Η μπαρούτη από το Βελούχι
Στο κέντρο ακριβώς της Ρούμελης, το Βελούχι σκεπάζει ένα χωριό με άγνωστη για πολλούς ιστορία. Είναι το Μαυρίλο όπου μέχρι πριν από εκατό περίπου χρόνια λειτουργούσαν μπαρουτόμυλοι, οι οποίοι έβγαζαν την περίφημη μαυριλιώτικη μπαρούτη.
Υπάρχουν πολλές εκδοχές για το πώς προέκυψε αυτή η ενασχόληση των Μαυριλιωτών με την μπαρούτη. Μια από αυτές θέλει την ίδρυση των μύλων από τεχνίτες που μαθήτευσαν στους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας και, σαν επέστρεψαν, να αποφάσισαν να την παράγουν και στον τόπο τους. Μια άλλη εκδοχή θέλει αυτά τα «εργαστήρια της φωτιάς» να δημιουργήθηκαν κατόπιν πρωτοβουλίας της ισχυρών οικογενειών του χωριού (Χατζαίοι, Αινιάνες), που ήθελαν να έχουν άφθονη μπαρούτη, προκειμένου να οπλίζουν τις φρουρές των σπιτιών τους και να διασφαλίζουν τις τεράστιες περιουσίες τους.
Σημασία έχει ότι, εκεί γύρω στις αρχές του 18ου αιώνα, εποχή κατά την οποία η χρήση πυροβόλων όπλων γενικεύεται στους στρατούς όλων των βασιλείων της εποχής, και με καριοφίλια αρχίζουν να εξοπλίζονται και άτακτες ομάδες ή σώματα επαναστατών. Ετσι, η ανάγκη για μπαρούτη γίνεται έντονη.
Κάποια τέτοια ευκαιρία φαίνεται πως άρπαξαν οι Μαυριλιώτες εκείνης της εποχής, πολλοί από τους οποίους ήταν ταξιδεμένοι στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Βασικός όμως παράγοντας που συνηγόρησε στην ανάπτυξη αυτής της βιοτεχνίας στο Μαυρίλο, ήταν η άφθονη ενέργεια που απαιτείτο για την κίνηση αυτών των μύλων. Στην κορυφή του χωριού ξεπηδούσε από τα έγκατα του Τυμφρηστού ένα δυνατό κεφαλόβρυσο, η Γκούρα, τα νερά της οποίας κινούσαν κατά την περίοδο της ακμής των μπαρουτόμυλων, δώδεκα μύλους στη σειρά!
Οι μπαρουτόμυλοι άκμασαν από τα μέσα του 18ου αιώνα μέχρι το 1910 περίπου, όταν το κράτος επέβαλε μεγάλους φόρους στις πρώτες ύλες κι έτσι η παραγωγή μπαρούτης κατέστη ασύμφορη. Ακόμη σώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη η επιστολή του Αθανασίου Διάκου προς τους άρχοντες της Λιβαδειάς, όπου αναφέρεται ότι οι Μαυριλιώτες του υποσχέθηκαν να τον προμηθεύσουν με 80 οκάδες μπαρούτη. Επίσης μια άλλη επιστολή που απευθύνεται επίσης προς τους άρχοντες της Λιβαδειάς αναφέρει: «απέκρουσα Ομέρ Βρυώνη εις Πατρατζήκι (Υπάτη), ήδη μεταβαίνω εις Λαμίαν. Αποστείλατε δυναμένους να κρατήσουν όπλα και βόλια άφθονα. Μαύρην ύλην επρομηθεύθην εκ Μαυρίλου».
Από το 1910 και μετά, οι μπαρουτόμυλοι σιγά - σιγά ερειπώθηκαν και σωριάστηκαν στη γη. Οι πνευματικοί άνθρωποι του χωριού, διαρκώς υπενθύμιζαν πως πρέπει να αναστηλωθεί ένας μπαρουτόμυλος, ώστε να αποτελεί μάρτυρα μιας παλιάς αλλά ιστορικής εποχής.
Ετσι ξεκίνησαν οι εργασίες αναστήλωσης και στις 19 του περασμένου Ιουλίου εγκαινιάστηκε αυτό που όλοι οι Μαυριλιώτες ονειρεύονταν.
Το κτίριο κάθε μπαρουτόμυλου ήταν λιθόκτιστο, σε κατωφερικό έδαφος πλάι στο ρέμα, ώστε να εκμεταλλεύεται την υψομετρική διαφορά της πτώσης του νερού (κρέμαση). Δίπλα σε μερικούς μπαρουτόμυλους λειτουργούσε σε άλλο κτίριο και αλευρόμυλος ή μαντάνι (νεροτριβιά). Το κτίριο καλυπτόταν με κεραμίδια τοπικής παραγωγής, είχε ένα παράθυρο και δεν διέθετε ούτε τζάκι, ούτε ταβάνι. Υπήρχαν όμως βοηθητικά κτίσματα κοντά του (αποθήκη υλικών και ίσως παράπηγμα με τζάκι για τη διανυκτέρευση των μπαρουτσήδων).
Η διαδικασία...Ο μπαρουτόμυλος λειτουργούσε όπως και ο νερόμυλος. Διέφερε όμως στο ότι η φτερωτή του δεν γύριζε τη μυλόπετρα, αλλά το αδράχτι, ένα τετράγωνο μακρύ ξύλο, τοποθετημένο σε οριζόντια θέση, σε ύψος 0.60 εκ. από το χωμάτινο δάπεδο. Το νερό του ρέματος διοχετευόταν με αυλάκι σε μια κάναλη και έπεφτε με δύναμη σε μια κάδη που απέληγε σε πρόσθετο κωνικό ξύλινο σιφούνι.
Το νερό ξεπετιόνταν με ορμή από το σιφούνι, γέμιζε τα χουλάρια ή στόματα της φτερωτής που ήταν ακριβώς από κάτω κι εκείνη περιστρεφόταν με ταχύτητα. Ταυτόχρονα περιστρεφόταν και το αδράχτι του μπαρουτόμυλου, στον άξονα του οποίου, σε αποστάσεις περίπου 0,80 εκ. ήταν προσαρμοσμένα 5 - 6 έκκεντρα ξύλα (απαλαϊστρες) μήκους 0,30 εκ. Πίσω από το αδράχτι και απέναντι ακριβώς από κάθε απαλαϊστρα, υψωνόταν κατακόρυφα, προσαρμοσμένο σε μεταλλικούς συνδέσμους (θηλιές) στο δοκάρι της στέγης, ένα μακρόστενο συνήθως δρύινο ξύλο (παλικάρι), μήκους 2 μέτρων τετράγωνης διατομής. Απέληγε σε σφαιρικό ή ημισφαιρικό άκρο (στούμπος).
Στο ύψος που απέληγε η κάθε απαλαϊστρα, είχε και το «παλικάρι» μια όμοια, το τουμάκι. Κατά την περιστροφή του «παλικαριού» ή απαλαϊστρα χτυπούσε το τουμάκι από κάτω, το ανέβαζε ψηλά και μετά το άφηνε και έπεφτε πάλι κάτω. Ετσι, τα «παλικάρια» ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά. Κάτω ακριβώς από κάθε παλικάρι υπήρχε, πακτωμένη μέσα στο χώμα, μια ξύλινη -κάποτε πέτρινη ή μαρμάρινη- κατασκευή όμοια με γουδί, η τσούμα (ή γούβα). Το στόμιό της έφτανε στην επιφάνεια του δαπέδου και στο εσωτερικό της τοποθετούνταν τα υλικά της μπαρούτης (η χωρητικότητά της έφτανε περίπου ως 4-5 οκάδες).
Η μαυριλιώτικη μπαρούτη περιείχε 12,5 % θειάφι, 12,5 % ξυλοκάρβουνο, 75% νιτρικό κάλλιο (τζερβιτζελέ) και ανάλογο νερό. Το ξυλοκάρβουνο έπρεπε να προέρχεται από συγκεκριμένα φυτά ή δέντρα (κληματόβεργες, λεύκα, ιτιά, σκλήθρο, ασφάκα, λεπτοκαρυά, έλατο). Η προετοιμασία του μείγματος απαιτούσε μεγάλη προσοχή και δεξιοτεχνία. Αν και λαμβάνονταν προληπτικά μέτρα ασφαλείας (απαγόρευση φωτιάς, τσιγάρου, μεταλλικών εξαρτημάτων στα υποδήματα) τα ατυχήματα ήταν συχνά.
Οι τιμές...Η λειτουργία του μπαρουτόμυλου έθετε σε κίνηση το κάθε «παλικάρι», που σηκωνόταν σε ύψος μισού μέτρου περίπου και έπεφτε με δύναμη και ρυθμό μέσα στην τσούμα, κονιορτοποιώντας τα υλικά με το στούμπο. Ομως με τα αλλεπάλληλα και διαδοχικά χτυπήματα ο πολτός της μπαρούτης κολλούσε στον πυθμένα ή στα τοιχώματα της τσούμας.
Γι αυτό κάθε 5-6 ώρες, ο πολτός ανακατεύονταν με ένα ξύλο ή σπάνια με ένα σιδερένιο εργαλείο (ματικάπι), εργασία επίπονη και συχνά επικίνδυνη, γιατί το μείγμα δεν ξεκολλούσε εύκολα και υπήρχε πάντα φόβος να προκληθεί έκρηξη αν έπεφτε μέσα κάποιο κομμάτι μετάλλου ή ακόμα και πέτρας. Στη συνέχεια, αναμείγνυαν διαδοχικά τα μείγματα από όλες τις γούβες, για να μην ξεχωρίζουν μεταξύ τους.
Μετά το τελευταίο ανακάτεμα, το μείγμα -μετά από 24 περίπου ώρες δουλειάς- έπρεπε να έχει τη μορφή παχύρρευστης μάζας. Τότε το έβγαζαν από την τσούμα, το έκοβαν με τα χέρια σε μικρά κομμάτια και το άπλωναν σε ειδικά μπαρουτόπανα να στεγνώσει. Σε μια - δυο ημέρες το έτριβαν με τα χέρια και τα τοποθετούσαν σε δερμάτινο κόσκινο μαζί με 3 - 4 στρογγυλεμένες πέτρες ή ξύλα. Επειτα, έτριβαν την μπαρούτη μέχρι να χύνεται από τις οπές του κόσκινου σαν λεπτόρρευστη άμμος.
Στο τέλος αναμείγνυαν την μπαρούτη με γραφίτη (σε αναλογία ένα δράμι σε μια οκά μπαρούτη) μέσα σε ένα μακρόστενο ξύλινο βαρέλι που συνδεόταν με αδράχτι και περιστρεφόταν γύρω από τον άξονά του. Με συνεχείς περιστροφές του βαρελιού για 3-5 ώρες, η μπαρούτη έπαιρνε γυαλιστερή μορφή που την προστάτευε από την υγρασία και ήταν έτοιμη για το εμπόριο. Η κατεργασία της μπαρούτης διαρκούσε συνολικά 5 ημέρες και η δουλειά των μπαρουξήδων ήταν επίπονη, γιατί το εύφλεκτο υλικό ήθελε μεγάλη προσοχή. Ηταν όμως μια δουλειά προσοδοφόρα, αφού επωλείτο 4 δραχμές η κάθε οκά. Το κάθε μπαρουξίδικο στην εποχή της παραγωγής απασχολούσε 2 - 5 εργάτες που πληρώνονταν 3 δραχμές ο καθένας.
Υπήρχαν διάφορες μορφές μπαρούτης, όπως η κυνηγετική μπαρούτη, η μπαρούτη για πυροβόλα όπλα, για φουρνέλα. Η ποιότητα της μπαρούτης δοκιμαζόταν με έναν απλό τρόπο: έριχναν μια μικρή ποσότητα σε ένα κομμάτι χαρτί και πλησίαζαν στην μπαρούτη ένα αναμμένο κάρβουνο.
Η καλής ποιότητας μπαρούτη έπρεπε να εκραγεί αμέσως χωρίς να κάψει το χαρτί και χωρίς να αφήσει αιθάλη. Κατόπιν συσκεύαζαν την μπαρούτη σε ξύλινα ή τενεκεδένια βαρέλια ή αδιάβροχα κερωμένα σακιά από μαλλιά τράγου, τα οποία έπαιρναν τον δρόμο του εμπορίου φορτωμένα σε υποζύγια.
ΗΛΙΑΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου