TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Η φωτογραφία

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

       Ήταν μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη Κυριακή, η λειτουργία στην εκκλησία είχε τελέψει εδώ και ώρα, όταν άκουσα στην αυλή τον πατέρα να κουβεντιάζει με τον Κώστα τον γείτονα. Ήρθε να μας βγάλει μια οικογενειακή φωτογραφία, ήταν ο μόνος στο χωριό που είχε φωτογραφική μηχανή. Αυτός απαθανάτιζε τα νιόπαντρα ζευγάρια, τα βαφτίσια, τα πανηγύρια και κάθε σημαντικό γεγονός στο χωριό. Αυτός διάλεγε το σκηνικό κι έδινε οδηγίες πώς να σταθούν για να βγει σωστά η φωτογραφία. Μας οδήγησε πίσω απ’ το σπίτι τ’ Αυγεροκώστα, εκεί κάρφωσε ένα μεγάλο άσπρο πανί στον πέτρινο τοίχο και είπε στον πατέρα να φέρει δυο καρέκλες. Έβαλε τις δυο ψάθινες καρέκλες μπροστά από το άσπρο πανί κι έκατσαν δίπλα-δίπλα η μάνα κι ο πατέρας. Εγώ θα ήμουν τότε τεσσάρων ή πέντε χρονών κι η αδερφή μου ένα χρόνο μεγαλύτερη. Εμένα μου είπε να είμαι όρθιος δίπλα στη μάνα μου και την αδερφή μου όρθια δίπλα στον πατέρα, για αντίθεση!

       Πέρασε στο λαιμό του, το μακρύ λουράκι της μηχανής, άνοιξε το γυαλιστερό καφετί δερμάτινο κάλυμμα της κι άρχισε να ταιριάζει το φακό. Ο πατέρας φορούσε ένα καφέ ριγέ κοστούμι, με σταυροκουμπωτό σακάκι, μάλλον θα ήταν το γαμπριάτικο και η μάνα ένα λουλουδάτο φόρεμα. Είχε βγάλει την μαντίλα και έδεσε τις κοτσίδες πάνω στο κεφάλι σαν στεφάνι. Η αδερφή μου ήταν σοβαρή, ακούμπησε το χέρι της στο πόδι του πατέρα και ίσιασε τις αφέλειες στα μαύρα της μαλλιά. Τα δυο λιόμαυρα ματάκια της φώτιζαν το κάτασπρο προσωπάκι της. Εγώ ένιωθα αμήχανα, έπιασα τις τιράντες απ’ το μάλλινο παντελόνι μου, που έφτανε μέχρι το γόνατο και κοίταζα κατάματα το φωτογράφο! Κι ενώ όλα ήταν έτοιμα για την μεγάλη στιγμή, ο πατέρας πετάχτηκε απ’ την καρέκλα του.

       -Περίμενε Κώστα, κάτι ξέχασα. Πήγε τρέχοντας στο σπίτι και πήρε δυο γλάστρες με ανθισμένες μαντζουράνες. Τις έβαλε μία δεξιά και μία ζερβά κι έτσι ολοκληρώθηκε το σκηνικό της φωτογραφίας!

       Στη ματιά του φαίνονταν η χαρά και μια περηφάνια, για την φαμελιά που τον περιστοίχιζε. Ήταν μια δικαίωση του αγώνα της ζωής, οι καρποί μιας αγάπης της νιότης, που ακολουθεί τυφλά το όνειρο, χωρίς δεύτερες σκέψεις.

       Κι ύστερα όλα αυτά κλείστηκαν σε μια παγερή κορνίζα. Την κοιτάζω σιωπηλά, προσπαθώ να μπολιάσω το τώρα με το κάποτε, ολοζώντανα χοροπηδάνε οι μνήμες στο μυαλό μου, με άδεια χέρια έφυγε η λησμονιά, τίποτα δεν πήρε ο χρόνος.

Γιώργος Ζούγρος

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: