Ο ΚΛΑΔΟΣ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
Αη-Τρύφωνας ξημέρωσε, Φλεβάρης μήνας μπαίνει,
τώρα στ’ αμπέλια ο κάματος, τώρα στ’ αμπέλια ο κλάδος,
τώρα κι ο γερο-κλαδευτής στ’ αμπέλι πέρα πάει
με τη δροσιά και με το φως της λιόχαρης της μέρας,
την ώρα που ο κορυδαλλός πρωτολαλεί στα ουράνια.
Κι εκεί που οι κληματόβεργες μ’ ολόκλειστα τα μάτια
μες στην αγκάλη τ’ αμπελιού γδυτές γδυτές κοιμούνται
ένα χειμώνα ολάκερο, με σκέπασμα το χιόνι,
με κλαδευτήρι ο αμπελουργός τον ύπνο τους χαλάει.
Κλαδεύει ο γερο-κλαδευτής τ’ αμπέλι με ταλίμι.
Κόβει τα παραβλάσταρα, τα μπάτσα ρίχνει κάτου,
τη ρίζα ετούτη γνοιάζεται, την άλλη δεν πληγιάζει,
αφήνει εδώ κι αφήνει εκεί καμπόσες πεταχτάρες,
αφήνει και το γέρικο για σύμμανο το κλήμα,
να ρίξει ρίζες νιες στη γη, να βγουν νιοι κληρονόμοι.
Σκαλώνει και στην περγολιά, ψηλά στην κρεββατίνα,
που ξαπλωμένη απλώνεται σ’ ελάτινες φουρκάλες,
κι απ’ άκρη σ’ άκρη τη γυρνά και της πετάει τα ράμνα,
ολόχρυσα χοντρόραγα σταφύλια να κρεμάσει.
Κι όπ’ εύρει αλογοπατησιά, που ‘χει νερό στη γούρνα,
βρέχει τη στουρναρόπετρα, τ’ ακόνι του νοτίζει
και το κασόρι του ακονά που στόμωσε η κοψιά του.
Και προχωράει στο κλάδεμα και προχωράει στο έργο
και κάθε κλήμα γέρικο και νιο που αποκλαδεύει,
θαρρείς κι έχει παράπονο που κόβει τα κλαριά του,
κλαίγει από τις αποκοψιές, ξανθά δάκρυα σταλάζει,
και τα σκληρά τα μάγουλα μουσκεύει του κορμού του!
Και κάπου-κάπου ο αμπελουργός κοντοκρατεί τον κλάδο
και, κει που κληματόβεργες και στίβες από λούρες,
να ξανασάνει κάθεται και με νερό η κυρά του,
όπου του γέρνει απ’ το σταμνί, γλυκά τον ξαποσταίνει.
Αυτός κλαδεύει από μπροστά κι αυτή παρακοντά του
τις βέργες φκιάνει στιβανιές στους όχτους και στις άκρες,
όσο να ‘ρθει το δειλινό, το σούρουπο να φτάσει.
Να, που ‘φτάσε το σούρουπο, να, που τ’ απόγειο πέφτει,
από τα κλήματα οι ρονιές παγώνουν και δε στάζουν,
ο κατσιουλιέρης δε λαλεί στον ουρανό πια απάνω,
από τη βρύση έρχονται οι νιες, απ’ τ’ όργωμα οι ζευγάδες,
αποσχολάει κι ο αμπελουργός και φεύγει από τ’ αμπέλι
και πίσω μες στ’ ανάριο φως πετάει ο καλογιάννος
κούτσουρο σ’ άλλο κούτσουρο και κλήμα σ’ άλλο κλήμα
ώσπου στις βέργες κρύβεται, στις στιβανιές κουρνιάζει.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ακόνι, το = σκληρό και λείο λιθάρι που τροχίζουν μυτερά ή κοφτερά όργανα.
κασάρι, το = καμπυλωτό εργαλείο για κλάδεμα κλαδευτήρι. κατσιουλιέρης, ο = το πουλί ο κορυδαλλός.
κληρονόμος (στο κλήμα), ο = η γερή βέργα που αφήνεται στο κλήμα απ' τον κλαδούχο για κάρπιαμα.
μπάτσα, τα = κλαδιά.
περγολιά, η = κληματαριά απλωμένη, κρεββατίνα, καβαλαριά. πεταχτάρα, η = βέργα δυνατή που αφήνεται στο κλήμα για καρποφορία. ράμνα, τα = κλαδιά.
σύμμανο, το = όταν το κλήμα γεράζει, σκάβεται στο πλάγι του, εντελώς σύριζα, τόσος μεγάλος λάκκος, όσος χρειάζεται να χωρέσει το παλιό κλήμα, που σαν πλαγιασθεί όλο μέσα σ’ αυτόν αφήνεται μια βέργα, που τρέφεται απ’ τη γη κι έτσι ξανανιώνει το κλήμα.
ταλίμι, το= δεξιοτεχνία, επιτηδειοσύνη.
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
2 σχόλια:
Φίλε Τάκη,
τι πολύχρωμες ολοζώντανες εικόνες γεννά η επαφή με τη μάνα φύση, σε αντίθεση με αυτές τις γκρίζες και απονεκρωμένες των μεγαλουπόλεων.
Φίλε Ευρυτάνα,
έχω την αίσθηση ότι η βαθιά κρίση που βιώνουμε θα οδηγήσει σε κάτι καλό. Στην ανάδρομη επιστροφή των ανθρώπων από τις ασφυκτικές τσιμεντοπόλεις στα χωριά τους στην ύπαιθρο, όπου θα ξαναγεννηθεί η αισιοδοξία για μια νέα αγνή ζωή. Μακάρι!
Δημοσίευση σχολίου