Η ΚΑΠΑ ΜΟΥ
(του Γιάννη Σαντάρμη)
Πίνακας: Χρήστος Καγκαράς |
Φύσηξε, αγέρα του βουνού κι αγέρα του χειμώνα,
κι εσείς τα χιόνια πέσετε τό ‘να απάνω από τ’ άλλο,
εγώ μηδέ σας σκιάζομαι, μηδέ σας λογαριάζω,
γιατί φορώ κάπα χοντρή, τραγομαλλίσια κάπα
που ‘χει κατσούλα τουρλωτή, που ‘χει πυκνό το φλόκο
και τα θηλυκωτήρια της κι αυτά περίσσια τα ‘χει.
Απ’ άγουρο βλαχόπουλο την κάπα εγώ φοράω
κι όπως το λέει η βάβα μου, το μολογά η μανιά μου
σε κάπα απάνω η μάνα μου με γέννησε στη στάνη
κι είπαν, σα θα μεγάλωνα, πως μπιστικός θα γένω
και θ’ αποχτήσω πρόβατα και θ’ αποχτήσω γίδια.
Χρόνια τώρα στα γιδερά, χρόνια τώρα στα πράτα
την κάπα έχω στη ράχη μου κι έρχομαι και παγαίνω
το καλοκαίρι στα βουνά και το χειμώ στους κάμπους
κι οπού ‘ναι τούφα κάθομαι, οπού ‘ναι απάγγιο στέκω
κι οπού ‘ναι και καλή αποσκιά τη ρίχνω κι ακουμπάω.
Έφαγε χιόνια η κάπα μου, βροχές έφαε κι αντάρες,
έφαε και πάχνες και δροσιές και καταχνιές και τσόφες
κι έσυρε με τ’ ακρόγυρο, που κρούει ως τ’ αστραγάλι,
παλιούρια, αγκάθια, ασφόλαχτα, χαμόπουρνα κι ασφάκες.
Μα τζάκι τη λογιάζω εγώ, σκεπή μου την κορφή της
και τις μακριές τις τρίχες της αστρέχα μου τις έχω,
που διώχνουν το βροχόνερο, το χιόνι ρίχνουν κάτου.
Χωμένος μες στην κάπα μου και διπλοτυλιγμένος
γροικώ το σκούσμα του βοριά σαν απαλό τραγούδι
και σα γλυκό-γλυκό σκοπό το φύσημα του ακούω.
Κι εγώ κρυώνω μια βολά, μαργώνω σαν το γίδι
κι εγώ απομένω ολάρφανος, γδυτός ο μαύρος νιώθω
σαν πάει την κάπα η βλάχα μου στο ρέμα να την πλύνει,
σα στο τσαρπόλι την κρεμά, σα στο κλαρί την πιάνει.
— Ξεκρέμασε, συγκόρμισσα, την κάπα απ’ το σταλίκι,
να τη φορέσω ο καψερός, στρώμα μου να την κάμω,
γιατί πήρε κι απόγιασε, κοντολογάει το βράδυ.
να τη φορέσω ο καψερός, στρώμα μου να την κάμω,
γιατί πήρε κι απόγιασε, κοντολογάει το βράδυ.
Την κάπα φέρνει η βλάχα μου και με τα πρώτα σκότη
αυτήνη έχω στρωσίδι μου, αυτήνη προσκεφάλι,
αυτήνη και για σκέπασμα σαν πέφτω και πλαγιάζω
και βλέπω ονείρατα γλυκά και μέσαθέ της νιώθω
σα βασιλιάς σε πάπλωμα, σα ρήγας σε βελέντζα.
— Να ζας, όμορφη κάπα μου, να ζας να σε φοράω,
μ’ εσέ να βγαίνω στο μαντρί, μ’ εσένα στο παζάρι
μ’ εσένα και στην εκκλησιά κι όπου χαρά και γάμος.
Κάλλιο να μου ψοφήσει αρνί, βετούλι να μου λείψει
παρά να χάσω το καπί και σαν παιδί το βλέπω,
μ’ εσέ να βγαίνω στο μαντρί, μ’ εσένα στο παζάρι
μ’ εσένα και στην εκκλησιά κι όπου χαρά και γάμος.
Κάλλιο να μου ψοφήσει αρνί, βετούλι να μου λείψει
παρά να χάσω το καπί και σαν παιδί το βλέπω,
σα βλάμη μου το γνοιάζομαι, σαν μπράτιμό μου τό ‘χω
και σαν το φίλο τον καλό που δε με ξαπαρνιέται.
Είμαστε ταίρι αχώριστο, ζευγάρι ταιριασμένο,
γι’ αυτό, όταν θά ‘ρθει η ώρα μου κι εγώ για να πεθάνω,
δε θέλω να με ντύσετε μ’ άλλη αλλαξιά και ρούχο,
μόν’ θέλω να μου βάνετε την κάπα μου την τράγια
κι αν είναι βαρυχειμωνιά κι έχει πολλά όξω χιόνια
τρίδιπλα θηλυκώστε με, μη λάχει και μαργώσω,
μ’ αν πάλι είν’ άνοιξη γλυκιά κι όμορφο καλοκαίρι
κατσούλα μη μου βάνετε, κουμπιά μη μου περάστε
παρά ν’ αφήσετε ανοιχτά τα στήθια μου να μένουν,
νά ‘ρχεται ο αγέρας του βουνού να τα χαϊδολογάει,
να παίρνει το ιδρωτάρι τους, ν’ αφήνει τη δροσιά του
κι ακόμα να μου κουβαλά στ’ ασκέπαστα στ’ αυτιά μου
βελάσματα από πρόβατα κι αχούς από κουδούνια,
να μου θυμάει τ’ αντέτια μου και τα παλιά ζακόνια,
να μου θυμάει και τη ζωή, τη βλάχικη ζωή μου.
Γλωσσάρι
αντέτι, το = συνήθεια, έθιμο.
απογιάζω = κρυώνω απ’ το δροσερό αγέρα που φυσάει.
αστρέχα, η = το γείσωμα της στέγης απ’ όπου στάζει το νερό της βροχής.
ασφάκα, η = θάμνος αγκαθόφυλλος, αφάνα.
ασφάλαχτος, ο = ο θάμνος με κίτρινα λουλούδια και βελονοτά κλαδιά.
βετούλι, το = κατσίκι αρσενικό ενός χρόνου και παραπάνω.
ζακόνι, το = συνήθεια, έθιμο.
κατσούλα, η = κουκούλα.
μανιά, η = γιαγιά.
μαργώνω = κρυώνω.
μπράτιμος, ο = αδερφοποιτός.
παλιούρι, το = θάμνος αγκαθωτός για περιφράξεις, αρπάκι.
πάχνα, η
= η
πρωινή δροσιά
που κάθεται
στα φύλλα
των φυτών, τσάφη.
σταλίκι, το =μακρύ, ίσιο και γερό ξύλο.
συγκόρμισσα, η = η σύζυγος.
τουρλωτή, η = αυτή που έχει το σχήμα του τρουλλού, στενή πάνω και φαρδιά κάτω.
τσαρπόλι, το = διχάλα κλαδιού, πιαστάρι.
τσάφη, η
= η πρωινή δροσιά
που κάθεται
στα φύλλα
των φυτών, πάχνα.
Επιμέλεια-Ανάρτηση:
Τάκης Ευθυμίου
2 σχόλια:
Καταπληκτικό!
Δεν μας σκιάζουν τα "χιόνια" έτσι Τάκη; Oi "κάπες" μας και οι "ώμοι" μας αντέξανε πολλά, για χρόνια και χρόνια, σε τούτα τα ψηλά λημέρια!
Πολύ εύστοχα το επισημαίνεις φίλε Ιχνηλάτη.
Η «κάπα» είναι το σύμβολο αντοχής για τα χειρότερα που έρχονται.
Ας οπλιστούν μ’ αυτή και οι νέοι μας για καλές αντοχές και καλούς αγώνες!
Δημοσίευση σχολίου