μόνο των καντηλιών και ταυτόχρονα με την εξέλιξή της, το υπέροχο αργοξημέρωμα σε μια αστραφτερή θάλασσα με την «Παναγιάς τη στράτα» από το ίχνος του φεγγαριού πάνω της, καθώς συχνά έβγαινα και την θαύμαζα εκστατικός από τους εξώστες, ακούγοντας σύγχρονα την απόλυτη σιωπή της…

………………………………………………
Στο μυαλό μου στριφογύριζε το Requiem που διάβασα πρόσφατα: σαν σε νεκρώσιμη ακολουθία, όπως στην Καθολική Εκκλησία. Το εισοδικό της αρχίζει παρακλητικά: "Requiem aeternam Dona eis.. (Ανάπαυσιν αιώνιον δος αυτοίς Κύριε).

Η ορθή και επίσημη ονομασία της νεκρώσιμης ακολουθίας, όπως φαίνεται και στα λειτουργικά βιβλία της καθολικής Εκκλησίας, είναι Λειτουργία υπέρ τεθνεώτων (Missa pro defunctis).

Requiem aeternam

Αιώνια ανάπαυση, δώσε τους Κύριε και είθε αέναο φως να τους φωτίζει…

Σε ύμνησαν, Θεέ στη Σιών και τιμές θα Σου αποδώσουν στην Ιερουσαλήμ.

Εισάκουσε την προσευχή μου, καθώς κάθε θνητός, ενώπιόν Σου θα παρουσιαστεί.

Αιώνια ανάπαυση, δώσε τους Κύριε και είθε αέναο φως να τους φωτίζει.

 

Βγήκα σκυφτός, μάτια υγρά, απ΄ την εκκλησιά πριν το « δι’ ευχών»

………………………………………..

Στη φωτογραφία μου κατάλοιπα του Εμφυλίου στη θέση Λελούδα Μεγάλης Κάψης/Μερκάδας ορεινής Φθιώτιδας, όπου αργότερα το κυνηγετικό περίπτερο Ε. Καλαντζή, θέση μαχών Εμφύλιου, ερημικό και πάλι…

Αποτέλεσμα του Εμφύλιου: Θύματα: 154.000 Έλληνες νεκροί, τραυματίες, αγνοούμενοι από στρατό και αντάρτες. Άγνωστες οι «παράπλευρες απώλειες». Τεράστιες καταστροφές στις υποδομές της χώρας. Μείωση πληθυσμού Ευρυτανίας κατά 26%...

 

Νίκος Δημητρίου Παπαδιονυσίου/ Πρωτόλειο από παλιές μου σημειώσεις/το παρόν: 11.08.2021

 

Σχόλιο Τάκη Ευθυμίου: Το παρόν σημείωμα του αγαπητού Νίκου Παπαδιονυσίου είναι ό,τι  καλύτερο έχω διαβάσει τον τελευταίο καιρό. Κατανυκτική, συγκινητικότατη προσέγγιση με βελούδινα λόγια το τέλος του εμφυλίου και τα παραλειπόμενά του...

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: