O Βασιλιάς και το άλογό του
– Αραβικό μου άτι, γλήγορο φαρί,
την Πόλη έζωσε ο Τούρκος, την ξεμόνωσε
και σελώνω σε,
να βγούμε για χουσμέτι, για στρατί μακρύ.
– Ω, ρήγα μου αντρειωμένε, άξιε βασιλιά,
εγώ ’μαι το φαρί σου και τ’ αλόγατο,
για μολόγα το.
Γιατί έβανες στη σέλα σκάλες και σκαλιά;
Σπιρούνια έχεις τα πόδια, φτερνιστήρια δυο,
κρατείς μύρια στα χέρια χρυσοφλάμπουρα,
πυργοτάμπουρα
πότε από κει κοιτάζεις, πότε κι από δω.
– Τα φλάμπουρα δεν τα ’χω τούτα για μεντζί,
δε βγαίνω στα καλά μου τα καθούμενα,
πια λαλούμενα
ούτε από φίλους φτάνουν, ούτε απ’ τον Σφραντζή.
Τούτον το Μάη το μήνα, τούτον τον καιρό,
γκέμι χαράς δε σου ’χω στο γριβόλαιμο,
γιατί πόλεμο
μεγάλο περιμένω, μέγα καρτερώ.
Το κάθε μου μπαϊράκι έχει ένα πουλί,
δικέφαλο αϊτοπούλι και τα κρόσσια του
είναι η γλώσσα του,
μ’ αυτά μιλάει στη Δύση, στην Ανατολή.
Ντάπια σε ντάπια, απόψε, γύρα θ’ ανεβώ,
δε θέλω τα ταμπούρια να ’ναι στέρφ’, αλί,
μα δικέφαλοι
αϊτοί εκεί ν’ ανεμίζουν, στόλισμ’ ακριβό.
Στους Τούρκους η παντιέρα, σαν αναρριγεί,
να λέει με το μαϊστράλι, με το ζέφυρο,
σαπιογέφυρο
δε θα ’βρουν, να περάσουν στην πλατιά μου γη.
Μ’ αν άγριος έρθει λίβας, μαύρη ανεμική
κι από τα κάστρα πέσει κάθε λάβαρο,
σαν να ’σαι άβαρο
πουλάκι, αποκοιμήσου σε λαγούμι εκεί.
Κι εγώ μες στ’ Άγιο Βήμα θα μαρμαρωθώ,
το γνώριμό σου ξέρω το χρεμέτισμα,
σαν χαιρέτισμα
στον ύπνο θα τ’ ακούσω και θα σηκωθώ.
Ακούω, θα πω, καβούλι, κλέφτικα σπαθιά,
ακούω κι έναν αγέρα βουκινάτορα.
– Αυτοκράτορα,
ξύπνα και μην κοιμάσαι μες στη γη βαθιά!
Τρέχει το χελιδόνι Μάρτη και λαλεί,
πάρε το φοβερό σου κι άξιο δόρατο,
πάρ’ το, φόρα το,
να το θαυμάσει πάλι Δύση-Ανατολή.
Ω, τρισποθούμενη ώρα, ώρ’ αυγής ξανθής,
θ’ ανοίξω τα υπνωμένα ματοτσίνορα
και τα σύνορα
να βρούμε, σα σφυρίξω πάλι για να ’ρθείς.
Θα στήσουμε μπαϊράκια στα καστριά ξανά,
δικέφαλοι θα τρέξουν μες στις ρουγές τους,
τις φτερούγες τους
θ’ απλώσουνε στους κάμπους, στα ψηλά βουνά.
Άιντε, πάμε απ’ την Πύλη, άτι, τη Χρυσή,
φορές βγήκαμ’ εκείθε, φορές μπήκαμε.
– Καβαλίκα με,
τραβάμε, βασιλιά μου, όπου θες εσύ.
Βίτσισέ με και δράμω και σε πάω γοργά,
γοργά τούτο να κάνεις και να πράξεις το,
να στέκει άξυστο
στις κούλιες τ’ αϊτοπούλι και να φτερουγά!
Γιάννης Ανδ. Σαντάρμης
Γλωσσάρι
βιτσίζω = χτυπώ με τη βίτσα, με τη λεπτή δηλαδή βέργα.
βουκινάτορας, ο = αυτός που χτυπά το βούκινο του πολέμου, σαλπιγκτής.
γκέμι, το = το χαλινάρι του αλόγου.
γριβόλαιμος, ο = ψαρός λαιμός, γκρίζος.
καβούλι, το = συνθηματικό σημάδι συνεννόησης με τουφέκι, με σφύριγμα, με χουγιατό, με φωτιά, με καπνό, ακουστική δηλαδή και οπτική τηλεγραφία, συμφωνία, φουμάδα.
κούλια, η = φυλάκιο σε μορφή μικρού πύργου, παρατηρητήριο σε ψηλή θέση, απ’ όπου μπορεί να παρατηρεί κανείς ένα μεγάλο κύκλο ξηράς ή θάλασσας, σκοπιά, βίγλα, προμαχώνας.
λαγούμι, το = άνοιγμα στη γη χωρίς διέξοδο, υπόγειος δρόμος, υπόνομος.
λαλούμενο, το = το όργανο της μουσικής κομπανίας.
λίβας, ο = καυτερός αγέρας, λιβάκωμα, χαμψίνι, σιμούν.
μαρμαρωθώ (Μαρμαρωμένος Βασιλιάς) = Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, που, κατά την παράδοση, κοιμήθηκε πεθαίνοντας στην έπαλξη, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οδηγούμενος από Άγγελο Θεού στην Αργυρά Πύλη της Αγια-Σοφιάς, και θα επανέλθει στη ζωή, ν’ απαλείψει την ντροπή της υποδούλωσης των Ελλήνων στους Τούρκους, καταδιώκοντάς τους ως την Κόκκινη Μηλιά, το μακρινότερο σημείο του ελληνικού χώρου.
μεντζί, το = ομάδα ανθρώπων που παρέχουν εργασία χωρίς αμοιβή, με όρο την ανταπόδοση της εκδούλευσης, παρακάλεση, περκάλεση.
ντάπια, η = οχύρωμα, προμαχώνας, βίγλα, ταμπούρι.
ρούγα, η = δρόμος, γειτονιά.
σκάλα (αλόγου) η = μεταλλικό ημικύκλιο που κρέμεται με λουρί απ’ τη σέλα και χρησιμεύει στον καβαλάρη για αναβατήρας στο άλογο, ζυγκί, σκαλοπάτα.
σπιρούνι, το = μεταλλικό εξάρτημα στη φτέρνα των παπουτσιών του ιππέα, για το κέντημα του αλόγου, φτερνιστήρι.
στέρφα, η = στείρα, άγονη.
φαρί, το = άλογο· ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, στις 28 Μαΐου 1453, την παραμονή της άλωσης, καβαλίκεψε το αραβικό του άλογο και με τη συνοδεία του περιέτρεξε τα τείχη της Πόλης, επιθεωρώντας τα, για μία ακόμη φορά. Πριν από το λάλημα των πετεινών, το πρωί, πήρε τη θέση του στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού.
φτερνιστήρι, το = βλέπε λέξη: σπιρούνι.
χουσμέτι, το = εξυπηρέτηση χωρίς αμοιβή, εκδούλευση.
χρεμέτισμα, το = χλιμίντρισμα αλόγου.
* * *
Υπομνηματισμός
Χρυσή Πύλη
Η Χρυσή Πύλη ήταν η ωραιότερη και ενδοξότερη Πύλη στα τείχη του Βυζαντίου. Κάτω από τη θριαμβευτική της αψίδα έβγαιναν οι αυτοκράτορες ή έμπαιναν, επιστρέφοντας τροπαιούχοι από τις στρατιωτικές εκστρατείες.
Η Χρυσή Πύλη ήταν απέναντι από το Επταπύργιο, το Γετὶ Κουλέ, δεξιά κι αριστερά υπήρχαν άλλες δύο Πύλες. Τα τείχη γύρω από τη Χρυσή Πύλη ήταν στολισμένα με λαμπρές γλυπτές παραστάσεις, τους άθλους του Ηρακλή, την καταδίκη του Προμηθέα, την κοσμούσαν και πολλά ωραία αγάλματα, με ονομαστό το επίχρυσο άγαλμα της Νίκης. Ονομάσθηκε Χρυσή Πύλη από τα πολλά σε αυτή χρυσά κοσμήματα.
Πρώτος απ’ αυτή πέρασε με όχημα που το έσερναν ελέφαντες ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος. Στην είσοδό της μπήκε ο στρατηγός Βελισάριος, νικώντας τους Πέρσες, τους Γότθους και τους Βανδάλους. Επίσης, ο Νικηφόρος Φωκάς, φέρνοντας τρόπαια απ’ τη Συρία. Το κατώφλι της πάτησαν θριαμβευτές ο στρατηγός Τσιμισκής, ο Λεκαπηνός, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, γυρίζοντας απ’ τον πολύχρονο πόλεμο εναντίον των Περσών, με λιοκαμένο πρόσωπο και με γένια πια άσπρα απ’ τις ταλαιπωρίες.
Τίποτε όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με τον γυρισμό και το πέρασμα απ’ τη Χρυσή Πύλη του βασιλιά Μιχαήλ Παλαιολόγου, ύστερ’ απ’ την εκδίωξη των Φράγκων, ο οποίος έστησε πάλι τον θρόνο του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μπροστά από τη βασιλική πομπή, πήγαινε η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, που τη συνόδευε ο μητροπολίτης Κυζίκου, γιατί απουσίαζε ο Πατριάρχης. Ακολουθούσε ο αυτοκράτορας πεζός με την αυτοκράτειρα και τον δίχρονο γιό τους Ανδρόνικο, και πιο πίσω ερχόταν όλος ο λαός, κλαίγοντας από χαρά και βαδίζοντας κάτω από τον πυρωμένο ήλιο του μεσημεριού.
Πριν να περάσει κανείς την Πύλη, με την άφιξη του Μιχαήλ Παλαιολόγου, ο Μητροπολίτης ανέβηκε σ’ έναν από τους πύργους της, κράτησε την εικόνα της Θεοτόκου, διάβασε ευχή, που την έγραψε επίτηδες για την ώρα τούτη, ενώ ο αυτοκράτορας, βγάζοντας το βασιλικό στέμμα, γονάτισε, και μαζί του στο γονάτισμα τον μιμήθηκε όλος ο λαός. Εκατό φορές γονάτισαν έτσι και σηκώθηκαν, λέγοντας το, Κύριε ελέησον, που αναφωνούσε ο διάκος. Ύστερα, περνώντας τη Χρυσή Πύλη, μπήκε ο αυτοκράτορας στην Κωνσταντινούπολη, κατευθύνθηκε πρώτα πεζός μέχρι τη μονή Στουδίου, κατόπιν, με το άλογο, πήγε στην Αγια-Σοφία, να ευχαριστήσει τον Θεό, και από εκεί κατέληξε στο παλάτι.
Γεώργιος Σφραντζής
Βυζαντινός συγγραφέας (1401-άγνωστο πότε πέθανε), έζησε από κοντά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, συμμετέχοντας κι αυτός στον πόλεμο. Ήταν στενός φίλος του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου απ’ τα νεανικά του χρόνια και κουμπάρος του, βαπτίζοντας τα παιδιά του, αλλά και στον γάμο του (1438) παραστάθηκε ο βασιλιάς, ως παράνυμφος. Έγραψε για την άλωση το Μικρό Χρονικό, σώζεται και το Μεγάλο Χρονικό, αλλ’ αυτό νοθεύθηκε. Πήγε μοναχός (1468) στη μονή Ταρχανιτών (επώνυμο Βυζαντινών) της Κερκύρας και πέθανε με το όνομα Γρηγόριος. Επίσης, κι η γυναίκα του Ελένη, κόρη του Αλέξιου Παλαιολόγου του Εξαπλάκωνος, έγινε μοναχή και μετονομάσθηκε σε Ευπραξία. Κατά την άλωση, ο αυτοκράτορας, που αγαπούσε τον Σφραντζή, δεν τον κράτησε στην Πύλη του Ρωμανού, σθεναρή πύλη, που υπερασπιζόταν αυτός, αλλά τον έστειλε αλλού, να τον γλιτώσει απ’ τις φονικές μάχες που γίνονταν εκεί.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου