ΠΑΤΡΩΑ ΓΗ
του Πέτρου Δουβλέκα
Όποτε στη γενέτειρα πορεύομαι,
μακάρια αισθάνομαι γαλήνη.
Δουλειάς τις έγνοιες, πίκρες, όσα βάσανα,
βαθιά στη λήθη η σκέψη μου αφήνει.
Το καλωσόρισμα θα πει ο άνεμος,
χαλί στο διάβα στρώνουνε τα χόρτα,
βγαίνει από τις φυλλωσιές το σπίτι μου
κι ορθάνοιχτη μου δείχνει κάποια πόρτα.
Μπαίνω. Διάχυτο μάνας το χαμόγελο,
όλα τριγύρω αναδίδουν μύρα,
το παραγώνι του τζακιού φιλόξενο,
γέλιο, χαρά, παντού φωτοπλημμύρα.
Ανοίγω της καρδιάς τα φύλλα διάπλατα,
χίλια φτεροκοπάνε περιστέρια.
Κι όταν ληστές κρυφά πληγές μ' ανοίγουνε,
κάποια τις πλένουν Σαμαρείτη χέρια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου