Όσα λένε τα μάτια
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Στη μικρή κωμόπολη του Αρμυρού, δεν είχαν κάθε μέρα συνταρακτικά γεγονότα και η άφιξη του νέου διοικητή του αστυνομικού τμήματος, έγινε πρώτο θέμα στις συζητήσεις τους. Είναι αυστηρός και σχολαστικός, είπε ο καφετζής του μεγάλου καφενείου, στους λιγοστούς θαμώνες, που είχαν απλώσει τις ποδάρες τους στις ψάθινες καρέκλες. Πέρασε χτες από δω και παραλίγο να μου ρίξει πρόστιμο για την καθαριότητα της κουζίνας! Περισσότερη όμως αναστάτωση έφερε στην τοπική κοινωνία και ιδιαίτερα στον αντρικό πληθυσμό, η όμορφη γυναίκα του και η γαλανομάτα κόρη του.
-Όποιος έχει όμορφη γυναίκα είναι σαν να έχει ξέφραγο αμπέλι δίπλα στο δρόμο, είπε ο μπαρμπα- Θύμιος, χωρατεύοντας.
Ο Νίκος Ζερβός, έτσι έλεγαν το νέο διοικητή, ήταν ένας αγέλαστος άνθρωπος βλοσυρός, φορούσε γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό και είχε μουστάκι που κάθε λίγο το χάιδευε. Ήταν υπέρ του προγράμματος και στην υπηρεσία και στο σπίτι του. Πιστός στις ηθικές αρχές, στα χριστιανικά ιδεώδη και τις εθνικές του αντιλήψεις.
Αντίθετα από τον συντηρητικό της άντρα η Λενιώ ήταν μοντέρνα γυναίκα έβαζε μίνι φούστα, να τονίζει τα μακριά καλλίγραμμα πόδια της, φορούσε μεταξωτά μπλουζάκια που φανέρωναν το μεγάλο και πλούσιο μπούστο της, βάφονταν και στολίζονταν και έβγαινε στα μαγαζιά προκαλώντας ταραχές!
-Καλά λένε πως το καλό τ’ απίδι η αρκούδα το τρώει, σχολίασε πάλι ο μπαρμπα- Θύμιος.
Κάθε Σαββάτο η Λενιώ πήγαινε στο κομμωτήριο, εκεί συναντούσε και την σύζυγο του δημάρχου, διάβαζαν τα περιοδικά «το Ρομάντζο, και τον Θησαυρό» και σχολίαζαν τα δρώμενα της εβδομάδας. Την Κυριακή είχαν απαραίτητα τον εκκλησιασμό και μετά καφέ και πάστα στο ζαχαροπλαστείο του Λουκά.
Η κόρη τους, η Ρηνιώ δεν τους ακολουθούσε στις εξόδους, προτιμούσε να διαβάζει τα μαθήματά της και να σκέφτεται τον Διαμαντή, που την κρυφοκοίταζε στο σχολείο, προσπαθώντας να της δείξει τη συμπάθειά του και την αγάπη του.
Ο Ζερβός έρχονταν ακριβώς στις τρεις το μεσημέρι, στο σπίτι για φαγητό. Έβγαζε το καπέλο του, αυτό που του έδινε την ψευδαίσθηση της εξουσίας και η πρώτη του κουβέντα ήταν, γυναίκα είναι έτοιμο το φαγητό;
Ύστερα τους άρχιζε την γκρίνια και τις νουθεσίες. Εκείνες τον άκουγαν χωρίς να μιλάνε. Έτσι κι αλλιώς στο τέλος θα έκαναν το δικό τους, αδιαφορώντας για τις απόψεις του.
-Εσύ Λενιώ, δεν βάζεις καμιά πιο μακριά φούστα, γελάει ο κόσμος;
-Κι εσύ Ρηνιώ, κόψε τα ξεμοναχιάσματα με το Διαμαντή, στα πευκάκια τ’ Αϊ-Λιά. Τι ζήλεψες απ’ αυτόν το ξεβράκωτο;
-Όχι να κάνει ο καθένας ότι θέλει, αφεντικό εδώ μέσα είμαι εγώ, τ’ ακούτε! Ύστερα έπαιρνε τη φυλλάδα του κι έχωνε μέσα τη μούρη του.
Όση υπομονή και να είχε η Λενιώ και η κόρη της, δεν υποφέρονταν ο αυταρχισμός και η γκρίνια του άντρα της. Βλέπεις έκανε το λάθος στην αρχή που έβρισκε δουλειές, δεν το έκανε γιατί αυτός που ήταν παλαιών αρχών δεν την άφηνε να δουλέψει, είτε από ζήλεια, είτε για να ασκεί έλεγχο πάνω της. Τα χρόνια περνούσαν, η κόρη τους έγινε είκοσι πέντε χρονών και η κατάσταση ίδια κι απαράλλαχτη. Ώσπου μια μέρα δεν άντεξε και του είπε:
-Αφεντικό είναι ο καθένας στον εαυτό του, πάψε να μας θεωρείς κτήμα σου και άφησε τη Ρηνιώ να πάρει όποιον της αρέσει.
Άστραψε και βρόντησε ο Ζερβός!
-Σηκώθηκαν τα ποδάρια να βαρέσουν το κεφάλι;
Έκλεισε με δύναμη την πόρτα και έφυγε. Πήγε και βρήκε τον πατέρα του Διαμαντή και του είπε απειλητικά:
-Να πεις στο γιο σου, να πάρει τα μάτια του απ’ τη Ρηνιώ μου, γιατί θα έχουμε άσχημα ξεμπερδέματα, δεν είμαστε ίσιοι κι όμοιοι.
Μετά από λίγο καιρό βρήκε τη Ρηνιώ και το Διαμαντή, να κάθονται σ’ ένα παγκάκι στο πάρκο και να κουβεντιάζουν. Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και τον άρπαξε απ’ το λαιμό έτοιμος να τον πνίξει.
-Να μην σε ξαναδώ με την κόρη μου, γιατί θα σε μπουζουριάσω.
Ύστερα ταίριασε το περίστροφο στη θήκη του επιδεικτικά.
Ο Διαμαντής τον άλλο χρόνο έφυγε στη Γερμανία, εξ αιτίας της φτώχεια τους και της αφόρητης κατάστασης με το Ζερβό.
Δεν του έφταναν τα οικογενειακά προβλήματα του Ζερβού, εκείνες τις μέρες έγινε και μια διάρρηξη σ’ ένα μικρό χωριό, το Γερακλί κι έπρεπε, ως λαγωνικό που ήταν, να την εξιχνιάσει! Κάποιος, κάποιοι άνοιξαν το καφενείο της κυρα-Σοφίας, που τον πήρε τηλέφωνο αναστατωμένη και κλαμένη. Τί να της πάρουν, λίγα φραγκοδίφραγκα που είχε στο συρτάρι και μερικά λουκουμάκια που είχε για την κολτσίνα! Πήγε ο ίδιος με τον οδηγό του, επί τόπου, να εξετάσει το θέμα.
-Ποιον υποψιάζεσαι, την ρώτησε.
-Δεν ξέρω, κυρ-αστυνόμε, μάλλον εκείνος ο Σπύρος, ο παλαβός.
Συνέλαβε τον Σπύρο και τον οδήγησε στο κρατητήριο, τον κλείδωσε μέσα στα σίδερα και του είπε:
-Πάω να πιώ ένα καφεδάκι και μετά έρχομαι, να μου τα πεις.
Ήξερε από ψυχολογική πίεση, ο Ζερβός, την είχε μάθει στη σχολή του!
Ο Σπύρος έκοβε καρφιά στο μικρό και βρώμικο κελί του, μετανιωμένος για την πράξη του. Πέρασαν δυο ολόκληρες ώρες, ώσπου άκουσε το κλειδί να γυρίζει στη σιδερένια πόρτα. Μπήκε ο Ζερβός με ένα μαστίγιο στο χέρι και του έδωσε δυο γερές.
-Θα μου τα πεις με το καλό ή με το άγριο;
-Πού τ’ αμολάς έτσι αυτό το λιοράβδι, μη με βαράς κυρ-αστυνόμε, θα σου τα πω όλα. Εγώ μαζί με το φίλο μου το Χρήστο, ανοίξαμε το μαγαζί.
Πήρε τηλέφωνο στο Γερακλί, να ειδοποιήσουν τον Χρήστο, να είναι στο τηλέφωνο σε μία ώρα. Όταν ξαναπήρε τηλέφωνο, ο Χρήστος ήταν εκεί και περίμενε ανήσυχος, υποψιάζονταν πως θα είχε ομολογήσει ο Σπύρος.
-Να έρθεις στο τμήμα, σε θέλω του είπε.
-Δε μπορώ να έρθω κυρ-αστυνόμε, εδώ έχουμε δλειές, έχουμε θέρο.
-Θα έρθεις ή θα έρθω εγώ στο χωριό;
-Άμα είναι έτσι κυρ-αστυνόμε, έρχομαι μοναχός μου!
Τέτοιες ιστορίες είχε τότε, το αστυνομικό δελτίο!
Πέρασαν τριάντα χρόνια από τότε και ο Διαμαντής δεν έμαθε κανένα νέο απ’ τη Ρηνιώ. Ο πατέρας του, του έγραψε πως πήρε μετάθεση ο Ζερβός και χάσανε τα ίχνη του.
Ακόμα στοιχειώνουν μέσα του η εικόνα της, τα λόγια της και τα φιλιά της. Πόσο μεγάλη αμαρτία είναι να χωρίζεις δυο αγαπημένα παιδιά και να σημαδεύεις τις ζωές τους. Με ποιο δικαίωμα; Με ποιά δικαιολογία; Γιατί, γιατί;
Φέτος ο χειμώνας ήταν βαρύς, παγωνιές και ξεροβόρι. Ο Διαμαντής γύρισε για πάντα στο τόπο του, δεν καζάντισε στη ξενιτιά, μόνο φαρμάκια και πίκρες γεύτηκε. Κατέβηκε στην Αθήνα να συναντήσει έναν παλιό φίλο του, που είχε μια επιχείρηση με διακοσμητικά είδη.
Ένα βράδυ καθώς περπατούσε συλλογισμένος, σ’ ένα ερημικό σοκάκι με λιγοστό φωτισμό, είδε να έρχεται απ’ την απέναντι μεριά μια αντρική σιλουέτα, που όσο κοντοζύγωνε τόσο πιο γνωστή του φαινόταν. Μια ταραχή τον κυρίεψε, γιατί το πρόσωπο αυτό έμοιαζε, να μην πω ήταν ολόιδιο με τον Ζερβό, τον πατέρα της Ρηνιώς. Αυτός ήταν η αιτία που χώρισε με τη πρώτη του αγάπη, που ήπιε τόσο φαρμάκι! Αν μπορούσε να τον ρωτούσε, είναι καλά η Ρηνιώ, είναι ευτυχισμένη θα τον ανακούφιζε να μάθει κάτι γι’ αυτήν. Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του, ρίχνοντας κλεφτές αλλά ερευνητικές ματιές στο πρόσωπο, που του έφερε τόση αναστάτωση, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα έκανε τον αδιάφορο και τον προσπέρασε. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως αυτός ήταν ο Ζερβός, αλλά ξαναγύρισε να ρίξει ακόμα μία ματιά, μα είδε μόνο τις πλάτες του.
Αλλά κι ο άνθρωπος που έρχονταν απ’ την απέναντι πλευρά, δεν ήταν αμέριμνος, ξένοιαστος περιπατητής, έδειξε κι αυτός έκπληξη για την αναπάντεχη συνάντηση. Αν ήταν ο πατέρας της Ρηνιώς, θα κατάλαβε έστω και τώρα πόσο κακό έκανε στην κόρη του, που ήθελε να διαφεντεύει τη ζωή της! Τέτοιο αγύριστο κεφάλι, ποτέ δεν θα έλεγε πως έσφαλα, έκανα λάθος. Κρυφά γύρισε κι αυτός κι έριξε μια τελευταία ματιά, αλλά είδε τις πλάτες του ανθρώπου που ήταν τυλιγμένος στο παλτό του.
Όπως και να είχε ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Τα ερωτήματα δεν πήραν απάντηση, η πίκρα δε λιγόστεψε, ο πυρετός δεν έπεσε…
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου