Η καύση του νεκρού Αχιλλέα
Οι Ταφές, οι οποίες προϋποθέτουν νεκρικές τελετουργίες, ανήκουν στις παλαιότερες μαρτυρίες του ανθρώπινου πολιτισμού. Η τελετή της ταφής είναι μία ειδική μυητική τελετή, που σκοπό της έχει την ανανέωση της ζωής, και να βοηθήσει την ψυχή να περάσει στην μεταθανάτια διαδικασία.
Την αρχή της καύσης των νεκρών, στον αρχαίο ελληνικό κόσμο την συναντάμε ιστορικά μετά την άλωση της Τροίας, χωρίς όμως να αποκλείσουμε και περιπτώσεις πριν από αυτήν. Από την τότε και μετά η καύση συνεχίστηκε σαν τρόπος ταφής στην Ελλάδα μέχρι τα πρώτα χριστιανικά χρόνια. Στα Ελληνικά ταφικά έθιμα είναι η θεαματικότερη μεταβολή σε σχέση με την Μυκηναϊκή εποχή. Για πολύ καιρό επικρατούσε η άποψη, με βάση τα Ομηρικά ποιήματα, ότι η αποτέφρωση ήταν η καθιερωμένη επιτάφια διαδικασία, που εφαρμόζονταν κανονικά ακόμη και αποκλειστικά, στην πιο παλιά ελληνική κοινωνία. Ο Όμηρος δεν φαίνεται να γνωρίζει παρά μόνο αυτή την διαδικασία. Η αποτέφρωση, τόσο στην Ιλιάδα, όσο και στην Οδύσσεια, είναι ένα αγωνιώδες αίτημα των ψυχών.
Τα αρχαιότερα γραπτά κείμενα, όσον αφορά την καύση των νεκρών στην Ελλάδα είναι τα έπη του Ομήρου. Με τον ιδιαίτερο τόνο του ο Όμηρος αναφέρει καύσης νεκρών στα έπη του και μία χαρακτηριστική είναι αυτή του Πάτροκλου όταν σκοτώθηκε από τον Έκτορα, αλλά και άλλες.
Άλλη περίπτωση καύσης στον Όμηρο είναι αυτή του Αχιλλέα, όταν σκοτώθηκε από τον Πάρι και κάηκε το σώμα του:
«Στις δεκαοχτώ σε δώσαμε στις φλόγες και τριγύρω
αρνιά παχιά σου σφάξαμε και τραχηλάτα βόδια.
Και συ στα ρούχα των Θεών, στο λάδι και στο μέλι
καιγόσουν, κι άπειροι Αχαιοί, πεζούρα κι αμαξάδες,
τ' άρματα ρίχναν στην φωτιά να δυναμώσει η φλόγα
και μια βουή σηκώθηκε κι αλαλαγμός μεγάλος.
Κι όταν πιά σ’ έκαψε η φωτιά, τα κόκαλά σου τ’ άσπρα
συνάξαμε την χαραυγή και βάλαμε, Αχιλλέα,
σε λάδι κι άδολο κρασί. Κι ένα χρυσό αμφορέα
έφερε η μάννα σου, δουλειά του ξακουσμένου Ηφαίστου,
κι έλεγε απ’ τον Διόνυσο πως χάρισμα τον είχε
Εκεί, Αχιλλέα, βάλαμε τα κόκαλά σου τ’ άσπρα». (Οδύσ. Ω 64-75)
«Στις δεκαοχτώ σε δώσαμε στις φλόγες και τριγύρω
αρνιά παχιά σου σφάξαμε και τραχηλάτα βόδια.
Και συ στα ρούχα των Θεών, στο λάδι και στο μέλι
καιγόσουν, κι άπειροι Αχαιοί, πεζούρα κι αμαξάδες,
τ' άρματα ρίχναν στην φωτιά να δυναμώσει η φλόγα
και μια βουή σηκώθηκε κι αλαλαγμός μεγάλος.
Κι όταν πιά σ’ έκαψε η φωτιά, τα κόκαλά σου τ’ άσπρα
συνάξαμε την χαραυγή και βάλαμε, Αχιλλέα,
σε λάδι κι άδολο κρασί. Κι ένα χρυσό αμφορέα
έφερε η μάννα σου, δουλειά του ξακουσμένου Ηφαίστου,
κι έλεγε απ’ τον Διόνυσο πως χάρισμα τον είχε
Εκεί, Αχιλλέα, βάλαμε τα κόκαλά σου τ’ άσπρα». (Οδύσ. Ω 64-75)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου