TREILER

Το παρόν Ιστολόγιο έχει σκοπό να περισώσει & να προβάλλει τη ρουμελιώτικη ιστοριολαογραφία -

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης κι ο Νικόλας

 

Η πρώτη απεργία της Μεταπολίτευσης κι ο Νικόλας

Νίκος Δ. Παπαδιονυσίου / ΜΜΜ Ε.Μ.Π. Ομότιμο Μέλος του Τ.Ε.Ε.

30 Μάρτη του 1976 ξέσπασε στο έργο της μεγάλης τότε μεταλλευτικής μαγνησίτη (λευκολίθου) και προϊόντων του, Α.Ε. Επιχειρήσεων του συγκροτήματος Σκαλιστήρη στο Μαντούδι Ευβοίας, η μεγαλύτερη ίσως σε σφοδρότητα και παράλογη αγριότητα απεργία στη χώρα της μετά τα Λαυρεωτικά και αυτή της Σερίφου το 1916. Κράτησε μέχρι της 7 Απριλίου 1976. Ήμουν της από της 4 Τομεάρχες της Εκμετάλλευσης Μαντουδίου. Αναίμαχτη απεργία αλλά ψυχοφθόρα. Αγριότητα από πλευράς υποτιθέμενου και πραγματικού προλεταριάτου κατά της πραγματικής και υποτιθέμενης εργοδοσίας. Παράλογη αγριότητα με συνέπειες της ψυχές ανθρώπων που δεν είχαν σχέση με την αυταρχική διοίκηση της Επιχείρησης, που ήσαν αντίθετοι μάλιστα πολλοί, με δημοκρατικές αντιλήψεις, αλλά έτυχε να είναι υπάλληλοί της.  Παράλογη και κατά των οικογενειών της εγκατε-στημένων στο γκέτο της έδρας του έργου, στον οικισμό της, μία κατά τα’ άλλα δωρεάν παροχή για τα στελέχη της απ΄ όλη την Ελλάδα και της οικογένειές της. Αυτό, όχι γιατί της άρεσε αλλά γιατί εκεί εργάζονταν οι σύντροφοι, οι γονείς ή τα παιδιά της.

Σ’ αυτό το γκέτο αποκλείστηκαν σε καθεστώς φόβου για πάνω από εβδομάδα, όσο διήρκεσε. Eνδεικτική της αγριότητάς της υπήρξε κι η ανάγκη επιβολής στρατιωτικού νόμου με αποστολή 2.500 (!) ανδρών καταστολής με  40 αύρες.

Η απεργία έγινε σταθμός της Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Κινηματογραφική ταινία   με τίτλο «Μαντούδι 76». «Απεργία» που έμοιαζε γεμάτη ντόπιο ρατσισμό σε μια περιοχή με τα μέγιστα μέσα εισοδήματα της χώρας για της χιλιάδες εργαζομένους απ΄ όλη την Εύβοια οικογενειακά που οφείλονταν στο Έργο και τελικά ξέφυγε από της στόχους της που ήταν ή έπρεπε να είναι αποκλειστικά το να πλήξουν τον εργοδότη για τον τρόπο διοίκησής του. Εργοδότη που έλυνε και έδενε εν ψυχρώ απολύοντας εκατοντάδες κάθε φορά ανθρώπους, εκβιάζοντας όταν του αρνιόνταν ή τον δυσκόλευαν στα νέα δάνεια που ζητούσε.

Λεγόταν, ότι ακόμα και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήθελε να τον ιδεί ζωγραφιστό, ενώ έβλεπε τον Μποδοσάκη, ούτε ν’ ακούσει γι’ αυτόν για της εκβιασμούς του. Ταυτόχρονα, έπρεπε αριστερά και σοσιαλιστικά κόμματα να δείξουν στίγμα. Στόχοι αποδεκτοί και ηθικοί με της οποίους συμφωνούσα. Αξέχαστες οι καταστάσεις όταν ο Χατζηκυριάκος, Δ.Δ. και Μασκσλέρης έρχονταν από το Κέντρο της Επιχείρησης στην Αθήνα και ανακοίνωναν απολύσεις. Είχαν βέβαια την ευθύνη μεταβίβασης της απόφασης στη διεύθυνση εκμετάλλευσης Μαντουδίου και στους Τομεάρχες της σε σύσκεψη.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

"Στην παλιά τη γειτονιά"

 

"Στην παλιά τη γειτονιά"

Του Γιώργου Καλλιώρα

Το χιόνι έπεφτε ακατάπαυστα από το πρωί. Καθισμένος στην καρέκλα της επιχείρησης μου το παρακολουθώ να απλώνεται και να καταλαμβάνει με την δική του ισχύ όλη την περιοχή. Τα πιτσιρίκια της γειτονιάς βγήκαν έξω φορτωμένα με κασκόλ, σκούφους, γάντια κ.λπ. και άρχισαν να παίζουν χιονοπόλεμο. Κάθε λίγο και λιγάκι ένα, ένα έρχονταν στο μαγαζί με τα μάγουλα κατακόκκινα έπαιρνε κάτι και έφευγε.

Χεχεχεχεχε που είναι εκείνα τα χρόνια, που κασκόλ εκείνη την εποχή και που σκουφιά; Βγαίναμε στο χιόνι ξεσάρκωτοι “χωρίς ρούχα” χωρίς να λογαριάζουμε το κρύο ορμώμενοι από την επιθυμία για παιχνίδι.

Τρέχαμε, παλεύαμε, παίζαμε χιονοπόλεμο, ουρλιάζαμε χωρίς να δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν.

Άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει εκεί στα χρόνια της αθωότητας και της ανεμελιάς. Χμμ όλη την ημέρα στο χιόνι, στη βροχή, στις λάσπες και στην περιπέτεια και όταν έρχονταν η ώρα μαζευόμασταν δίπλα στο τζάκι όλη η οικογένεια και εκεί ξεκινούσε μια άλλη ιστορία. Παραμύθια, αινίγματα, πειράγματα, πάλεμα στο πάτωμα, μια μητέρα να φωνάζει συνέχεια να καθίσουμε ήσυχα και μια γιαγιά καλοσυνάτη και γλυκιά λες και ήταν βγαλμένη από τα παραμύθια. Καλοσυνάτη σχετικός ο όρος γιατί όταν την έπιαναν οι ανάποδες της αλίμονό μας.

Μα τι θυμήθηκα τώρα; Κάποτε στο χωριό μας έρχονταν ένας μανάβης με μια κλούβα διαμορφωμένη έτσι ώστε να μπορεί να πουλά την πραμάτεια του. Παρκάριζε το αυτοκίνητο και πήγαινε στο καφενείο. Είχε την συνήθεια να κάθεται μέχρι αργά το βράδυ. Εμείς παιδιά τότε που το αίμα μας έβραζε ψάχναμε για περιπέτεια και σκανδαλιά πάντα βρίσκαμε τη ευκαιρία και του αρπάζαμε ότι μπορούσαμε. Κάποιο απόγευμα ένας της παρέας μας άρπαξε ένα τσουβάλι πατάτες και το πήγε σπίτι του. Μας είπε ότι οι γονείς του, του είπαν μπράβο γι’ αυτό που έκανε. Την άλλη ημέρα το απόγευμα, με τον αδελφό μου χωρίς να λογαριάσουμε καλά τα πράγματα αρπάζουμε ένα καφάσι, ροδάκινα ήταν, βερίκοκα ήταν, δεν θυμάμαι καλά και τα πάμε στο σπίτι. Χεχεχεχε που να ξέραμε τι μας περίμενε. Στο σπίτι ήταν η γιαγιά και η μητέρα μας. Μόλις μπαίνουμε στο σπίτι γεμάτοι χαρά λέμε «σας φέραμε να φάτε». Η μητέρα μου έκπληκτη μας ρώτησε που τα βρήκατε τα φρούτα.

Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Η αντάρτισσα θεια κι ο Νικόλας, εγώ

 

Η αντάρτισσα θεια κι ο Νικόλας, εγώ

 

-  Κολάτσα μου, πάμε να δούμε την θεια, μού΄ λεγε η Δέσπω, ή κυρία Δέσποινα, η μάνα μου. Το Κολάτσας, παιδικό υποκοριστικό του Νικόλαος ή Νίκος ή Νικόλας που νήπιο, ρωτώντας με πώς με λένε κι έχοντας ακούσει να με αποκαλούν Νικολάκη, μη μπορώντας να το προφέρω έλεγα Κολάτσης...

Απ’ το 1949, στα 8, βίωνα έντονα ένα θλιβερό για την παιδική μου ψυχή γεγονός, Η μπαλάντα του Διονύση Σαββόπουλου,  τραγουδοποιού- ποιητή- συνθέτη- τραγουδιστή, «για τα παιδιά που χάθηκαν», ακούγοντάς την από χρόνια, μου το υπενθύμιζε και με συγκινούσε βαθιά, θυμίζοντάς μου τα παιδικά μου δάκρυα για ένα από αυτά τα παιδιά που χάθηκαν. Την έφηβη 16χρονη θεια μου από χωριό των Αγράφων Ευρυτανίας, την Παναγιώτα

Ποτέ δεν την είχα ιδεί.  Άκουγα όμως  από την Δέσπω, από νήπιο, για την ομορφιά της, τον χαρακτήρα της. Μου είχε γίνει πρόσωπο αγαπημένο.

………………………………………..

Διηγούμαι την ιστορία, όπως την άκουσα, με όποιες πληροφορίες είχαν μέχρι που «έφυγαν» το 1970 μάνα και πατέρας σχεδόν ταυτόχρονα. Στο τέλος θα προσθέσω δικές μου πληροφορίες των τελευταίων 6 χρόνων πριν που τις θεωρώ απόλυτα ακριβείς καθώς προέρχονται από το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον της έφηβης τότε θειας μου:

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Οι Χινοπωρίτσες των Αγράφων


ΟΙ ΧΙΝΟΠΩΡΙΤΣΕΣ ΤΩΝ ΑΓΡΑΦΩΝ

[Του Ιωάννη Έλατου Μάκκα]

Οι χινοπωρίτσες, τα χινοπωράκια της αγραφιωτογιαγιάς μου, παρέμειναν τ' αγαπημένα λουλούδια μου.

Αργότερα έμαθα την ονομασία κυκλάμινα!

Την ονομασία χινοπωρίτσες, χινοπωράκια, την πήραν από την ανθοφορία τους που γίνεται το χινόπωρο (φθινόπωρο).

Οι Αγραφιώτισσες στο γνέσιμο, σε ώρες ανάγκης ( όταν έχαναν σφοντύλι) χρησιμοποιούσαν το βολβό- πατάτα του λουλουδιού, για σφοντύλι στο αδράχτι της ρόκας τους για να γνέσουν.

Έλλειψη γαρ "τέχνας κατεργάζεται" !

Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

'Οταν φθίνουν οι οπώρες

 

Όταν φθίνουν οι οπώρες

Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου

Πάλι απόψε ο αέρας αχάει ασταμάτητα, ανακατεύει τα σύννεφα και μαλώνει με τα κλαριά. Χινοπώριασε, τα πρώτα κυκλάμινα φύτρωσαν ανάμεσα στα βράχια, τα τσιροπούλια χαμπήλωσαν το πέταγμά τους και το τραγούδι της βροχής στον τσίγκο, έγινε πια μονότονο.

Οι ζωγράφοι μαγεμένοι απ’ τις πολύχρωμες φυλλωσιές, εμπνέονται απ’ τα πεσμένα κίτρινα φύλλα του πλατάνου και πιάνουν παλέτες και πινέλα. Ονειροπόλοι ποιητές, μιλάνε για τη μελαγχολία της εποχής, μιλάνε για πόνο και για δάκρυ κι ας μην έκλαψαν ποτές!

Μελαγχολία δεν έχει το φθινόπωρο, όταν γέρνεις σε μια ζεστή αγκαλιά, όταν σου χαμογελά μια αγάπη.

Τα σχολιαρόπαιδα με την σπιρτάδα στο μάτι και με το αναγνωστικό παραμάσκαλα, ξεκινάνε σαν μελισσόπουλα, να τρυγήσουν τη σοφία, τη γνώση και την ιστορία της πατρίδας. Ήρθε καινούργια δασκάλα φέτος, νέα κι όμορφη και το σπουδαιότερο χωρίς βέργα!

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2024

Και εισήλθαν οι ελευθερωτές στην πόλη

 

Η ξεχασμένη Ιστορία

ΚΑΙ ΕΙΣΗΛΘΑΝ ΟΙ ΕΛΕΥΘΕΡΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

                                                                                 Επιμελήθηκε :  ο Περικλής Κ. Φύκας

(αποτελεί μερική επαναδημοσίευση εργασίας μας που φιλοξενήθηκε στην εφημερίδα ΄΄ΠΡΩΪΝΑ ΝΕΑ ΄΄, της Λαμίας αρ. φ. 2206, το Σάββατο της 18ης-10-1997) 

Και έλαχε η ξεχωριστή αυτή μέρα να είναι αφιερωμένη στον προστάτη της Άγιο, στέκεται ακοίμητος φρουρός της, χρόνια τώρα, και διαφεντεύει τις καρδιές μας και το θρησκευτικό μας συναίσθημα !

Και ξεκουμπιστήκανε οι επήλυδες, και μέσα στο φευγιό και το λυσσομάνημά τους, την μικρή μας πόλη στη φωτιά και τον όλεθρο, στην καταστροφή και το παρανάλωμα, την ερήμωση και το κλάμα πασχίσανε να παραδώσουνε.