TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

"Το παλούκωμα"

                                      Το παλούκωμα*

 

                                                       Πηγή φωτο: https://www.google.com/search?q

 

Ο ρασοφόρος γέροντας κάθεται στο κελί του,

αφήνει από τα χέρια του το ιερό οχταήχι

κι όπως ο νους του φτερουγά στην πατρική τη γη του,

κάποια γλυκά λογιάσματα και κάποια καρδιοχτύπια

του νότισαν τα βλέφαρα, του μούσκεψαν τα μάτια.

  Σε κλαίω, σκλάβα πατρίδα μου και τουρκοπατημένη.

Κάτι κρύβει στον κόρφο του και το συχνομαλάζει

και χαίρεται το μάλαγμα και κλέφτικα σφυρίζει,

μέσα σφυρίζει αυτός, γρικά έν’ άλλο σφύριγμα όξω,

που σέρνει ο πετροκότσυφας στο ξάγναντο λιθάρι,

σα να του λέει να σηκωθεί, ν’ αδράξει το τουφέκι.

Κάπου τουφέκια πέφτουνε, κάπου αρμούτια βροντάνε,

κάπου αγέρας φυσά βαρύς και κουβαλά η πνοή του

από μπαρούτι μυρωδιά και ντούχνα και καπνούρα.

  Εσύ, πουλί, πουλάκι μου και πετροχελιδόνι,

που γκιζεράς εδώ κι εκεί στα πέτρινα τα κάστρα,

εσύ, πουλί, πουλάκι μου και πολυαγαπημένο,

που κουβαλάς τις μολογές, που φέρνεις τα χαμπέρια,

πες μου, που καίει ο τζεπχανές, που πέφτουν τα τουφέκια;

  Τα καρακόλια ανάψανε και τα μεντένια καίνε,

η κούλια της Μονεμβασιάς, του Ζητουνιού η ντάπια

κι αυτό το Κάστρο το τρανό κι αυτό το Μεσολόγγι,

καπνολογάν νυχτόημερα, δαυλιά είναι αναμμένα.

  Για ρώτησέ τους, βρε πουλί, πες στους Μεσολογγίτες.

Με θέλουνε κι εμένανε, με παίρνουν στον ταϊφά τους;

Μέσα η καρδιά μου καίγεται, το αίμα μου κοχλάζει,

να πάω κι εγώ στο πλάγι τους, να ρίξω ένα τουφέκι,

τουφέκι για τον τόπο μου, για την ξελευτεριά του.

  Παπά μ’, σιμά, παπά μ’, κοντά στ’ Άγιο Σινά εσύ ’σαι,

άνοιξε τις φτερούγες σου και πέτα σαν πουλάκι,

δε θ’ αργήσεις πάρα πολύ, δυο, τρείς μέρες θα κάνεις,

τη μια, πολλά μίλια θα πας, την άλλην, άλλα τόσα,

την τρίτη, τη στερνότερη, θα μπεις στο Μεσολόγγι.

  Αφήνω πια το θυμιατό, στην άκρη το κρεμάω,

θα πάρω άλλο στα στήθια μου, κάτι ακριβό θα πάρω,

με το Βαγγέλιο το μικρό το κεροσταλαγμένο.

  Σαν τ’ είναι αυτό που σκέφτεσαι, σαν τί θα κουβαλήσεις;

  Είναι κρυφό κι απόκρυφο και δεν ξομολογιέται,

εσύ πουλί ’σαι φτερωτό, που λες και δε σωπαίνεις,

θα πάρεις μου το μυστικό και θα το μαρτυρήσεις

κι αυτό ’ναι ονείρατο χρυσό και ουρανοσταλμένο

κι εγώ μ’ ετούτο τ’ όνειρο κοιμάμαι και ξυπνάω,

με τα πουλιά το τραγουδώ, με τα πουλιά το λέω,

το λέγω με τις πέρδικες μαζί και με τους κούκους,

σαν έρχεται η άνοιξη, κι εγώ μιαν άνοιξη άλλη

ονείρομαι του τόπου μου, που ’χει σκλαβιάς χειμώνα.

Το μυστικό μου τραγουδώ και το ’χω αυτού κρυμμένο.

Ταχιά θα πάω στον τόπο μου, θα πάω στο Μεσολόγγι.

  Παπά μου, ώρα σου καλή, χρυσό το κίνημά σου,

τραγούδι να ’ναι ο δρόμος σου, τραγούδι το στρατί σου,

σαν το τραγούδι που κρατάς στον κόρφο σου κρυμμένο.

Σφυρίζοντας ξεκίνησε και τραγουδώντας φτάνει,

τον βλέπουν τα πετούμενα, του Κάστρου τα πουλάκια,

γλυκό τού στέλνουν λάλημα και τον καλωσορίζουν.

  Καλώς τον άγιο γέροντα, π’ άφησε το θυμιάμα

κι ήρθε στους μπαρουτοκαπνούς, στα κλέφτικα κρουσούμια.

  Μαύρο Καστρί της Ρούμελης και δόλιο Μεσολόγγι,

ζωσμένο σ’ έχουνε στενά με τόπια και κανόνια.

Πώς ζεις και πώς πορεύεσαι και πώς ολόρθο στέκεις,

που δυο πασάδες σε βαρούν, ένας πίσω απ’ τον άλλον;

  Έχω λεβέντες διαλεχτούς, αντρείους καπεταναίους.

  Του καλογήρου έβγαλα εγώ τη ζώση από τη μέση

και το σελάχι φόρεσα του κλεφταρματωμένου.

Πως να ’ταν, Κάστρο, βολετὸ κι εγώ μέσα σου να ’μπω,

να πάρω αρμούτι απ’ το σωρό, ν’ αδράξω ένα τουφέκι,

φωτιά να ρίχνω στην Τουρκιά, να καίγω τους απίστους.

Τούρκος ακούει τα λόγια του κι αγριεύει και πεισμώνει.

  Μην κουνηθείς, καλόγερε, στον τόπο σε ξαπλώνω,

μου κάνει διάνεμα ο πασάς, ο Κιουταχής σε θέλει.

  Έλα δώθενε, βρε παπά, σίμωσε ακόμα λίγο,

τηράς τη μάντρα τη φτωχή, το έρμο Μεσολόγγι,

το μέτωπό σου ίδρωσε, θέλεις για να ’μπεις μέσα.

Τί κρύβεις μες στα στήθια σου κι είν’ έτσι φουσκωμένα,

μήνα ταΐνια κουβαλάς, μήνα μολύβια φέρνεις;

Για ζύγωσε ακόμα, να ιδώ τι φόρτωμα έχεις μέσα.

  Μην κρούσεις το σωκόρφι μου, τα στήθια μη μαλάξεις,

φωτιά αυτού καίει στο στέρνο μου και θα σε κατακάψει,

τραγούδια έχω του τόπου μου, που τραγουδάνε οι κλέφτες,

που τραγουδάν κι οι αρματωλοί, καιρούς τα τραγουδάνε,

μαύρους καιρούς κι ατέλειωτους και τετρακόσια χρόνια.

  Ξεθηλυκώσου, γέροντα, κι όσο να τα ξεβγάνεις,

θα κράξω το γραμματικό να ’ρθεί να τα διαβάσει.

  Εγώ τ’ ανοιώ, εγώ τα κλειώ, εγώ να τα διαβάσω.

  Για σίμωσε, ωρέ μπίρο μου, πάρε αυτά, διάβασέ τα

κι ασ’ τον παπά να τσαμπουνά πως έχεις ανημπόρια.

  Δε θα μπορέσει ο άμοιρος να τα καλοδιαβάσει,

τα δάκρυά μου, εδώ κι εκεί, σταλάξαν στις φυλλάδες

και οι φυλλάδες μούσκεψαν, τα γράμματα έχουν σβήσει,

έκλαιγα, σαν τα διάβαζα και σαν τα τραγουδούσα!

  Πάρ’ τα, αναγνώστη, διάβασ’ τα.

                                             Μονάχα τα τραγούδια;

Εδώ βλέπω στον κόρφο του πως έχει και Βαγγέλιο.

  Για πες του. Το Βαγγέλιο αυτό γιατί το κουβαλάει;

  Τ’ ακούρμασα, γραμματικέ.

                                             Μη στέκεις, βιάσου, κρίνε.

  Για να πρααίνει μου η ψυχή, διαβάζω το Βαγγέλιο,

αφού κλαίω με τα κλέφτικα που τραγουδώ τραγούδια.

  Πασά μου, τα τραγούδια αυτά όλα να τα διαβάσω;

  Απ’ την αρχή ξεκίνα τα, όσο που να μπιτίσουν.

«   Βασίλη μ’, κάτσε φρόνιμα να γένεις νοικοκύρης,

να ’χεις κοπάδι πρόβατα, να ’χεις κοπάδι γίδια,

να ’χεις βουβαλοζεύγαρα και να σε λένε αφέντη.

  Μάνα μου,  εγώ δεν κάθομαι να γένω νοικοκύρης,

να ’χω κοπάδι πρόβατα, να ’χω κοπάδι γίδια,

να ’χω βουβαλοζεύγαρα και να με λένε αφέντη

και να ’μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι των γερόντων,

δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου,

θα πάρω το τουφέκι μου, θα πάω να γένω κλέφτης,

κλέφτης απάνω στα βουνά κι αρματωλός στους κάμπους.

Πουρνό φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.

  Γειά σας, βουνά, με τις δροσιές, και, κάμποι, με τις πάχνες.

  Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι!»

  Τί είναι αυτά που κουβαλάς απάνω σου, Γκιαούρη,

έχεις κι άλλα στα στήθια σου, στα τουρλωμένα στήθια;

  Χιλιάδες έχω απ’ αυτά κι εδώ και στο κελί μου!

  Κι άλλος παπάς εκότησε, ο Διάκος ο Θανάσης,

κι έκανε σαν κι εσένανε, εκείνονε στη σούφλα

τον ψήσαμε, σαν το σφαχτό, φριχτά βγήκε η ψυχή του.

  Ωραίος του Διάκου ο θάνατος, ο πιο ωραίος απ’ όλους,

πέθανε για τον τόπο του, για τη γλυκιά του πίστη,

φιλάκια ήταν τα κάρβουνα ολόζεστ’ απ’ τους κλέφτες!

  Μ’ αυτά που λες, βάνεις φωτιά σ’ όλο μας το ντοβλέτι.

  Δική σου λες τούτη τη γη, τη γη την πατρική μου,

δική σου την Αγια-Σοφιά, τις εκκλησιές δικές σου;

Κομμάτι ένα του τόπου μου θωρώ κι αναγαλλιάζω!

Θωρώ αντίκρυ το Κάρλελι, βλέπω το Μεσολόγγι

και δε χορταίνω κοίταγμα, μου φαίνεται απ’ τ’ αρμούτια,

σαν μοσχολίβανο, ο καπνός στον ουρανό ανεβαίνει,

που στέλνουν του Χριστού οι πιστοί, τα πλάσματα του Πλάστη.

  Σε λίγο, στο παλούκι εκεί, βαθιά παλουκωμένος,

το φράχτη αυτόν, όπου μου λες, τον περιφρονημένο,

κατάγναντα θα τον τηράς, όσο να ξεψυχήσεις,

μ’ εκείνους τους Γκιαούρηδες, που σέρνουμε δεμένους,

και τις Γκιαούρισσες μαζί με τα παιδόπουλά τους.

  Εμέ κι αν με χαλάσετε, μια στάλα δε με νοιάζει,

με νοιάζει μην πετάξετε τα λατρευτά τραγούδια,

δώσ’τε τα σε κάναν ραγιά, για να τα μελετάει,

να κλαίει κι όλο να ονείρεται, να ονείρεται, να κλαίει,

μη φτάσει ως τους ουρανούς ο αναστεναγμός του...

  Μωρ’ δεν τηράς που χάνεσαι, έγνοια έχεις στα τραγούδια;

  Σαν χαϊμαλί στον κόρφο μου τα είχα νύχτα-μέρα,

τα ονείρατα της λευτεριάς μου χρύσωναν ετούτα.

  Σουφλίστε τον τόν άπιστο, χαλάσ’τε τον τόν σκύλο.

  Σκούξε και φώναξε, πασά, και κράξε, σερασκέρη,

εδώ δεν ήρθα να σε ιδώ, ήρθα για να πεθάνω

για τη γλυκιά πατρίδα μου και για το Μεσολόγγι,

ξεβγάνω την κουμπούρα μου και ρίχνω μια σπαλιόρα

και, σαν θυμιάμα, στο Θεό ας ανεβεί ο καπνός της.

Αλλά για πες μου, βρε πασά. Σαν ποιό παλούκι θα ’χω;

  Στη μέση εσύ, δεξιά ζερβά των άλλων τα παλούκια,

να λες λόγια παρηγοριάς σε τέκνα και μεγάλους.

  Ρέζιγος είναι ο πάσσαλος και δε θα με βαστάξει,

φέρε ξύλο γερότερο, γλήγορα να πεθάνω,

να πάω στο Διάκο διάψηλα, να τον σταυροφιλήσω,

που πρώτος έλαχε από εμέ στη σούφλα ν’ αργοσβήσει,

θ’ ανοίξω δρόμο, οι μάρτυρες να ’ρθούν πίσω μου κι οι άλλοι,

μα οι άδολες αυτές ψυχές, οι αθώες, οι παιδικίσιες

και τ’ άγιο ράσο του παπά, που καίεται για την πίστη,

θα σε καταδικάσουνε μπρός στον Κριτή και Πλάστη,

τη μέρα την υστερινή, της Κρίσης την ημέρα.

                                                                                                     Γιάννης Ανδ. Σαντάρμης

 

Γλωσσάρι

ακουρμαίνω = ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι, ακροώμαι.

αρμούτι, το = τουφέκι.

γέροντας, ο = προεστός, κοινοτικός άρχοντας, τοπάρχης.

Γκιαούρης, ο = ο κατά την αντίληψη των Μωαμεθανών άπιστος, χαρακτηρισμός βλάσφημος του χριστιανού.

Γκιαούρισσα, η = η άπιστη χριστιανή, κατά τους Μωαμεθανούς.

γκιζερώ = γυρίζω εδώ κι εκεί, περιφέρομαι, σεργιανώ.

διάνεμα, το = γνέψιμο, νεύμα.

εμάλλιασε η καρδιά μου = κουράσθηκε η καρδιά μου.

Ζητούνι, το = ονομασία της Λαμίας, από τον 8ο αιώνα ως τις 21 Ιουνίου 1832, που περιήλθε στο ελληνικό κράτος και αποχώρησαν οι Τούρκοι κατακτητές.

ζώση, η = ζώνη της μέσης του ανθρώπου, σελάχι, σελαχλίκι, κεμέρι.

καρακόλι, το = εξοχικό κτίσμα, που χρησιμεύει για σκοπιά, στρατιωτική περίπολος.

Κάρλελι, το = το Μεσολόγγι και γενικά η Αιτωλοακαρνανία, επειδή κατεχόταν από τον Κάρολο Τόκο τον Δ΄, τοπάρχη της περιοχής, μέχρι το 1430, Κάρελι.

Κάστρο, το = το Μεσολόγγι.

Κιουταχής Μεχμέτ Ρεσήτ = Τούρκος στρατηγός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1780-1839). Πολιόρκησε το Μεσολόγγι, καυχώμενος στο Σουλτάνο ότι, αν αποτύχει να το καταλάβει, να τον αποκεφαλίσει. Αναγκάσθηκε όμως να συνεργασθεί με τον αντίπαλό του Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου και υποχρέωσαν τη φρουρά της πόλεως του Μεσολογγίου να επιχειρήσει την ηρωική έξοδο στις 10 Απριλίου 1826.

κοπέλι, το = παιδί, υπηρέτης, νόθο παιδί, μούλος.

κοτώ = τολμώ, έχω θάρρος.

κούλια, η = φυλάκιο σε μορφή μικρού πύργου, σκοπιά, οχυρό, προμαχώνας, κουλές.

κρουσούμι, το = μπαρουτόβολο, κουρσούμι.

κρούω = αγγίζω, ακουμπώ, φθάνω, κτυπώ.

μάλαγμα, το = ψηλάφηση, μάλαξη, άγγιγμα.

μαλάζω = αγγίζω, πιάνω, ψηλαφώ, κάνω κάτι ευμάλακτο.

μεντένι, το = έπαλξη φρουρίου, τείχος κάστρου.

μήνα, σύνδ. = μήπως, μην τυχόν.

μολύβι, το = το βόλι από τον κασσίτερο – μόλυβδο του τουφεκιού τού κλεφταρματωλού.

μπίρο, προσφ. = αγαπητέ, γιέ μου, παλικάρι.

μπιτίζω = φέρνω σε τέλος κάτι, τελειώνω, εξαντλούμαι.

νοτίζω = υγραίνω, μουσκεύω.

ντάπια, η = οχυρώνας, προμαχώνας, βίγλα.

ντοβλέτι, το = κράτος.

ντούχνα, η = πολύς και πυκνός καπνός, ντουμάνι, ομίχλη, σύννεφο.

ξεθηλυκώνω = ξεκουμπώνω.

πάχνα, η = η δροσιά που επικάθεται στα φυτά και στα δένδρα, ασπρόπαχνα, τσάφι.

πετροκότσυφας, ο = κότσυφας γκρίζος, με σκοτεινό διάστικτο από σημάδια στήθος, έχει στέρνο ευρύ και τριγωνικό κεφάλι, η μύτη του δεν είναι κίτρινη, συχνάζει στις πέτρες και στους βράχους, το λάλημά του είναι ηχηρό και διαρκές, κότσυφας ο μαυρόγκριζος.

πορεύομαι = περνώ τη ζωή μου, διάγω, συντηρούμαι.

ρέζιγος, ο = επισφαλής, αμφίβολος.

σελάχι, το = ζώνη ανδρική της μέσης, δερμάτινη ή υφαντή ή πλεκτή, που αποτελείται από 3-5 ή και περισσότερα φύλλα, με κεντημένο το εξωτερικό φύλλο, ανάμεσα δε στα φύλλα δημιουργείται χώρος για την τοποθέτηση χρημάτων, μαντιλιών προσώπου, κουμπουριών και άλλων μικροαντικειμένων, κεμέρι, σελαχλίκι.

σερασκέρης, ο = στρατηγός, διοικητής μεγάλης στρατιωτικής τουρκικής μονάδας.

σπαλιόρα, η = τουφεκιά, αλλά και τουφέκι, σπαλιοριά.

σωκόρφι, το = η μέσα από το ένδυμα περιοχή του στήθους, κόρφος.

ταΐνι, το = μερίδα φαγητού.

ταϊφάς, ο = το σώμα ανδρών ενός οπλαρχηγού, μπουλούκι, ακολουθία.

ταχιά, επίρρ. = την άλλη μέρα πολύ πρωί, αύριο.

τζεπχανές, ο = μπαρουτόβολο.

τόπι, το = κανόνι.

φράχτης, ο = περιφρονητικός χαρακτηρισμός που έδωσε ο Ιμπραήμ στο Μεσολόγγι, όταν το πρωτοαντίκρισε, θέλοντας να ταπεινώσει τις στρατιωτικές ικανότητες του Κιουταχή, που 9 μήνες δεν μπορούσε να το καταλάβει, σημειωτέον ότι αυτοί οι 2 στρατηγοί είχαν αντιπαλότητα.

χαϊμαλί, το = αντικείμενο ιερό που φέρνει κανείς επάνω του με σκοπό να τον προφυλάγει από κινδύνους, φυλακτό, γκόλφι, κατασκευάζεται από ύφασμα πολυτελείας, κεντημένο ή χαντρωμένο εξωτερικά, ή είναι μικρό σκεύος, στο μέγεθος του μεγάλου καρυδιού, τετράγωνο, χρυσό ή επίχρυσο ή ασημένιο, με προσαρτημένη, αναλόγου ποιοτικής κατασκευής, αλυσίδα.

 

Επιμέλεια – Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 


* Υπομνηματισμός

Ο καλόγερος του ποιήματος ήταν ιερομόναχος, πρωτοσύγκελλος στο όρος Σινά, και από πατριωτισμό ήρθε στο Μεσολόγγι. Επιδιώκοντας να μπει σ’ αυτό, πιάσθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι, βρίσκοντας στους κόρφους του φυλλάδες με τραγούδια ελληνικά κατ’ αυτών, τον παλούκωσαν!

Σχετικά, γράφει στα Ελληνικά Χρονικά, στις 8-12-1825, ο φιλέλληνας Ελβετός Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ ή Σβίτσερος για την ωμή θηριωδία του Κιουταχή. «Ενώπιον των εχθρικών κανονιοστασίων, είδομεν σήμερον έναν ιερέα, δύο γυναίκες και τινας άνδρας και παίδας σουβλισμένους, τους οποίους, αιχμαλωτίσαντες οι ωμότατοι και απηνείς βάρβαροι, κατεδίκασαν εις τοιούτον σκληρότατον θάνατον και έστησαν ενώπιον των κανονιοστασίων των, ως τρόπαια της απανθρωπίας των. Ασεβέστατον γένος!»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: