TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Θολό ποτάμι

                                                ΘΟΛΟ  ΠΟΤΑΜΙ

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

                                         

                            

-Θεια Κατερίνα, κοίτα τι βρήκα;

-Τί βρήκες παιδάκι μ’, τί βρήκες πασά μου.

Ο τετράχρονος ανιψιός της, άνοιξε την παλάμη του κι άφησε να φανεί ένα μικρό χελωνάκι!

-Σιαπού το βρήκες, λεβέντη μ’;

-Να εκεί κάτω στη δέση, είπε ο μικρός κι έδειξε με το αδύναμο χεράκι του.

Άνοιξε την αγκαλιά της και τον έπνιξε στα φιλιά.

-Να πας να το αφήσεις πάλι στη δέση, θα το ψάχνει η μανούλα του και θα κλαίει, αν το χάσει.

Τούτο το μικρό αγγελούδι ήταν το  ψιμάρνι του αδερφού της, μικροκαμωμένο, μαύρο σαν παραψημένο καρβέλι, με κορακίσια μαλλιά και πράσινα μάτια, σαν χάντρες κομπολογιού. Όταν τον είχε μαζί της και της γελούσε, έλιωναν τα βάσανα του κόσμου, δροσιά ήταν το γέλιο του, σαν κυματάκια στ’ ακρογιάλι.

-Πόσο μ’ αγαπάς, Σπυράκο, τον ρώτησε.

-Τόοοσο κι άλλο τόοοσο, είπε ο μικρός ανοίγοντας την αγκαλιά του και κρεμάστηκε απ’ το λαιμό της!

Κάθε απόγευμα η Κατερίνα, έβγαινε στο δροσό, κάθονταν σε μια μεγάλη πέτρα κι έγνεθε με τη ρόκα της.

-Το βλέπεις τούτο το νήμα του μαλλιού, θα σου πλέξω μια ζακετούλα, να τη φοράς στα κρύα.

-Κι εγώ θεία, άμα μεγαλώσω, θα πάω στους Μολάους, να σου αγοράσω ένα καινούριο φουστάνι, καλύτερο κι απ’ της δασκάλας και μια μαντίλα στο χρώμα της θάλασσας, με μια βαρκούλα στη μέση! Δεν θέλω να σε βλέπω στα μαύρα!

Ξαφνικά συννέφιασε το πρόσωπό της, έσφιξε να χείλη, να μην καταλάβει το παιδί την συγκίνησή της. Το μάτι της θόλωσε σαν βαλτόνερο, τα λόγια του μικρού έξυσαν την ανοιχτή πληγή, που την κουβαλούσε τόσα χρόνια.

Ο άντρας της, δεν πρόλαβε να ζεστάνει καλά- καλά το νυφικό κρεβάτι, όταν τον κάλεσε η πατρίδα, στον πόλεμο της Αλβανίας. Πήγε να υπερασπιστεί το δίκιο, την σημαία, το τόπο του και το Κατερινιώ. Τα παγωμένα ακροδάχτυλα των χεριών, του έδειχναν το δρόμο των ονείρων, μα τα κρυοπαγήματα στα ακροδάχτυλα των ποδιών, έσβηναν τα χνάρια  του γυρισμού, μέσα στο πυκνό χιόνι και την αντάρα.

«Ποιος είν’ αξιός κι αγλήγορος και νυχτοπερπατάρης,

να πάει τα χαιρετίσματα, στο δόλιο το Ρηνάκι και το Κατερινάκι.

Να μην αλλάξει τη Λαμπρή, να μη λαμπροφορέσει, τα μαύρα φορέσει.

Το Κωσταντή λαβώσανε, τον έχουν λαβωμένο, στο χώμα ξαπλωμένο.

Μαύρα πουλιά τον τρώγανε κι άσπρα τον τριγυρίζουν, τον Κώστα μαγαρίζουν.

Κι ένα πουλί απ’ τον τόπο του, δεν τρώει, δε μαγαρίζει και τ’ άλλα φοβερίζει!»

Χήρα τόσα χρόνια η Κατερίνα, από μια σταλιά γυναίκα, δεν πρόλαβε να βυζάξει ένα παιδί κι αυτόν τον καημό, δεν έβρισκε τόπο να τον αποθέσει.

Έλυσε το μαύρο τσεμπέρι της φουρκισμένη, το τίναξε, το ίσιωσε και πήγε να το ξαναφορέσει, αναθεματίζοντας τη μοίρα και το ριζικό της, αλλά δεν μπορούσε να στεριώσει τον κόμπο, απ’ την ταραχή της.

Ο αδερφός της, είχε ένα μαύρο άλογο, Αράπη το έλεγε, για να κάνει όλες τις δουλειές σε τούτο τον ορεινό τόπο που βρεθήκανε. Της μήνυσε πως το άλογο, θα ήταν εύκαιρο εκείνες τις μέρες και μπορούσε να το πάρει, να πάει στο μύλο στο Γεράκι, για μια αλεσιά στάρι, που είχε ξεμείνει από αλεύρι. Την άλλη μέρα φόρτωσε δυο μεριές στάρι και την ώρα που θα ξεκινούσε, ήρθε κι ο Σπυράκος, ο ανιψιός της και  επέμεινε να τον πάρει κι αυτόν μαζί της. Χωρίς να το καλοσκεφτεί τον ανέβασε πισωκάπουλα στο άλογο και ξεκίνησαν για το μύλο.

 Άνοιξη ήταν, η φύση στις ομορφιές της, γεμάτο αγριολούλουδα το μονοπάτι, ο Αράπης καλοταϊσμένος ανέβαινε και κατέβαινε τις ραχούλες αγόγγυστα κι ο Σπυράκος έπιασε ένα τραγουδάκι «Ένα νερό κυρα-Βαγγελιώ, ένα νερό κρύο νερό…»

Φτάσανε στο ποτάμι που χώριζε τα δυο χωριά, το γεφύρι ήταν μια ώρα δρόμος πιο κάτω, γι’ αυτό προτίμησε το πέρασμα, που είχαν την άνοιξη και το καλοκαίρι όταν έπεφτε το νερό. Έβγαλε τα παπούτσια και τα τσουράπια της και τά ‘βαλε πανωσάμαρα, έπιασε το καπίστρι και είπε στον ανιψιό της να κρατηθεί γερά, απ’ τα κοτσάκια του σαμαριού και μπήκε στο ποτάμι. Το νερό ήταν κρύο κι ορμητικό κι έφτανε ως τα λαγαρά τ’ αλόγου, μόλις έφτασε στη μέση, σκόνταψε κι έπεσε στο ποτάμι, κιότεψε κι ένα κακό προαίσθημα φώλιασε μέσα της. Σαν αστραπή πέρασαν απ’ το μυαλό της, τα λόγια του παππού: «Σε θολό ποτάμι να μην περνάς…»

Ύστερα μόνο τη βουή του ποταμού είχε στ’ αυτιά της και την απόγνωση στο βλέμμα της. Πού πήγε το άλογο, πού ήταν το παιδί, δεν ήξερε, χάθηκαν ξαφνικά απ’ τα μάτια της. Το νερό την έριξε στην όχθη και όταν βγήκε μούσκεμα στην άκρη, έμπηξε μια κραυγή:

-Σπυράκοοο!, Σπυράκο! Απάντηση δεν πήρε.

Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, όταν ο Αράπης, μπήκε στην αυλή ολομόναχος,  χλιμιντρίζοντας και χτυπώντας τις οπλές του στο πλακόστρωτο. Δίχως στόμα, τα διηγήθηκε όλα με τον τρόπο του, θα προτιμούσε να τον είχε πνίξει το ποτάμι, παρά να φέρει αυτό το μαντάτο! 

Την άλλη μέρα βρήκαν την Κατερίνα, στην ακροποταμιά, με τα μάτια πρησμένα, τα χείλη μελανιασμένα, αναμαλλιασμένη, κατάχλωμη, να χτυπά με τις γροθιές το στήθος της. Τα είχε χαμένα, μοιρολογούσε, καταριόταν και πετροβολούσε το ποτάμι!

Γιώργος Ζούγρος, Λαογράφος

 

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: