Ο Γ Ε Ν Ν Ο Σ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
"Ο Χριστός της Ρούμελης" του Χρήστου Καγκαρά |
απάνω στα ψηλά βουνά, στα βλάχικα κονάκια
πέφτει το χιόνι ολόπυκνο κι όπως ολούθε πέφτει
αποσκεπάζει τις πλαγιές, τα γούπατα τις ράχες
κι οπού ‘ναι λιθαρόστρουγκες και στάνες με παλιούρια
θαρρείς κι απλώνει ασπρόρουχα, σκουτιά λες και κρεμάει.
Όξω το χιόνι στο βορό σηκώθηκε ένα μπόγι
και μέσα στην αχύρινη την τουρλωτή καλύβα,
που ‘ναι τρανή και διάπλατη κι ο τόπος της μεγάλος,
κούτσουρα τετραπανωτά στον πυρομάχο καίνε
και γύρα-γύρα απ’ τη φωτιά, σιμά στα γωνολίθια
σε τσέργα απάνω ο τσέλιγκας, που ‘χει δασύ το φλόκο,
στη μέση μέση κάθεται και στις τραγίσιες κάπες
οι μπιστικοί αραδιάζονται κοντά του σταυροπόδι.
Στα δάχτυλα του ο τσέλιγκας σαν κάτι να μετράει.
- Τι συλλογάσαι, τσέλιγκα τι λογαριάζει ο νους σου;
- Τον Αλωνάρη, ωρέ παιδιά, σα ρίξαμε τα κριάρια
πήραν τα ζα μονοημερίς και πέφτει απόψε ο γέννος.
-Καλώς να ‘ρθεί, αρχιτσέλιγκα, καλά ξεγεννητούρια.
Κι όσο να ‘ρθεί η ώρα αυτή στ’ αποψινό νυχτέρι
δε φκιάνουν κόθρα στη φωτιά, στεφάνια για κουδούνια,
δεν πελεκάν ραβδιά, μηδέ ξομπλιάζουν αγκλιτσάρια
και μήτε κόκκαλα τρυπάν απ’ όρνιο για φλογέρες.
Μόν’ λένε γεροντολόγο και μύθους αραδιάζουν,
άλλος λογιάζει του Χριστού ταχιά πως ξημερώνει
και μολογάει για τη γιορτή κι οι γύρα τον ακούνε,
άλλος διηγιέται για κακούς καιρούς και για χιονούρες,
άλλος για το κυνήγι λέει στα δάσια και παινιέται
πως βάρεσε αγριογούρουνο με μια απαλάμη τρίχα
κ’ ένα φουρκί ασπρόδοντο, για κούρο άλλος μιλάει,
άλλος κρένει για βύζασμα για στόλισμα, για γέννο
και κάπου-κάπου άλλος τραβά, παρόξω θράκα απλώνει
και φλέγγες σταίνει καταγής, κομμάτια από μπομπότα
και ψένει ξανθοκόκκινες καψάλες και μοιράζει,
ψένει και για τον τσέλιγκα μες σε μπακίρι πόντζι,
να πιει σταλιά να ζεσταθεί, τι μάργωσε απ’ την πόγρα.
Κι ο τσέλιγκας περίγυρα τους μπιστικούς κοιτάζει
- Μας λείπει ο Γόγιας κι ο Φωλιάς, μας λείπει κι ο Σκαρλάτος,
θε να τους έκλεισε ο χιονιάς, θα χάσανε τη στράτα
- Σώπα αλυχτάνε τα σκυλιά, σ’ αυτούς όξω γαυγίζουν.
- Καλώς τους.
-Γεια χαρά, παιδιά.
-Περάστε στην καλύβα
βαρείτε τα τσαρούχια σας, τις κάπες σας τινάξτε,
να φύγουνε τα κρούσταλλα, να πέσουνε τα χιόνια
κ’ ελάτε στη φωτιά κοντά, γιατί είσαστε λουτσίδι
- Φέρτε την κάπα στο Φωλιά, τον πλάτη στο Σκαρλάτο,
φέρτε και σαρκοφάνελλα για να φορέσει η Γόγιας.
Τήρα ποδάρια αραδαριά στην παραστιά χαβδάλα,
φέρτε και σαρκοφάνελλα για να φορέσει η Γόγιας.
Τήρα ποδάρια αραδαριά στην παραστιά χαβδάλα,
τήρα τσουράπια μάλλινα που αχνίζουν και στεγνώνουν,
τήρα και χεροπάλαμα που απλώνονται στην πύρα
- Πού πήγατε, σταυραδερφοί, χαθήκατε όλη μέρα.
- Μέρα κ’ εμείς διαλέξαμε στη Χώρα για να πάμε
για ψίνα και γρατίσαμε στα χειμαδιά ως να ‘ρθούμε.
-Χιονίζει ακόμα;
-Σταματά το χιονοβόρι ετούτο,
τι κοσμοχάλαση είναι αυτή και τι χειμωνοκαίρι.
Μέχρι το χείλι το ‘φερε της θάλασσας το χιόνι,
το Λιανοκλάδι πνίγεται, βούλιαξε το Ζητούνι,
η Νιόπατρα δε φαίνεται, τ’ Αγά δεν ξεχωρίζει,
τα κεραμιδοσκέπαστα χωριά ασπρίστηκαν όλα
κ’ είναι γδυτός μόνο ο Σπερχειός στο χιονισμένο κάμπο.
- Απάνω στα ψηλά βουνά σαν τι να κάνει τώρα;
- Κατάκορφα απ’ το Γρεβενό ροβόλησε ο Λιασκώνης,
οπού ‘χει στήθια αμάργωτα, βασταγερά ποδάρια,
κ’ είπε πως εξαγνάντεψε γύρα-τριγύρα κ’ είδε
το Γουλινά ολοτύλιχτο μες σε βαθιά χιονούρα,
την Καταβόθρα σκεπαστή, την Γκιώνα όλη χωμένη,
κουκουλωμένα τ’ Άγραφα, χαμένα τα Βαρδούσια,
το μάτι τη Γραμμένη Οξυά δε βλέπει απ’ την ασπρίλα
και το Βελούχι το ψηλό, που ξάνοιγμα δεν έχει,
ποιος ξέρει στις περίτρανες κι αμέτρητες κορφές του
τι στίβες, τι πατώματα τι ντούνες χιόνια να ‘χει.
Κ’ εδώ στης Γούρας τα ριζά, που ‘ναι τα χειμαδιά μας,
το χιόνι ως τώρα που ‘ριξε το πάει μέχρι τη ζώστρα
κι αλλού σωριάστη κ’ έγιναν αυλές και φράχτες ένα
-Ξεχάσαμε τα ζωντανά με την πολλή κουβέντα
Για σήκω, Καραγκούνη μου, για πάρε το λυχνάρι
και φέρε γύρα το μαντρί και φέξε στις πρατίνες
και δες μη γέννησε καμιά, μη θέλει άλλη βοήθεια·
ας έρθει παραχέρι σου μαζί σου κι ο Σαξώνης,
ρίξτε κατάχαμα άχερα και μαλακά κλαδούρια,
Για σήκω, Καραγκούνη μου, για πάρε το λυχνάρι
και φέρε γύρα το μαντρί και φέξε στις πρατίνες
και δες μη γέννησε καμιά, μη θέλει άλλη βοήθεια·
ας έρθει παραχέρι σου μαζί σου κι ο Σαξώνης,
ρίξτε κατάχαμα άχερα και μαλακά κλαδούρια,
να ‘ναι στρωσίδι στα μικρά, στρωσίδι και στις μάνες.
Με το λυχνάρι οι μπιστικοί το γρέκι φέρνουν γύρα
κ’ εδώ φωτάν κ’ εκεί φωτάν και βλέπουν τις πρατίνες
άλλες συχνά για να βαρούν τη γη με το ποδάρι,
άλλες για να τανύζονται, να γονατίζουν άλλες
κι άλλες για να κοιλοστροφάν στο χώμα πλαγιασμένες.
- Για σηκωθείτε, ωρέ παιδιά, το φωτογώνι αφήστε
και το κοπάδι ξάπλωσε, γεννοβολάει απόψε!
και το κοπάδι ξάπλωσε, γεννοβολάει απόψε!
Γιόμωσε ο τσάρκος μπιστικούς. Στον τσάρκο αυτή τη νύχτα
κουδούνια δεν ακούγονται, βροντάρια δε χτυπάνε
και μοναχά βελάσματα βραχνά-βραχνά αγροικιούνται.
Εδώ βελάζει η κάλεσα, πιο εκεί η κουρούτα σκούζει,
η μπελομάτα η όμορφη ρεκάζει παραπέρα,
γεννάει παρόξω η μουστάκια κ’ η γρίβα παραμέσα,
αλλού η σακουλομάσταρη κι αλλού η καλαμοβύζα
κ’ η κάτσινα, που ανήσυχη βολόδειρε όλη μέρα,
τραβήχτη κι απογέννησε στου βλάχου το στρωσίδι.
Κι ο τσέλιγκας από βοσκό σε μπιστικό παγαίνει
κι αράδα αράδα τους ρωτά.
- Πώς πάει ο γέννος, Σκούρα;
- Είναι η χρονιά φέτο καλή, καιρούσικος κι ο γέννος.
- Τράβα το να ‘βγει, Καλαθά, κ’ είναι τ’ αρνί μεγάλο,
σπάσ’ του την πάνα κι άσε το κ’ η μάνα του το γλύφει.
- Μες στ’ αποκόλι ο Κολοβός τι νυχτοπαραδέρνει;
- Γέννησε η μπέλα, τσέλιγκα, μα τ’ άφησε η μαγάρα.
- Συμμάζωξε τ’ αρνάκι της τα ζα μην το πατήσουν
και τήρα αυτή πού τρύπωσε, κάτσε προσθήλιασέ το,
να ποδαρώσει τ’ άμοιρο, λίγη πυτιά να πάρει.
Παλούμπα, η σκούκια τι έκαμε;
- Περίτρανα δυο λάγια.
- Περίτρανα δυο λάγια.
- Η σίβα, Ντούβρα, η ζάβαλη;
- Τριπλάκια έχει βγάνει,
το ‘να το ‘καμε βάκρινο, σκουλαρικάτο τ’ άλλο
και τ’ άλλο η ανεβάσκαγη το γέννησε βαρβάτο!
- Τριπλάκια έχει βγάνει,
το ‘να το ‘καμε βάκρινο, σκουλαρικάτο τ’ άλλο
και τ’ άλλο η ανεβάσκαγη το γέννησε βαρβάτο!
- Εδώ η μουτζούρω κορμερό.
-Πού ‘ν’ το, Νασιούλα, πού ‘ν’ το;
- Για ιδές το, τσέλιγκα, μια οργιά! Για έχα είναι ετούτο.
- Για έχα το καρλαύτικο, για έχα και το ρούσο,
για έχα και της καστανής το ρούντο το σπαθάτο
και το καμπουρομύτικο το καψαλό της μπέλτσας.
- Σαντάρμη, πόσες βοήθησες πρατίνες να γεννήσουν;
- Πενήντα ως τώρα βοήθησα, ξεγέννησα άλλες τόσες
κι όσο να ξετελέψουμε ποιος ξέρει ακόμα πόσες θα λευτερώσω.
- Ο Σιωκο-Λιάς;
- Διακόσια αρνιά στις μάνες
προβύζασα κ’ έχω εκατό να βυζοπιάσω ακόμα.
προβύζασα κ’ έχω εκατό να βυζοπιάσω ακόμα.
- Πώς πάει στις άκρες
- Μπίτισε στο πισωστρούγκι ο γέννος.
- Για φέρτε ακόμα μια βολά, το λύχνο φέρτε γύρα
μήπως γεννάει άλλη καμιά.
μήπως γεννάει άλλη καμιά.
- Γέννησαν, τσέλιγκα, όλες.
- Πόσες απόψε απόρριξαν;
- Δέκα ξερά τα βγάναν.
- Τα γλύψανε τα κόλεθρα, τους πέσαν τα κυττάρια;
- Με τα μαλλιά τους πια στεγνά τ’ αρνιά στα πόδια στέκουν.
- Έχουν γάλα οι μάνες τους;
- Γιομάτα τα μαστάρια,
βυζάσαν και με τις κοιλιές χορτάτες από γάλα
κοντά-κοντά στις μάνες τους καταλαγιάζουν τώρα
- Γιομάτα τα μαστάρια,
βυζάσαν και με τις κοιλιές χορτάτες από γάλα
κοντά-κοντά στις μάνες τους καταλαγιάζουν τώρα
με στρώμα την ξερονομή, μες στη ζεστή καλύβα
- Έμεινε γάλα;
-Πιάσαμε σε κάνα δυο καρδάρες,
ταχιά στη γάστρα θα γενεί πανέμνοστη κολάστρα.
Γεννάν τα ζα απ’ το σούρουπο κ’ εκεί στο μεσονύχτι
ο τσέλιγκας κ’ οι μπιστικοί παίρνουν καιρό γι’ ανάσα.
- Συμπάτε τη φωτιά, παιδιά, π’ ώρες απόμεινε έρμη,
ρίξτε της ξύλα ανάβροχα, ταγίστε την με σχίζες
ρίξτε της ξύλα ανάβροχα, ταγίστε την με σχίζες
κι απλώστε θράκα ολόγυρα στερνά να πυρωθούμε.
Χριστουγεννιάτικη φωτιά πυρομανάει στο τζάκι
κ’ οι φλόγες με τις γλώσσες τους τα κούτσουρα βοσκάνε
κ’ οι μπιστικοί στον τσέλιγκα γύρα απ’ την πύρα λένε.
- Μεσάνυχτα ήρθαν, τσέλιγκα, τ’ ορνίθι έχει λαλήσει,
ταχιά χαράζει του Χριστού, ταχιά γιορτάρα μέρα
ταχιά χαράζει του Χριστού, ταχιά γιορτάρα μέρα
κι απόψε η χάρη Του απ’ τα αρνιά, οπού σου ‘χει χιλιάσει,
να ‘ν’ τα σερκά σοϊλίτικα κι αυτά τα θηλυκάτα
να σου γενούνε δίφορα, να σου γενούν διγόνια.
Χρόνια να ζας κι ολοζωής ν’ ακολουθάς κοντά τους.
- Ευχαριστώ, μωρέ παιδιά, κ’ εσείς να ζάτε ως πέρα,
μόν’ τη φωτιά ας αφήσουμε να κοιμηθούμε ψίχα,
γιατί το σήμαντρο ο παπάς σε λίγο θα βαρέσει,
μόν’ τη φωτιά ας αφήσουμε να κοιμηθούμε ψίχα,
γιατί το σήμαντρο ο παπάς σε λίγο θα βαρέσει,
να πάμε όλοι στο ξώκλησο για να λειτουργηθούμε.
Ρίχνει όξω χιόνι αδιάκοπα και μέσα στην καλύβα
αποσταμένοι οι μπιστικοί κοντά στο τζάκι γέρνουν
μες στις βελέντζες τις χοντρές και στον απλό τους ύπνο
τους νανουρίζει ολόγλυκα κάνα δαυλί που τρίζει
και κάνα πουρναρόφυλλο που προυτσαλάει στη θράκα.
Γλωσσάρι
Αγά, το = η Σπερχειάδα της Φθιώτιδας,
αποκόλι, το = το πίσω μέρος της καλύβας.
Γουλινά, το = βουνό πάνω απ’ τη Σπερχειάδα.
Γούρα, η = το βουνό Όθρυς.
Γρεβενό, το = η ψηλότερη κορυφή της Οίτης, ύψους 2.050 μέτρα
διγόνι, το = το δεύτερο αρνί που γεννάει την ίδια χρονιά η προβατίνα
καιρούσικος, ο = η γέννηση των αρνιών, όταν έρχεται στον καιρό τους.
Καταβόθρα η = το βουνό Οίτη.
κολάστρα, η = το πρώτο μετά τη γέννηση γάλα των ζώων που βρασμένο πήζει.
κόλεθρο, το = η διαφανής κόλλα που περιτυλίγει τ’ αρνί, όταν γεννιέται.
κυττάρι, το = τα εξαρτήματα του νεογέννητου ζώου που ξεκολλούν απ’ τη μάνα και πέφτουν ύστερ’ απ' τη γέννηση, το ύστερο.
μπιτίζω = τελειώνω.
Νιόπατρα ή Πατρατζίκι, η, το = η Υπάτη της Φθιώτιδας που στο Μεσαίωνα ερημώθηκε και κατοικήθηκε από οικογένειες της Πάτρας της Πελοποννήσου, απ’ όπου ονομάσθηκε Νέα ή Μικρή Πάτρα.
ντούνα, η = στίβα, μεγάλη ποσότητα.
πόντζι, το = θερμαντικό από βρασμένο ρακί ή ούζο ή κρασί.
προυτσαλάω = κάνω θόρυβο.
φλέγγα, η = λεπτό κομμάτι.
φουρκί, το = η απόσταση μεταξύ δείχτη και αντίχειρα.
χαβδάλα, η = με ανοιχτά τα πόδια.
ψίνα, η = τροφή προβατιών από πίτουρα κι αλάτι.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου