Ο γάμος της Ζουγραφούλας
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
Πανάρχαια ρίζα του δέντρου, που έδεσε με την πέτρα, που άντεξε βαρυχειμωνιές, αμόλησε βλαστάρια την άνοιξη, ομόρφυνε τον τόπο και ίσκιωσε τις ζωές τους.
Σε μεταξωτό διασίδι κοριτσόπουλα κέντησαν δικέφαλους αετούς, φλάμπουρα του έρωτα, χελιδόνια με ανοιχτές φτερούγες, που φέρνουν το μήνυμα της αγάπης κι έναν ήλιο να ξεμυτίζει παιχνιδιάρικα ανάμεσα σε δυο βουνά, πέρα στην ανατολή.
Ο χρόνος τότε δεν τους κυνηγούσε, κάθε στιγμή ήταν ζωή! Προλάβαιναν να ακούσουν το τραγούδι του νερού, να νιώσουν το χάδι του ανέμου, να μιλήσουν με τ’ άστρα και το φεγγάρι. Το απλό έγινε σήμερα σύνθετο!
Καβάλα στο άσπρο άλογό της, η Ζουγραφούλα γύριζε απ’ τ’ αμπέλι σιγοτραγουδώντας.
«Όταν σε γλέπω νά ‘ρχεσαι, στο κάμπο καβαλάρης,
βάνω τ’ αηδόνια και λαλούν, όλα με την αράδα!»
Ξεπέζεψε κοντά στον άμπλα, έσκυψε στο καθάριο νερό, καθρεφτίστηκε για λίγο και ύστερα τίναξε με νάζι τα μακριά μαύρα μαλλιά της, που σκόρπισαν στις πλάτες. Πήρε δυο χούφτες κρύο νερό να δροσίσει τα χείλη της, απ’ την κάψα του καλοκαιριού κι άλλες δυο να ρίξει στο αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό της. Το κρουσταλλένιο νεράκι κύλησε απαλά στον άσπρο λαιμό κι έφτασε μέχρι τον κόρφο της. Ύστερα σίμωσε στο άλογο, του χάιδεψε απαλά τη χαίτη και το μαύρο σημάδι που είχε στο μέτωπο, έπιασε τα γκέμια, πάτησε στο ζυγί και με μια σβελτάδα, που θα ζήλευαν πολλοί, βρέθηκε στη σέλα του.
Αγοροκόριτσο, ατίθαση και περήφανη, μεγάλωνε με τους πέντε αδερφούς της, που δεν της χαλούσαν ποτέ χατίρι. Ήταν το στολίδι του σπιτιού, η χαρά της οικογένειας, η περηφάνια του πατέρα και το καμάρι της μάνας.
Ο φτερωτός θεός την σημάδεψε στα δέκα οχτώ της χρόνια, αγάπησε έναν ψηλό και όμορφο, απ’ τον πέρα μαχαλά. Όλα έγιναν γρήγορα ταιριάσματα, αρραβώνες και την Κυριακή παντρεύεται, σ’ ένα μικρό ξωκλήσι. Μια βδομάδα κράτησαν τα γλέντια, μπόλικα ψητά αρνιά, μπόλικο κρασί, πολλά τραγούδια κι ευχές, για το αντρόγυνο.
Ήταν άνοιξη του ’54, μια χρονιά που σημαδεύτηκε από πολλούς σεισμούς, με μεγάλες καταστροφές. Μπήκαν στην εκκλησιά να στεφανώσουν, διάβασε λίγα γράμματα ο παπάς κι άρχισε η γη να τρέμει. Πετάχτηκαν όλοι έξω τρομαγμένοι κι όταν ηρέμησε λίγο η κατάσταση ξαναμπήκαν να συνεχίσουν το μυστήριο. Συνέχισε για λίγο ο παπάς και ένας νέος μετασεισμός ταρακούνησε την εκκλησιά κι άρχισαν να πέφτουν τα κεραμίδια απ’ τη σκεπή, ξαναβγήκαν έξω στην αυλή απελπισμένοι.
-Ας στεφανώσουμε εδώ στην αυλή, πρότεινε ο παπα-Θανάσης.
-Κορίτσι εγώ, εδώ όξω στη λάκα, δεν στεφανώνω, φώναξε νευριασμένος ο μπαρμπα-Μήτσος, που την περίμενε χρόνια αυτή τη στιγμή για τη Ζουγραφούλα του! Μέσα θα στεφανώσουμε κι αν είναι να μας πλακώσει, ας μας πλακώσει. Άρπαξε απ’ το χέρι τους νεόνυμφους και μπήκε στο ναό. Συνέχισαν τη στέψη, έκανε μερικούς ακόμα μετασεισμούς, αλλά κανείς δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του.
Όταν βγήκαν για το γλέντι στην αυλή κι άρχισαν τα όργανα να παίζουν, όλα πέρασαν στην ιστορία, που την διηγούνται ακόμα!
«Τι καρτερείς βρε φλάμπουρα και δεν κινάς να φύγεις;
Μον’ καρτερώ τη μάνα μου, να πάρω την ευχή της.
Ώρα καλή σου φλάμπουρα, λουλούδια νάν’ μπροστά σου,
να γείρεις ράχες και βουνά και πίσω να γυρίσεις,
να φέρεις μια αγραφιώτισσα και μια αγραφιωτοπούλα!»
Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου