Ο παππούς φόρτωσε στο γάιδαρο άχυρο,
παλιά ρούχα, μερικά τενεκεδάκια και κινήσαμε για τ’ αμπέλι, να φτιάξουμε το
σκιάχτρο. Μόλις πήραμε το ίσιωμα, μ’ έβαλε κι εμένα καβάλα πισωκάπουλα. Πιο
πέρα μια οχιά λιάζονταν στον όχτο, με το καρό της φόρεμα και μόλις μας άκουσε
σύρθηκε αθόρυβα μέσα στα κοντοπούρνια.
Όταν ζυγώσαμε στ’ αμπέλια, μια φωνή
ακούστηκε απ’ τη μεγάλη δραγασιά. Ήταν ο δραγάτης που είχε την κρεβάτα του
ψηλά στη μεγάλη βελανιδιά κι επόπτευε από κει όλα τ’ αμπελοχώραφα. Άγριος,
αξούριστος, με μεγάλα μουστάκια και με το τουφέκι στον ώμο, ήρθε προς το
μέρος μας.
-Ήρθα να φτιάξω ένα σκιάχτρο για τα πλιά
και τις καλιακούδες, είπε ο παππούς κι άρχισε να ξεφορτώνει το γάιδαρο.
- Ορέ δεν αφήνουν τα δυο αντάμα!
- Να ζήσουν θέλουν κι αυτά τα δόλια,
ούλοι τον ίδιο αγώνα δεν κάνουμε;
- Ν’ ασβεστώσεις και λίγα λιθάρια
γύρω-γύρω να σκιάζονται ο ασβός κι η αλεπού, είπε ο δραγάτης.
Παλιότερα όποιος έβρισκε κάποιο σκυλί μέσα στ’ αμπέλι του, είχε το
δικαίωμα να το σκοτώσει χωρίς να έχει συνέπειες. Έτσι βγήκε η φράση «Πήγε σαν
το σκυλί στ’ αμπέλι!».
Τον Τρυγητή σαν μέστωναν και γλύκαιναν
τα σταφύλια ο δραγάτης γνωστοποιούσε σ’ όλο το χωριό την ημέρα που θα άρχιζε
ο τρύγος. Μαζεύονταν τότε όλο το χωριό με τα γαϊδουράκια και τα κοφίνια και
περίμεναν στο εικονισματάκι που είναι στην άκρη των αμπελιών, ώσπου να δώσει
το σύνθημα ο δραγάτης. Και τότε ξεχύνονταν όλοι με γέλια και χαρές στ’ αμπέλι
τους κι οι κοπέλες άρχιζαν το τραγούδι.
Ο τρύγος κράταγε δυο-τρεις μέρες. Ύστερα
πάταγαν τα σταφύλια κι έβαζαν το μούστο στα κρασοβάρελα. Οι γυναίκες
έφτιαχναν μουσταλευριές, πετιμέζι και μουστοκούλουρα. Αργότερα έβγαζαν και τα
τσίπουρα στο καζάνι της εκκλησίας. Το τσίπουρο και το λουκούμι ήταν το
συνηθισμένο κέρασμα σ’ όλα τα σπίτια.
Οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου και τον
συναντάμε παντού στις γιορτές, στις χαρές, ακόμα και στην μεταλαβιά της
Κυριακής.
Αγαπημένος κι ευλογημένος καρπός το σταφύλι
δέθηκε με την παράδοση και τα τραγούδια μας.
«Σταφύλι
μου κρουστάλλινο και βρύση κρύα βρύση
και μήλο κατακόκκινο, πού στρώνεις, πού
κοιμάσαι;»
«Νύφη
μ’ στα χιόνια λούζουσαν και πήρες την ασπράδα
κι
από σταφύλι άνυδρο πήρες τη νοστιμάδα»
Μπροστά στα περισσότερα σπίτια του
χωριού βλέπεις την κληματαριά, να σκαρφαλώνει στο μπαλκονάκι και να ισκιώνει
την αυλή.
«Πανάθεμα
που φύτεψε το κλήμα στην αυλή σου
και
ίσκιωσε και σκέπασε την πόρτα τ’ αργαλειού σου.
Τον
αργαλειό σου τον ακούω και σένα δε σε γλέπω.»
Από ‘δω έκοβε η μάνα τα τρυφερά
κληματόφυλλα για τα νόστιμα ντολμαδάκια κι ο πατέρας τις κληματόβεργες για το
αρνί του Πάσχα.
«Αν
έχεις αμπέλια, χωράφια κι ελιές
πούλα
τα μικρούλα μου και κάντα δραχμές…»
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου