Στα
αχνάρια της παράδοσης
του
Νίκου Σωτηρόπουλου
"Μαρή που πας σιαπάνω τη ρόκα γνέθοντας, καρτέρει με κι εμένα να πάμε παίζοντας..." |
Μία εσωτερική παρόρμηση και μια κληρονομική καταβολή οδηγεί τα
βήματα μου
στα σβημένα
από το
χρόνο αχνάρια
των προπατόρων μου, με ιδιαίτερη αναφορά στους χορούς και τα τραγούδια.
Απ' ότι θυμάμαι οι χωριανοί
μου Ασβεστιώτες χόρευαν πάντα χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες σε δυο κύκλους. Μπροστά οι άνδρες και πίσω οι γυναίκες. Όταν χρειάζονταν οι δυο αράδες να γίνουν ένας κύκλος τηρούνταν κάποιοι κανόνες
όπως ο
τελευταίος άντρας της
σειράς έπρεπε
να είναι
συγγενής με την πρώτη γυναίκα της σειράς που ακολουθούσε
και δεν
έπρεπε να
πιάνεται χέρι με χέρι αλλά με το μαντήλι. Σε κάθε χορό τραγουδούν με το στόμα οι αντίφωνες
παρέες των
αντρών και
των γυναικών.
Οι κινήσεις των αντρών είναι ζωηρές με τσακίσματα και τσαλιμάκια, το κορμί ολόρθο και περήφανο και οι κινήσεις ασίκικες. Οι γυναίκες είναι πολύ σεμνές οι κινήσεις μετρημένες και το βλέμμα χαμηλωμένο. Απαγορεύονται τα σκέρτσα και τα καθίσματα όπως και τα
επιφωνήματα των ανδρών «ωχ μωρέ ή ώπα, ώπα...» Το βάρος του σώματος είναι ριγμένο στα πόδια και ένα ελαφρό σύρσιμο προς τα μπρος ή πίσω λικνίζει το σώμα και δίνει ιδιαίτερη χάρη στη γυναίκα. Οι χοροί που χορεύονται στον Ασβέστη είναι: ο τσάμικος, ο καλαματιανός, στα τρία, οι λεγόμενοι ρουμελιώτικοι με τα
σταθερά δώδεκα
βήματα ή
τρία μπρος
πίσω. Γενικά στα Δημοτικά Τραγούδια εξαίρεται η ομορφιά, ο θαυμασμός, η αγάπη και η κρυφή προσδοκία της κόρης και του νιου που νιώθουν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα.
Κάθε κοπέλα είναι το κεντρικό πρόσωπο στα τραγούδια της αγάπης και ελκύει περισσότερο το άλλο φύλο, γίνεται αντικείμενο λατρείας, παρ’
όλες τις
δυσκολίες, ή αντιρρήσεις,
που για
λόγους ηθών
(ήθος=τιμιότητα)
προβάλλει, στον αγαπημένο της ησυχάζει τη μάνα της με τα λόγια:
«Ας τον μάνα κι ας διαβαίνει, ας τον μάνα κι ας περνάει
με τα μάτια δεν χορτάνει... τα παπούτσια του χαλάει!»
Όμως κι ο νιος δεν απογοητεύεται και μηχανεύεται τρόπους για να την συναντήσει.
«...Θα βρω και την αγάπη μου στη βρύση όπου πλένει
και κει στο λιοβασίλεμα θα τη γλυκοφιλήσω»
Καρτέρι οι νέοι του χωριού στήνουν στις αγαπημένες τους τις απογευματινές ώρες που γυρίζουν απ' τις δουλειές:
«Τώρα αργά, αργούτσικα, τώρα το βράδυ βράδυ
πάνε οι νιες για το νερό, κι οι έμμορφες για ξύλα...»
Το στρατοκαρτέρημα είναι ένας τρόπος να κουβεντιάσουν δυο νέοι που αγαπιούνται.
«Μαρή που πας σιαπάνω τη ρόκα γνέθοντας
καρτέρει με κι εμένα να πάμε παίζοντας...»
Γενικά στο χωριό μου υπάρχει σαν κανόνας ένα ζεστό αίσθημα συμπάθειας προς τη γυναίκα. Για χάρη της τραγουδούν όμορφα τραγούδια γεμάτα χάρη και ανθρωπιά. Δεν αποσιωπούν ό,τι θεωρείται
απορριπτέο απ’ τον
κοινωνικό περίγυρο, σατιρίζουν ίσως, όμως δεν περιγελούν τυχόν παραστρατήματα ή από τη φύση
αδικημένα άτομα και
εξυμνούν κατά πρώτο
λόγο τη
χάρη, την
ομορφιά και τη σεμνότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου